Πώς η Γαλλία έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης
Πώς η Γαλλία έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης
Τον Αίσωπο επικαλείται ο Μάσιμο Νάβα της Corriere della Sera, και ειδικότερα τον μύθο του ψεύτη βοσκού, γράφοντας ότι και στη Γαλλία κανένας δεν πιστεύει όσους φωνάζουν «Λύκος! Λύκος!», στο τέλος όμως ο λύκος έρχεται και κατασπαράζει όλα τα πρόβατα.
«Μια σκληρή παραβολή για την Ευρώπη των “τζιτζικιών και των μερμηγκιών”, των ενάρετων και των σπάταλων χωρών», γράφει ο ιταλός αρθρογράφος, συνεχίζοντας να επικαλείται τον κορυφαίο μυθοποιό της αρχαιότητας. «Τα δημοσιονομικά παθήματα έγιναν μαθήματα για την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ιταλία, αλλά τώρα καλείται η Γαλλία να παίξει τον ελάχιστα τιμητικό ρόλο του ασθενούς της Ευρώπης, έναν ρόλο τον οποίο “κέρδισε” χάρη σε ένα ανεξέλεγκτο δημόσιο χρέος και μια πολιτική κρίση χωρίς διέξοδο», προσθέτει.
Η διπλή –οικονομική και πολιτική– κρίση που σοβεί στη Γαλλία θα μπορούσε να προκαλέσει μια αρνητική αλυσιδωτή αντίδραση στις αγορές, σε μια περίοδο που η ΕΕ έχει ανάγκη από σταθερότητα και αποφασιστικότητα περισσότερο από κάθε άλλη φορά ενόψει των μεγάλων προκλήσεων της εποχής, από τη σύρραξη στην Ουκρανία και τον εμπορικό πόλεμο έως την ολοένα πιο περίπλοκη σχέση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ.
Η θρυαλλίδα της γαλλικής κρίσης θα είναι η ψήφος εμπιστοσύνης στην Εθνοσυνέλευση στις 8 Σεπτεμβρίου. Ο γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού παίζει τα τελευταία χαρτιά του, έχοντας όμως ελάχιστες ελπίδες να πείσει τους γάλλους νομοθέτες να εγκρίνουν τα πρωτοφανή δημοσιονομικά μέτρα που προβλέπονται στον προϋπολογισμό, με στόχο την εξοικονόμηση περίπου 44 δισ. ευρώ.
Οσο για το άμεσο διακύβευμα, «ένα “μπαράζ πυρός” απομονώνει ολοένα περισσότερο τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, διαβρώνοντας την ήδη πενιχρή κοινοβουλευτική του ισχύ, και θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο παραίτησης του προέδρου», συνοψίζει ο Μάσιμο Νάβα.
Ο Φρανσουά Μπαϊρού θέλησε να προλάβει τις εξελίξεις (και μια πανεθνική κινητοποίηση κατά της κυβέρνησης στις 10 Σεπτεμβρίου), «προτιμώντας την πολιτική αυτοκτονία» –μέσω της ψήφου εμπιστοσύνης που ζήτησε και ενδέχεται να μη λάβει– από «μια ταπεινωτική ήττα στην εθνοσυνέλευση», μέσω της καταψήφισης του Προϋπολογισμού.
Την ίδια ώρα οι πολίτες της Γαλλίας «διαμαρτύρονται, κινητοποιούνται και παρασύρονται από ακραίες δυνάμεις, καθώς και από τη γοητεία της εξέγερσης», αλλά κανένας δεν φαίνεται πρόθυμος να αμφισβητήσει το κράτος πρόνοιας, το οποίο συνέβαλε σημαντικά στη συσσώρευση χρέους ύψους των άνω 3,3 τρισ. ευρώ (114% του ΑΕΠ), ούτε να κάνει την παραμικρή θυσία, όπως να αποδεχθεί την κατάργηση δύο αργιών, μια πρόταση της κυβέρνησης που απορρίφθηκε αμέσως. Ενδεικτική της κρισιμότητας της κατάστασης είναι και η επίκληση από ορισμένους της ελληνικής κρίσης και μιας πιθανής παρέμβασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Τις προηγούμενες ημέρες ο CAC 40, ο δείκτης αναφοράς στη χρηματιστηριακή αγορά της Γαλλίας, σημείωσε αρκετές φορές πτώση, ενώ το επιτόκιο των δεκαετών γαλλικών κρατικών ομολόγων είναι πλέον από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, έχοντας ήδη ξεπεράσει τα επιτόκια της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, και πλησιάζοντας το επιτόκιο της (επίσης υπερχρεωμένης) Ιταλίας.
