1598
|

Μίλτος Πασχαλίδης: «Με τον Άλκη είχαμε εκκρεμότητες»

Γιώργος Μυζάλης Γιώργος Μυζάλης 16 Φεβρουαρίου 2014, 00:00

Μίλτος Πασχαλίδης: «Με τον Άλκη είχαμε εκκρεμότητες»

Γιώργος Μυζάλης Γιώργος Μυζάλης 16 Φεβρουαρίου 2014, 00:00

Αγόρασα το καινούργιο βιβλίο του Μίλτου Πασχαλίδη για τον Άλκη Αλκαίο, με τίτλο «Αγύριστο κεφάλι». Ένα απόγευμα μιας δύσκολης και κουραστικής μέρας, λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του. Γύρισα στο σπίτι αργά, ξάπλωσα και το πήρα στα χέρια μου, μόνο και μόνο για να πάρω την πρώτη αίσθηση. Θα το διάβαζα τις επόμενες μέρες με την ησυχία μου. Τουλάχιστον, έτσι το είχα στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να το αφήσω. Έσβησα και άναψα το φως δυο φορές. Μόλις το άφηνα στο κομοδίνο με «καλούσε» να το ξαναπιάσω. Με συγκίνησε. Και το τελείωσα το ίδιο πρώτο βράδυ. Διάβασα και το κείμενο του κυρίου Μαλανδράκη, εδώ στο protagon. Αποφάσισα να τηλεφωνήσω στο Μίλτο για μια συνέντευξη σε σχέση με το βιβλίο και ιδού. Παράλληλα, μιλήσαμε λίγο στο τέλος της κουβέντας μας για την συναυλία της Δευτέρας (17/2) στο θέατρο Badminton με την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας Βόλου και το Γιώργο Νταλάρα.

Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να γράψεις ένα βιβλίο για τον Άλκη Αλκαίο;
Με ώθησε κυρίως το ότι ο Άλκης Αλκαίος, ή Βαγγέλης Λιάρος, ήταν ένας αόρατος στιχουργός. Όχι, δηλαδή, μόνο το ότι ήταν φίλος μου. Δεν γράφω βιβλία για όλους τους φίλους μου που «φεύγουν». Δεν ήταν αυτή η ιδέα. Η ιδέα ήταν: ήταν φίλος μου, έφυγε, μένουν τα τραγούδια του όπως θα ήθελε, αλλά σχεδόν κανείς δεν ξέρει τίποτα για εκείνον. Έναν άνθρωπο, ο οποίος -κατά τη γνώμη μου- μαζί με τον Μάνο Ελευθερίου είναι εκείνοι που άλλαξαν τη στιχουργία. Ο Μάνος Ελευθερίου από τη δεκαετία του 1960 και ο Άλκης Αλκαίος από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Οι δυο σπουδαιότεροι -κατ’ εμέ – στιχουργοί των τελευταίων πενήντα χρόνων.

Αυτό που συχνά αναφέρεις μέσα στο βιβλίο, είναι αυτή διάκριση μεταξύ της ιστορίας όπως τη θυμάσαι, και όπως μπορεί να έχει συμβεί. Αυτή η αντιδιαστολή. Ότι τα γεγονότα έχουν μεγαλύτερη ουσία όπως τα θυμόμαστε, παρά όπως έχουν συμβεί ακριβώς. Κι ας εξωραΐζονται λιγάκι. Αυτό το υποστηρίζει η επιστήμη της ψυχολογίας και μου το έχει επισημάνει και ο Δημήτρης Αποστολάκης σε μια συνέντευξη: σημασία έχει να δημιουργήσεις μια συγκινητική αφήγηση.
Εγώ το γράφω μέσα και επί λέξει: ποτέ δεν πρέπει να αφήνεις την αλήθεια να σου χαλάει μια καλή ιστορία. Γιατί, αν περιγράψεις κάτι με χειρουργική ακρίβεια, πιθανόν να είναι μια λιγότερο καλή ιστορία. Είναι αυτό που μας λέγανε στο δημοτικό: παιδάκι μου πες το με τα δικά σου λόγια.

Με αφορμή εκείνο το φοβερό περιστατικό στη Ρόδο έτυχε να γνωριστείτε με τον Άλκη Αλκαίο. Πιστεύεις ότι θα τον γνώριζες, έτσι κι αλλιώς, κάποια στιγμή;
Δεν ξέρω αν θα τον γνώριζα προσωπικά. Δεν ξέρω γιατί ο Άλκης δεν έβλεπε πολύ κόσμο. Το σπίτι του, βεβαίως, ήταν ανοιχτό. Ήταν ανοιχτόκαρδος, γενναιόδωρος, φιλικός, ευγενής, αλλά είχε μια δυσκολία να συναντηθεί με πολλά πρόσωπα. Για αυτό και δεν έβγαινε από το σπίτι, λόγω της κατάστασης της υγείας του. Εδώ, δεν τον γνώρισε ποτέ ο Μαυρουδής.

Δεν συναντήθηκαν ποτέ;
Ποτέ, ποτέ. Δεν τον γνώρισε ποτέ ο Μαυρουδής δια ζώσης.

