1038
| Creative Protagon

Αντίλογος: Γιατί τόσες αλλαγές εκλογικού νόμου;

|Creative Protagon

Αντίλογος: Γιατί τόσες αλλαγές εκλογικού νόμου;

Με την έναρξη μιας (ακαδημαϊκής) χρονιάς, που μπορεί να είναι είτε εκλογική είτε προεκλογική, να πλησιάζει, εμφανίστηκαν, ξανά, και τα πρώτα δημοσιεύματα που αναφέρονται ή πιθανολογούν την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Τα δημοσιεύματα αυτά επικαλούνται πηγές κοντά στην κυβέρνηση που συμβουλεύουν σχετικά τον Πρωθυπουργό.

Σε απολύτως κανένα από τα δημοσιεύματα, ουδείς από τους υποστηρικτές της αλλαγής εμφανίζεται να θεωρεί ότι ο σημερινός νόμος έχει πρόβλημα. Το πρόβλημα προκύπτει αποκλειστικά από τους πολιτικούς συσχετισμούς. Η κυβέρνηση κινείται σε ποσοστά περί το 30%, τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι επιθετικά απέναντί της και δεν δείχνουν διάθεση μετεκλογικής συνεργασίας, επίσης αρκετά κόμματα δείχνουν ότι έχουν δυναμική να συγκεντρώσουν το 3% και να μπουν στην επόμενη βουλή. Όλα αυτά, σπρώχνουν την δυνητική κοινοβουλευτική δύναμη της Νέας Δημοκρατίας, κάτω από τις 120 έδρες. 

Πράγματι, τα παραπάνω ισχύουν. Θα μπορούσε κανείς να αντιπαρατάξει διάφορες παραμέτρους, αλλά σε γενικές γραμμές ισχύουν. Λοιπόν; Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να βελτιώσει τις επιδόσεις της ή να αλλάξει κατεύθυνση, ώστε να ανεβάσει τα ποσοστά της, να επανεξετάσει τις σχέσεις της με επιλεγμένα κόμματα της αντιπολίτευσης, προκειμένου να δημιουργήσει δυνατότητες συνεργασίας, αλλά όχι ότι δικαιούται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Ειδικά έναν εκλογικό νόμο τον οποίον ψήφισε η ίδια και για τον οποίον κανείς δεν έχει ισχυριστεί ότι δεν λειτουργεί.

Το να αλλάζει ο εκλογικός νόμος ασταμάτητα, κατά τις βουλές της εκάστοτε κυβέρνησης, είναι μια εντελώς ελληνική συνήθεια και αποτελεί μείζονα παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Πουθενά αλλού στον κόσμο τα εκλογικά συστήματα δεν αλλάζουν κάθε τόσο και αυτό είναι ένα δείγμα ποιότητας της δημοκρατίας. Είναι η  ύπαρξη σταθερών κανόνων. Στη Γαλλία, που είναι από τις κατά τεκμήριο πιο «ανήσυχες» πολιτικά κοινωνίες, από το 1958 που εγκαθιδρύθηκε η 5η Δημοκρατία της, το εκλογικό σύστημα έχει «πειραχτεί» μία φορά όλη κι όλη, χωρίς να αλλάξει η γενική του κατεύθυνση: το 1986, με διακομματική συναίνεση, προκειμένου να εμποδιστεί η εκλογή βουλευτών του Λεπέν. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή η μία και μόνη ευκαιριακή αλλαγή των κανόνων πλήγωσε τη γαλλική δημοκρατία, χωρίς να ανακόψει την Ακροδεξιά. Στη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά ακόμα και σε χώρες πιο κοντινές στην πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, τα εκλογικά συστήματα παραμένουν απαράλλακτα, ανεξάρτητα από δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν. Και μόνο η Ιταλια πειραματίστηκε για ένα μικρό διάστημα με τους εκλογικούς της νόμους, όταν όμως το πολιτικό της σύστημα κατέρρευσε εντελώς από τα σκάνδαλα διαφθοράς.

Τα εκλογικά συστήματα δεν αλλάζουν γιατί αποτελούν τον κανόνα του παιχνιδιού. Και ένα παιχνίδι στο οποίο οι κανόνες αλλάζουν κάθε τόσο για να προσαρμοστούν σε τυχόν βραχυπρόθεσμες ανάγκες, είναι φαιδρό. Σκεφτείτε η παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου να απαγόρευε τις κεφαλιές επειδή είχε βγει μια φουρνιά πολύ ψηλών επιθετικοί που οι αμυντικοί δεν μπορούσαν να τους ανακόψουν και λίγα χρόνια μετά να επανέφερε τις κεφαλιές αλλά να απαγόρευε τα πολύ δυνατά σουτ. 