Σε μια δραματική ομιλία στα τέλη Αυγούστου, ο γάλλος πρωθυπουργός εξέφρασε την αγανάκτησή του για το γεγονός πως «επί μία εικοσαετία το χρέος της Γαλλίας αυξανόταν κατά 12 εκατομμύρια ευρώ κάθε ώρα». Και σε τηλεοπτική συνέντευξή του την περασμένη Κυριακή ο Φρανσουά Μπαϊρού αποπειράθηκε να εξηγήσει τη δεινή οικονομική κατάσταση της Γαλλίας επικαλούμενος και τον αποκαλούμενο «φορολογικό νομαδισμό», κατηγορώντας συγκεκριμένα τη Ρώμη για αθέμιτο φορολογικό ανταγωνισμό με στόχο την προσέλκυση ζάπλουτων Γάλλων, ισχυρισμός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της ιταλικής κυβέρνησης.
«Ο Μπαϊρού ξεχνά ότι το φορολογικό ντάμπινγκ είναι μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική στην Ευρώπη και ότι οι πλούσιοι Γάλλοι καταφεύγουν εδώ και χρόνια στο Βέλγιο, στην Ελβετία, στην Πορτογαλία, και μόνο πιο πρόσφατα στην Ιταλία. Επιπλέον, η Γαλλία επιβάλλει έναν από τους υψηλότερους ανώτατους φορολογικούς συντελεστές στον κόσμο, με μάλλον αμφισβητήσιμα κριτήρια ισότητας και προοδευτικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις πολύ υψηλές εισφορές των πλουσιότερων τάξεων και την απαλλαγή εκατομμυρίων Γάλλων», σημειώνει από την πλευρά του ο Μάσιμο Νάβα.
Οσο για τη συνέχεια από την άποψη των δημοσιονομικών, «η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ απαιτεί την εξεύρεση περίπου 150 δισ. ευρώ μέσω μιας μείωσης των δαπανών και μιας αύξησης των εσόδων», όπως εξήγησε ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ακροδεξιά κατηγορεί την πρόνοια, τη μετανάστευση και την Ευρώπη, ενώ η Ακροαριστερά ζητά να αυξηθούν οι φόροι που καταβάλλουν οι πλουσιότεροι, οι οποίοι όμως ήδη επωμίζονται σημαντικό μέρος των κυβερνητικών δαπανών.
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2019-2023, αρχικά λόγω των μέτρων στήριξης που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια πανδημίας και στη συνέχεια εξαιτίας της αρωγής της Ουκρανίας, αλλά συνολικά αυξήθηκε πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Υπό τον Μακρόν το χρέος αυξήθηκε κατά περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο και οι όποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικές.
Οι δημόσιες δαπάνες (κυρίως για τη δημόσια διοίκηση, τις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη και τις κοινωνικές υπηρεσίες) συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ πριν από λίγες ημέρες το Παρίσι αναγκάστηκε να δανειστεί με όρους λιγότερο ευνοϊκούς σε σχέση με τη Ρώμη, για πρώτη φορά από την ίδρυση της ευρωζώνης.
«Για τους αξιωματούχους του υπουργείου Οικονομικών που έχουν συνηθίσει να επικεντρώνονται στο περιβόητο “spread” με τη Γερμανία, η παρακολούθηση του χάσματος επιτοκίων με την Ιταλία είναι τραυματική», σχολίασε το Le Point. «Οσο ορισμένοι από τους γείτονές μας δεν κατέβαλλαν προσπάθειες και η Γερμανία δεν δανειζόταν μαζικά, η Γαλλία μπορούσε να είναι ο κακός μαθητής, αλλά πλέον είναι ο τελευταίος λαθρεπιβάτης της ευρωζώνης. Ολοι οι άλλοι έχουν κάνει σημαντικές θυσίες, ιδίως όσον αφορά τις συντάξεις. Δεν θα θέλουν να τη γλιτώσουμε εμείς».
Ζήτημα για τη Γαλλία αποτελεί και η απόφαση της Γερμανίας να αρχίσει να δανείζεται μαζικά με στόχο την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Οι επενδυτές προφανώς θα προτιμούν τα γερμανικά κρατικά ομόλογα, αναγκάζοντας τη Γαλλία να δανείζεται με ακόμη υψηλότερα επιτόκια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
