Ο Economist για το σπιράλ των λαθών που μπορεί να οδηγήσει στον πυρηνικό όλεθρο/  Ο Guardian για ένα μοναδικό θύμα στον κόσμο / Η Repubblica για τους ακτιβιστές κατά τοθ μαζικού τουρισμού/ Και η  El Pais…
  • The Economist

    Κιμ και Τραμπ / Ποιος από τους δυο θα πατήσει το κουμπί;

     

    Οπως πάντα, το εξώφυλλο είναι εκπληκτικό. Κι αυτή τη φορά είναι ένα πυρηνικό μανιτάρι με τα πρόσωπα του Κιμ Γιονγκ Ουν και του Ντόναλντ Τραμπ. Μα είναι το ίδιο επικίνδυνοι; Ε ναι, απαντά ο Economist. «Γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι ότι κάποιος από τους δυο μπορεί να αποφασίσει ξαφνικά να εξαφανίσει από προσώπου Γης τον άλλον. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να υπολογίζουν και οι δύο λάθος τα πράγματα και ένα σπιράλ κλιμάκωσης να οδηγήσει σε μια καταστροφή που δεν θέλει κανένας».

    Τα βήματα αυτής της κλιμάκωσης περιγράφονται με ένα υποθετικό σενάριο που μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο τον Μάρτιο του 2019. Ακόμη και χωρίς να παρέμβει στρατιωτικά και η Κίνα, οι επιπτώσεις ενός πολέμου θα ήταν καταστροφικές: η Σεούλ των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων θα έμπαινε στο στόχαστρο των βαρέων όπλων της Πιονγιάνγκ. Το βορειοκορεατικό καθεστώς, που βλέπει στο πυρηνικό του οπλοστάσιο τον μόνο τρόπο να κερδίσει την επιβίωσή του, θα έχανε. Αλλά τίποτε δεν θα απέκλειε στο μεταξύ να είχε εξαπολύσει μια πυρηνική επίθεση σε κάποια αμερικανική στρατιωτική βάση ή και ακόμη και σε κάποια αμερικανική πόλη. Επομένως; Η λύση είναι μία: αυτοσυγκράτηση.

    «Αξίζει να θυμηθούμε – γράφει το περιοδικό – ότι η Αμερική είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοια θέση. Όταν ο Στάλιν και ο Μάο κατασκεύαζαν τις πρώτες τους ατομικές βόμβες, κάποιοι στη Δύση πρότειναν προληπτικές επιθέσεις για να τους σταματήσουν. Ευτυχώς επικράτησε ψυχραιμία. Από τότε, η λογική της αυτοσυγκράτησης κυριάρχησε και εκείνα τα φοβερά όπλα δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ». Και ποιο ξέρει, «μια μέρα η κορεατική χερσόνησος μπορεί να επανενωθεί σε μια δημοκρατία, όπως η Γερμανία» καταλήγει ο Economist που δεν έχει πάψει να αυτοσαρκάζεται για όλες εκείνες τις προβλέψεις του στις οποίες έπεσε έξω.

    Φωτό: Το εκπληκτικό εξώφυλλο του Ντέιβιντ Πάρκινς. Πηγή: The Economist
  • The Guardian

    Διπλός τρόμος/ Θύμα του Πούτιν και του Στάλιν

    Ηταν πριν από μερικά χρόνια όταν ο Γιούρι Ντιμίτριεφ μαζί άλλα μέλη μιας ρώσικης οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα ανακάλυψε έναν από τους μεγαλύτερους μαζικούς τάφους της σοβιετικής εποχής. Ο μαζικός τάφος είχε ανοιχτεί τη σταλινική περίοδο όταν η μυστική αστυνομία μετέφερε 6.241 κρατούμενους στο Σάντομορκ, ένα δάσος ανάμεσα στη λίμνη Ονεγκα και τα φινλανδικά σύνορα, και τους εκτέλεσε. Πώς; Έσκαβαν λάκκους στο αμμώδες έδαφος, έχωναν τα πρόσωπα στους λάκκους και πυροβολούσαν το πίσω μέρος του κεφαλιού τους με περίστροφο.