Στην Ελλάδα αποτελεί σπάνιο φαινόμενο μια κυβέρνηση να μην αλλάξει τον εκλογικό νόμο κατά τη διάρκεια μιας τετραετίας. Η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή έφτιαξε έναν δικό της εκλογικό νόμο, οι δύο πρώτες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ παρουσίασαν δύο διαφορετικούς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον δικό της. Το 2004, το 2008, το 2016 και το 2020 ψηφίστηκαν νέοι νόμοι και καταργήθηκαν οι προηγούμενοι. Όσο για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, αυτές γίνονται από το 2002 και μετά, κάθε φορά, με διαφορετικό τρόπο. Η ρύθμιση που έγινε και προβλέπει κάθε εκλογικός νόμος να ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, ώστε να αποθαρρύνονται οι κυβερνήσεις να νομοθετούν με βραχυπρόθεσμη στόχευση, παρήγαγε γκροτέσκα αποτελέσματα, καθώς πλέον τα κόμματα απλά ξοδεύουν μία εκλογική αναμέτρηση για να φτάσουν στο επιθυμητό εκλογικό σύστημα. Τον Μάιο του 2023, για πρώτη φορά, ψηφίζαμε με γνώση ότι θα ακολουθήσουν δεύτερες εκλογές και τα σενάρια για νέα αλλαγή εκλογικού νόμου συνδέονται επίσης με κάποια -πραγματική ή υποτιθέμενη- «στρατηγική διπλών εκλογών».

Με αυτόν τον τρόπο είναι προφανές ότι δεν αναπτύσσεται καμία σχέση εμπιστοσύνης με το πολιτικό σύστημα. Η σχέση παραμένει πελατειακή, ανορθολογική και στερημένη από νομιμοποιητική βάση λαϊκής κυριαρχίας. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, η κυβέρνηση να επικαλείται ως πρόβλημα του πολιτικού συστήματος την παρουσία στη Βουλή περιθωριακών κομμάτων και να αλλάζει τον εκλογικό νόμο για να τα παρεμποδίσει. Το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο. Σε ένα πολιτικό σύστημα που αυτοδιακωμωδείται αλλάζοντας κανόνες κατά το δοκούν, οι άνθρωποι απομακρύνονται από την πολιτική ψήφο και στρέφονται ευκολότερα στη Νίκη, τους Σπαρτιάτες ή παλιότερα τον Λεβέντη.

Οι εκλογικοί νόμοι οφείλουν να αποτυπώνουν πραγματικούς συσχετισμούς. Ακόμα και τα σκληρά πλειοψηφικά συστήματα, όπως αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, αυτό κάνουν, έστω τοπικά. Οι περιορισμοί που τίθενται οφείλουν να είναι αυστηρά οριοθετημένοι κι ακριβείς. Στη Γερμανία, το 5% τέθηκε για να εμποδιστεί η παρουσία νεοναζιστικών κομμάτων στη Βουλή μεταπολεμικά. Στην Ελλάδα, το 3% τέθηκε με διακομματική συμφωνία, για να εμποδιστεί η παρουσία στη Βουλή κομμάτων που αναφέρονται σε άλλη χώρα –η εμπειρία δείχνει ότι αυτό θα μπορούσε να εξασφαλιστεί και με όριο στο 2%. Δεν μπορεί να μπαίνει όριο με κριτήριο να μην υπάρχουν πολλά κόμματα στη Βουλή -αυτό το όριο μόνο οι ψηφοφόροι μπορούν να θέσουν.

Τέλος, δεν μπορεί μια κυβέρνηση να ζητά να κατέβει το όριο της αυτοδυναμίας στη δική της ζώνη επιρροής. Από τη Μεταπολίτευση και μετά, η κυβέρνηση με το μικρότερο εκλογικό ποσοστό ήταν αυτή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τον Σεπτέμβρη του 2015, που με το ζόρι περνούσε σε άθροισμα το 39%. Με τα σημερινά δεδομένα η αυτοδυναμία θα μπορούσε να κατεβεί και στο 38% ή και λίγο πιο κάτω. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα το ποσοστό της αυτοδυναμίας δεν βρίσκεται πιο χαμηλά από εκεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτό θα δημιουργούσε μια έντονα νοσηρή σχέση ανάμεσα στην πολιτεία και τους πολίτες.

Η Ελλάδα είχε έναν εκλογικό νόμο που λειτούργησε μάλλον ικανοποιητικά για αρκετές εκλογές από το 1993 και μετά. Με εξαίρεση την εντελώς αποτυχημένη απόπειρα εφαρμογής ενός συστήματος που πλησίαζε την απλή αναλογική το 2023, οι αλλαγές που έγιναν μετά το 2008 ήταν σχεδόν πάντα με γνώμονα τις ανάγκες τις εκάστοτε κυβέρνησης. Πρέπει σήμερα κάθε σχετική συζήτηση να σταματήσει ή να αποκτήσει οικουμενικά χαρακτηριστικά, ώστε να επιλεγεί ένα σύστημα που να διασφαλίζει ταυτόχρονα εκπροσώπηση και κυβερνησιμότητα (για παράδειγμα ένα γερμανικό σύστημα διπλής κάλπης) με γενική συμφωνία.

Η κουβέντα όμως η οποία ανοίγει για να ψηφιστεί ένας εκλογικός νόμος που να «επιδιορθώνει» την κυβερνητική φθορά, κινδυνεύει να έχει άλλα αποτελέσματα. Να δημιουργήσει μια αίσθηση σχετικότητας των κανόνων, που στην πράξη θα ενισχύει τους φορείς της ιδέας ότι οι κανόνες είναι περιττή πολυτέλεια.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...