Τραμπ – Ερντογάν: Το μεγάλο παζάρι
Τραμπ – Ερντογάν: Το μεγάλο παζάρι
Τελικά, για την ελληνική διπλωματία το πιο σημαντικό γεγονός στη Νέα Υόρκη ήταν η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν. Μετά από έξι χρόνια προσπαθειών –κάποιες φορές στα όρια της απελπισίας– ο τούρκος πρόεδρος κατάφερε να γίνει δεκτός στον Λευκό Οίκο, και μάλιστα σε ένα σκηνικό που «τύφλωνε» από τις χρυσές διακοσμήσεις του χώρου, αλλά και από τις «χρυσές» επιχειρηματικές προτάσεις που έφερνε μαζί του.
Δεν είναι υπερβολή να σημειωθεί πως αν ισχύουν οι δημοσιογραφικές αναφορές για «δουλειές» 50 δισεκατομμυρίων, δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο ραντεβού να έχει κοστίσει περισσότερο στην ιστορία της σύγχρονης διπλωματίας. Αλλά αυτό είναι και ένα μάθημα για την εσωτερική συζήτηση στην Ελλάδα. Οταν μια χώρα είναι ισχυρή οικονομικά και στρατιωτικά, μπορεί να εξαργυρώσει την ισχύ της παντού. Δεν υπάρχει άλλο νόμισμα τόσο κυρίαρχο στον διεθνή ανταγωνισμό. Μια ισχυρή χώρα δεν την αγνοεί κανείς εύκολα.
Υπάρχουν δύο τουλάχιστον διαστάσεις που μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στην συνάντηση, και βεβαίως αντίστοιχα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν, πάντοτε με την επιφύλαξη ότι δεν έχουν περάσει παρά λίγες ώρες και κάθε ανάλυση δεν είναι παρά εκτίμηση εν θερμώ . Η μία διάσταση είναι η επικοινωνιακή ευκαιρία και για τους δύο.
Με τον Ντόναλντ Τραμπ κάθε συνάντηση είναι ένα επικοινωνιακό γεγονός που όμως δύσκολα συμβιβάζεται με την καθεστηκυία αντίληψη περί πολιτικής επικοινωνίας. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν δεσμεύεται από κανένα διπλωματικό πρωτόκολλο και από καμία σύμβαση διπλωματικής αβροφροσύνης. Είναι πραγματικά πρωτοφανές να τον βλέπεις να αναφέρεται στον τούρκο πρόεδρο λέγοντάς του ότι «ξέρει από στημένες εκλογές καλύτερα από τον καθένα», αφήνοντας μια τέτοια διατύπωση ανοιχτή σε κάθε είδους ερμηνεία. Αλλά πιο σημαντικό είναι το τι ελέχθη δημοσίως και τι και οι δύο πλευρές απέφυγαν να αγγίξουν.
Αυτή είναι η δεύτερη πιο ουσιαστική διάσταση. Ο Ερντογάν πήγε με μια συγκεκριμένη λίστα ζητημάτων που ενδιαφέρουν άμεσα την Τουρκία. Το πιο ορατό ήταν η ενίσχυση της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, η οποία, ενώ παραμένει από τις ισχυρότερες στο ΝΑΤΟ, έχει υποχωρήσει απέναντι σε βασικούς ανταγωνιστές στην περιοχή, όπως το Ισραήλ και η Ελλάδα. Και αν η αντιπαλότητα με την Ελλάδα μπορεί να είναι ελεγχόμενη και το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης να είναι –ευτυχώς– πολύ μικρό, η περίπτωση του Ισραήλ είναι διαφορετική.
Τα τελευταία γεγονότα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή έχουν καταδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι η ισραηλινή αεροπορική ισχύς είναι τέτοια που της επιτρέπει να πλήττει όποιον στόχο θέλει, σε οποιοδήποτε σημείο της περιοχής. Δεν μιλάμε απλώς για αεροπορική υπεροχή, αλλά για αεροπορική κυριαρχία.
Αυτό το γεγονός, δεν υπονομεύει απλώς, αλλά ακυρώνει τις όποιες φιλοδοξίες ενεργητικής παρέμβασης μπορεί να έχει η Αγκυρα στην προσπάθειά της να επηρεάσει τις εξελίξεις. Το Ισραήλ αλλάζει τον στρατηγικό χάρτη της περιοχής και η Τουρκία απλώς παρακολουθεί – όπως και οποιοσδήποτε άλλος περιφερειακός παίκτης. Η προμήθεια των F-35 είναι επείγουσα στρατηγική αναγκαιότητα για την Τουρκία.