    Ο Ντιμίτριεφ, γράφει ο Guardian, προσπαθεί όλα αυτά τα χρόνια να κάνει γνωστή αυτήν την υπόθεση δημοσιεύοντας πολλά βιβλία με ονόματα, ημερομηνίες και τοποθεσίες εκτελέσεων. Οι τοπικές αρχές στήριξαν αρχικά το μνημείο που δημιουργήθηκε εκεί, βοηθώντας στην κατασκευή ενός δρόμου πρόσβασης και ενός παρεκκλησίου και στέλνοντας αντιπροσώπους την ημέρα μνήμης που είναι στις 5 Αυγούστου. Αλλά πέρυσι, για πρώτη φορά, κανένας κυβερνητικός αξιωματούχος ή ιερέας δεν παρέστη. Γιατί τώρα αυτό που κυριαρχεί στη Ρωσία είναι το πατριωτικό πνεύμα. Πώς το είχε πει ο Βλαντίμιρ Πούτιν; «Η υπερβολική δαιμονοποίηση του Στάλιν είναι όπλο κατά της Σοβιετικής Eνωσης και της Ρωσίας».

    Και τότε άρχισε η παραχάραξη της Ιστορίας: τα κρατικά μέσα ενημέρωσης προέβαλαν τον αβάσιμο ισχυρισμό ότι οι νεκροί ήταν θύματα των Φινλανδών. Παράλληλα, ξεκίνησε το κυνήγι των μαγισσών: ο Γιούρι Ντιμίτριεφ συνελήφθη με την κατηγορία ότι φωτογράφιζε σε άσεμνες στάσεις την 12χρονη κόρη του. Σήμερα κινδυνεύει με 15 χρόνια φυλάκιση μολονότι οι εμπειρογνώμονες δηλώνουν πως οι φωτογραφίες δεν είναι πορνογραφικές. Η οργάνωσή του, πάλι, λέει ότι είναι πολιτικός κρατούμενος και ότι κρατείται επειδή αμαυρώνει τη δόξα του Κρεμλίνου και το σοβιετικό παρελθόν. Τουλάχιστον δεν είναι μόνος. Περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι έχουν βάλει την υπογραφή τους ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος ένας άνθρωπος που έχει πέσει θύμα του Πούτιν. Ή του Στάλιν. Ή και των δυο μαζί.

    Φωτό: Εκείνος σκάβει. Αλλά οι άλλοι θέλουν να θάψουν τη μνήμη στο χιόνι. Πηγή: The Guardian/Tomasz Kizny
  • La Repubblica (έντυπη έκδοση)

    Καταλωνία/ Οταν οι αναρχικοί κυνηγούν τους τουρίστες

     

    Ο στόχος τους, λένε, δεν είναι οι τουρίστες, αλλά ο μαζικός τουρισμός. Και με αυτόν τον λεπτών αποχρώσεων διαχωρισμό, μια ομάδα αναρχικών της Βαρκελώνης αποφάσισε να αναλάβει δράση για να απαλλάξει την πόλη από το πρόβλημα. Με την υποσημείωση ότι οι τύποι της Arran δεν δηλώνουν μόνο αναρχικοί αλλά και αντικαπιταλιστές, φεμινιστές αλλά και οπαδοί της ανεξαρτησίας, η δράση έχει ως εξής: τα μέλη της ομάδας σκίζουν τα λάστιχα των τουριστικών λεωφορείων και των ποδηλάτων που νοικιάζει ο δήμος στους τουρίστες. Σε άλλες πόλεις, ο ακτιβισμός αλλάζει μορφή. Στην Πάλμα, για παράδειγμα, καμιά δεκαριά μέλη εισέβαλαν στο λιμάνι της πόλης, πέταξαν βεγγαλικά σε ένα εστιατόριο αλλά και κονφετί στους θαμώνες. Στο πανό που κρατούσαν έγραφε: «Ο τουρισμός σκοτώνει τη Μαγιόρκα». Στη Βαρκελώνη δεν άλλαξε παρά το θύμα του φόνου: «Ο τουρισμός σκοτώνει τις γειτονιές».

