Η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο που αλλάζει
Η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο που αλλάζει
Εκπληξη ή μη, η μαζική επίθεση στο έδαφος του Ιράν και η ξεκάθαρη βούληση του Ισραήλ να αποκαθηλώσει το καθεστώς της Τεχεράνης ανατρέπει άρδην τις ήδη διαταραγμένες ισορροπίες στην Μέση Ανατολή, επιφέροντας παραλλήλως ανατροπές στην ευρύτερη περιοχή και ειδικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι δύο παλαιοί εχθροί πολεμούν πλέον απευθείας- και όχι δι’ αντιπροσώπων όπως συνήθιζαν- και αν κανείς αναζητεί μέσα στο χάος μια βεβαιότητα, αυτή είναι ότι στο τέλος της σύγκρουσης ο κόσμος θα είναι παντελώς διαφορετικός σε σχέση με όσα γνωρίζαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, με το τόξο της ρήξης που ξεκινά από τη βορειοανατολική Ευρώπη και καταλήγει στην υποσαχάρια Αφρική να επεκτείνεται όλο και περισσότερο, φέρνει και την Ελλάδα –τόσο μεμονωμένα όσο και ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ– ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων, καθώς οι εξελίξεις επηρεάζουν ευθέως και το δικό της σύστημα ασφαλείας. Για την Αθήνα και τους εταίρους της πολλά συναρτώνται με το ρόλο που θα επιλέξουν την επόμενη περίοδο να διαδραματίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τόσο στη Μέση Ανατολή, αλλά και ειδικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο –και αυτό ανεξαρτήτως του ποια θα είναι η έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ – Ιράν.
Για τους Αμερικανούς δεν θα είναι εύκολο να απεμπλακούν πλήρως από την περιοχή και να στραφούν κατά κύριο λόγο στον Ινδο-ειρηνικό προκειμένου να αντιμετωπίσουν την Κίνα ως στρατηγικό αντίπαλο. Ακόμα και αν το Ισραήλ επιβληθεί κατά κράτος έναντι των αντιπάλων του, επεκτείνοντας τον δικό του ζωτικό χώρο προς την ανατολή, η παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, λιγότερο ή περισσότερο ενεργή, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η ρευστότητα, όμως, που θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει την ευρύτερη περιοχή μεσοπρόθεσμα, καθιστά την Ανατολική Μεσόγειο ακόμα πιο κομβική για τη Δύση, ως μια δεύτερη γραμμή άμυνας πίσω από την κινούμενη άμμο της Μέσης Ανατολής.
Σε αυτό το τοπίο πρώτα η Ελλάδα και σε δεύτερο βαθμό η Κύπρος θα κληθούν να διαδραματίσουν συγκεκριμένο ρόλο, είτε κατά μόνας είτε στα συνεργατικά σχήματα στα οποία συμμετέχουν, με πλέον ισχυρό το 3+1 μαζί με το Ισραήλ υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Εξ ου και η Αθήνα, ανεξαρτήτως των φωνών στο εσωτερικό, αλλά και της μελλοντικής εναλλαγής των κυβερνήσεων στην εξουσία, θα πρέπει να αποδεχθεί ότι αφενός απαιτείται η επέκταση της στρατηγικής συνεργασίας της με το Τελ Αβίβ, αφετέρου η ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε περίπτωση, δε, ειρήνευσης με ένα κυρίαρχο Ισραήλ στη Μέση Ανατολή και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να προωθούν μέσω των Συμφωνιών του Αβραάμ τον διάδρομο IMEC για τη σύνδεση της Ινδίας με τη Δύση, τότε Ελλάδα και Κύπρος θα αποκομίσουν χειροπιαστά κέρδη σε πολλαπλά, μάλιστα, επίπεδα: γεωπολιτικά, εμπορικά, οικονομικά και ενεργειακά. Ειδικά στον τομέα της ενέργειας, για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η Ελλάδα έχει ήδη επί χάρτου σειρά σχεδίων, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση με Κύπρο- Ισραήλ, το καλώδιο Gregy με την Αίγυπτο, αλλά και περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Πρέπει, όμως, να δείξει και την απαραίτητη βούληση υλοποίησης.
Παραλλήλως, οι ραγδαίες εξελίξεις επιτείνουν την ανάγκη αφύπνισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά όσον αφορά το πολυπόθητο εγχείρημα της ευρωπαϊκής αυτονομίας. Γενικότερα, εν μέσω των αλλεπάλληλων πολεμικών μετώπων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα ζητήματα της άμυνας θα κυριαρχήσουν στη διεθνή ατζέντα, ενώ στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η αμερικανική προτροπή για αύξηση των εθνικών δαπανών για εξοπλισμούς και υποδομές στο 5%.
Εξ ανάγκης και παρά το γεγονός ότι είναι από τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας που δαπανούν τους απαιτούμενους εθνικούς πόρους για την άμυνα, η Ελλάδα εκτός από τις αγορές όπλων θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη εγχώριας παραγωγής, όσο και αν αυτό σήμερα μοιάζει σχεδόν ανέφικτο. Μια ματιά στο που βρισκόταν πριν από 20 χρόνια και που είναι σήμερα η τουρκική βιομηχανία όπλων αρκεί. Αν οι αμυντικές απαιτήσεις της χώρας συνεχίσουν να αυξάνονται, τότε είτε θα πρέπει να αυξάνονται αναλόγως και οι δαπάνες επί του προϋπολογισμού ή έστω μέρος του κενού να καλυφθεί εσωτερικά. Πρόκειται για το απόλυτο αιτούμενο της σύγχρονης συγκυρίας –για να υλοποιηθεί όμως θα πρέπει να υπάρξει σύμπνοια εντός του πολιτικού συστήματος.
Το μεγάλο ερωτηματικό, όμως, για την ελληνική διπλωματία είναι ξανά η Τουρκία. Σαφώς ενδυναμωμένη από τις περιφερειακές εξελίξεις, ελέγχοντας εν μέρει τη Συρία, κατέχοντας το 36% της Κύπρου, εμπλεκόμενη στα μέτωπα από τον Καύκασο ως τη Λιβύη, αλλά και απαραίτητη για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, καθώς και τη διαδικασία της αμυντικής αυτονομίας, η Άγκυρα διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, προφανώς σε βάρος των ελληνικών και των κυπριακών συμφερόντων.
Όμως, πόσο ανταγωνιστική μπορεί να είναι, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, η σχέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, με τη δεδομένη ανισορροπία που υπάρχει στα μεγέθη της οικονομίας, της δημογραφίας και εν γένει της γεωπολιτικής επιρροής; Και από την άλλη πλευρά, πόσο διαλλακτική μπορεί να είναι η Αθήνα έναντι των όλο και αυξανόμενων απαιτήσεων και των επί του πεδίου παρεμβάσεων της Αγκυρας και ποιο είναι το όριο θραύσης του τουρκικού αναθεωρητισμού; Αρκούν οι συμμαχίες, όπως για παράδειγμα αυτή με το Ισραήλ, για την αποτροπή του νέο-οθωμανικού οράματος του Ερντογάν; Πρόκειται για μια άσκηση εξαιρετικά λεπτής και επικίνδυνης ισορροπίας εν μέσω ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