Αν πρέπει να γίνει μια πρόβλεψη, στο τέλος ενός μεγάλου παζαριού η Τουρκία θα επιστρέψει στο πρόγραμμα. Ο Τραμπ έχει ευνουχίσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και η βασική προτεραιότητα των μελών του Κογκρέσου είναι η πολιτική τους επιβίωση. Η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι η διαφοροποίηση από τις επιλογές του προέδρου είναι πολιτικά θανάσιμη. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι τι θα περιλαμβάνει αυτό το παζάρι.
Ο Τραμπ έθεσε σε αδρές γραμμές το πλαίσιο. Πέρα από το δέλεαρ των μεγάλων παραγγελιών, η Τουρκία πρέπει να πάψει να «διευκολύνει» την Ρωσία με το να παραμένει πελάτης της ρωσικής ενέργειας. Αυτό που ζητά όμως ο αμερικανός πρόεδρος είναι σχεδόν αδύνατο μεσοπρόθεσμα. Μια τέτοια στρατηγικού χαρακτήρα ρήξη μεταξύ Αγκυρας και Μόσχας είναι απαγορευτική για την τουρκική οικονομία. Θα φανεί αν μια τέτοια απαίτηση είναι «deal breaker» για την Ουάσιγκτον. Μια επισφαλής πρόβλεψη είναι ότι ο Τραμπ δεν θα επιμείνει αν η Τουρκία προσαρμοστεί έστω και σιωπηρά σε κάποιες άλλες βασικές επιλογές των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αυτά τα θέματα είναι που απουσίασαν από τις δημόσιες, τουλάχιστον, τοποθετήσεις των δύο ηγετών. Το ένα είναι η κατάσταση στην Γάζα και οι τουρκικές πολιτικές και διπλωματικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ. Η Ουάσινγκτον θα επιθυμούσε την τουρκική διαμεσολάβηση για να πιεστεί η Χαμάς να παραδοθεί άνευ όρων και, βεβαίως, ως «επενδυτή» στη Γάζα την επόμενη μέρα – που όμως κανείς δεν ξέρει ποια και πώς θα είναι.Παράλληλα, θα ήθελε η Τουρκία να ξεκινήσει μια διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεών της με το Ισραήλ.
Είναι βήματα που δύσκολα θα κάνει η τουρκική διπλωματία. Το Ισραήλ, χωρίς να εμπιστεύεται το καθεστώς Ερντογάν, έχει κάθε συμφέρον να μην απορρίψει μια τέτοια τουρκική στροφή, η οποία σήμερα φαντάζει –και μάλλον είναι– ελάχιστα πιθανή.
Για την Αθήνα η συνάντηση δεν αλλάζει δραματικά τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η ελληνική στρατηγική. Ο εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων συνεχίζεται χωρίς διακοπή και σε διπλωματικό επίπεδο η επιλογή της ουσιαστικής επικοινωνίας με την άλλη πλευρά του Αιγαίου παραμένει θεμελιώδης. Αν δεν βρήκαν χώρο στην αμερικανοτουρκική ατζέντα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι το τρίγωνο Αθήνας-Ουάσινγκτον-Αγκυρας δεν υφίσταται πλέον, αλλά ότι οι προτεραιότητες της δεύτερης είναι άλλες στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις εξακολουθούν να έχουν μεγάλη σημασία. Σε αυτό το πλαίσιο, αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να ενισχύεται συνεχώς είναι η συνεργασία με το Ισραήλ στον αμυντικό τομέα και ιδιαίτερα στον τομέα της μεταφοράς τεχνογνωσίας και των συμπαραγωγών. Αυτό είναι και το πιο ευαίσθητο πολιτικά, εξαιτίας της κατάστασης στη Γάζα, η οποία, ενώ δεν συνιστά γενοκτονία –κάποιοι άκριτα σπεύδουν να σχετικοποιούν κρίσιμες έννοιες–, είναι προφανώς απαράδεκτη από ανθρωπιστικής πλευράς και δεν απέχει από τον ορισμό κάποιων εγκλημάτων πολέμου.
Σε μια εποχή που, περισσότερο από ό,τι στην πρόσφατη Ιστορία, η σημασία των διεθνών θεσμών υποχωρεί, η Αθήνα δεν έχει την πολυτέλεια άλλων επιλογών πέρα από αυτές που ενισχύουν την ασφάλειά της και τη θέση της στον περιφερειακό καταμερισμό ισχύος.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