    Τα μέλη της Arran, γράφει η Repubblica, είναι οι Ταλιμπάν του «καταλωνισμού», του κινήματος που γεννήθηκε το 2012 από τα σπλάχνα της αλυτρωτικής άκρας Αριστεράς. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε περίπου 500 άτομα, ενώ κάποιοι από αυτούς είναι μέλη της νεολαίας του CUP, αντικαπιταλιστικού κόμματος που στις τελευταίες εκλογές απέσπασε το 8,2% των ψήφων. Το CUP, που σημαίνει Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενωσης, στηρίζει την τοπική κυβέρνηση, στόχος της οποίας είναι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία. Αλλά η δράση των νεολαίων προκάλεσε μια μίνι ενδοκυβερνητική κρίση με κάποιους να τάσσονται υπέρ της ακτιβιστικής δράσης και άλλους κατά. Και τώρα, δεν μένει να φανεί ποιος θα είναι ο επόμενος στόχος. Γιατί οι έρμοι οι τουρίστες αποκλείεται να περάσουν στην αντεπίθεση.

    Φωτό: Και τα γκράφιτι είναι το λιγότερο. Πηγή: Reuters/Albert Gea
  • El Pais

    Μύθοι/ Εσβησε η φωνή των εξαφανισμένων

     

    Στα επτά τραγικά χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας του Χόρχε Βιντέλα στην Αργεντινή (1976-1983), οι μητέρες των εξαφανισμένων κατέληγαν στο ίδιο μέρος, στην οδό Σαν Χουάν 141, η οποία ήταν παράλληλη της μεγάλης Λεωφόρου της 25ης Μαΐου. Εκεί βρίσκονταν τα γραφεία της σύνταξης μιας μικρής αγγλόφωνης εφημερίδας, της Buenos Aires Herald. Οι απελπισμένες μητέρες πήγαιναν εκεί επειδή οι περίπου δέκα δημοσιογράφοι της εφημερίδας ήταν και οι μοναδικοί που τους έδιναν σημασία. Γιατί προηγουμένως είχαν επισκεφθεί τα γραφεία όλων των υπόλοιπων εφημερίδων. Και κάθε φορά που εξαφανιζόταν κάποιος αντιφρονών, οι μητέρες άκουγαν την ίδια μονότονη απάντηση: «Πηγαίνετε σε εκείνους τους τρελούς, εκείνοι τα δημοσιεύουν όλα».

    Και ήταν ακριβώς έτσι. Λίγο η αγγλική γλώσσα και πολύ ένας θαρραλέος διευθυντής, ο Ρόμπερτ Κοξ, η Buenos Aires Herald ήταν η μοναδική εφημερίδα σε ολόκληρη την Αργεντινή που έγραφε για τους desaparecidos. Ο Βιντέλα και οι υπόλοιποι στρατηγοί της χούντας είχαν σκεφτεί πολλές φορές να κλείσουν την εφημερίδα, αλλά τελικά δεν το έκαναν ποτέ επειδή ο εκδότης ήταν Αμερικανός και εκείνοι ήθελαν να έχουν καλές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι οι άνθρωποι της εφημερίδας ήταν ασφαλείς. Ο Ρόμπερτ Κοξ είχε δεχθεί πολλές απειλές ενώ έπεσε θύμα και μιας απόπειρας δολοφονίας που τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με την οικογένειά του.

    Ο,τι δεν έκανε η χούντα, το έκανε ο χρόνος. Η Buenos Aires Herald έκλεισε πριν από λίγες ημέρες έπειτα από 140 χρόνια λειτουργίας. Ο Κοξ, 84 ετών σήμερα, μίλησε στην El Pais για εκείνα τα χρόνια. «Είμαι υπερήφανος για ό,τι κάναμε, ήταν το καθήκον μου. Πάντα αναρωτιόμουν πώς συνέβη να σκοτώσουν οι ναζί εκατομμύρια Εβραίους χωρίς να κάνει τίποτε γι’ αυτό η γερμανική κοινωνία. Και πήρα την απάντηση στην Αργεντινή, όταν διηύθυνα την Buenos Aires Herald». Την απάντηση, την πήραμε όλοι μας.

    Φωτό: Ενας τίτλος που τότε έβλεπε κανείς μόνο στην Buenos Aires Herald. Πηγή: El Pais



text
  • Εκτός Μαξίμου Παπασταύρου και Μπρατάκος για το ποτό με τον Ευ. Μαρινάκη. Γίνεται όλο και πιο συναρπαστικό


    28 Μαρτίου 2024, 19:53