Φοβερό. Και έχουν γράψει ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του Αλκαίου μαζί.
Βεβαίως. Και ένα από τα πιο σπουδαία τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, το «Πρωινό τσιγάρο». Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Το «Εμπάργκο» ήταν μια ποιητική συλλογή. Εγώ δεν έχω κανένα αντίτυπο. Ο Θάνος (Μικρούτσικος) πρέπει να έχει ένα κι έχει κι ο αδερφός του στην Πάργα. Η ποιητική συλλογή αυτή είχε και άλλα ποιήματα μέσα, εκτός από εκείνα που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος στον ομώνυμο δίσκο. Το «Πρωινό Τσιγάρο» ήταν ένα από αυτά. Από εκεί το πήρε ο Μαυρουδής και, στην πραγματικότητα, πήρε την άδεια από το Θάνο για να το κάνει. Ο Άλκης δεν ήθελε καθόλου. Όχι δεν ήθελε το Μαυρουδή -δεν ήθελε κανέναν. Το συγκεκριμένο ποίημα το είχε φτιάξει για να το κάνει ο Λοΐζος. Από τη στιγμή που πέθανε ο Λοΐζος, δεν ήθελε να το κάνει κανένας. Ούτε ο Θάνος. Σε κανέναν δεν ήθελε να το δώσει. Και ο Θάνος «πάτησε πόδι». Και του είπε «είσαι με τα καλά σου;». Γιατί ο Μαυρουδής το είχε μελοποιήσει και του το πήγε. Και του είπε ο Θάνος ότι «έχει βάλει μουσική σε ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχεις γράψει ποτέ. Είναι δυνατόν να μην το κάνεις; Δηλαδή, ο Θάνος τον παρακινούσε να ανοίξει το πεδίο των συνεργασιών του, πρώτα με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τους συν αυτώ, δηλαδή τον Κροκίδη, και μετά με εμένα.

Πόσο καιρό σου πήρε η συγγραφή του βιβλίου;
Ένα χρόνο.

Γράφοντας συστηματικά ή πιάνοντας και αφήνοντας;
Αν σκεφτείς ότι, από τις 365 μέρες που έχει ο χρόνος, τις 150 ταξιδεύω, τις υπόλοιπες συστηματικά, ναι.

Και δεν είναι φοβερό που, αυτό που εσένα σου πήρε ένα χρόνο να ετοιμάσεις, το διαβάζει κανείς σε ένα απόγευμα; Γιατί με όποιον και αν έχω μιλήσει, μου λέει ότι, το διάβασε «μονορούφι». Χωρίς σταματημό.
Ναι, ναι. Κι εμένα αυτό που μου έχει κάνει μεγάλη χαρά είναι ότι όσοι με έχουνε πάρει, είτε φίλοι μου, είτε γνωστοί μου, είτε επώνυμοι, είτε μηνύματα που λαμβάνω στο mail μου, εστιάζουν σε ένα πράγμα: όλοι έχουν συγκινηθεί. Και αυτό, παρότι δεν ήταν ο στόχος μου, δεν είχα την πρόθεση να συγκινήσω κανέναν, με κάνει πολύ χαρούμενο. Αυτό σημαίνει ότι το κείμενό μου διείσδυσε μέσα τους. Δηλαδή, δε με πήρε κανένας να μου πει «ρε μπαγάσα τι ωραία που γράφεις». Οι περισσότεροι μού είπαν ή «δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου» ή «με συγκίνησες πολύ». Και αυτό ήταν για μένα η πληρωμή.

Δεν είχες στόχο να συγκινήσεις, γράφοντας. Συγκινήθηκες ο ίδιος, όμως;
Εγώ ανακουφίστηκα, δεν συγκινήθηκα. Ανακουφίστηκα γιατί, όπως βλέπεις, με τον Άλκη είχαμε εκκρεμότητες. Οι οποίες θα μείνουν για πάντα εκκρεμότητες. Και αυτό ήταν ένα πράγμα, το οποίο, όταν πέθανε, με συνέτριψε. Πέρα από την απουσία του ίδιου και την απώλεια του προσώπου. Με συνέτριψε και το γεγονός ότι είχαμε πράγματα να δημιουργήσουμε. Πράγματα που είχαμε τάξει ο ένας στον άλλον και δεν προλάβαμε. Αυτό το πράγμα, το «ασυγχώρητο του θανάτου» που λέει και η Κική Δημουλά. Αυτός που εφηύρε το θάνατο είναι ασυγχώρητος.

Θα τον χαρακτήριζες πολιτικό;
Εκατό τοις εκατό. Από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

Υπάρχει και ένα σημείο στο βιβλίο που αναφέρεις ότι τον «έκαιγε» πάρα πολύ η αντίδραση του κόσμου, η κάθοδος στους δρόμους.
Πάρα πολύ. Και όσο πιο ανήμπορος ήταν ο ίδιος, γιατί δε μπορούσε να βγει έξω, τόσο πιο εγκλωβισμένος αισθανόταν. Δεν είναι τυχαίο ότι συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση στη Χούντα. Ενεργά συμμετείχε, σωματικά. Ήτανε σε ομάδες αντιφασιστών που βοηθούσανε από τα μετόπισθεν τις διάφορες οργανώσεις. Συμμετείχε, μάλιστα, στην απόπειρα φυγάδευσης του Στάθη Παναγούλη στην Ιταλία. Ο Άλκης ήταν κομμουνιστής, δεν ήταν απλά πολιτικός.

Έχετε αφήσει έναν δίσκο σε εκκρεμότητα, όπως αναφέρεις και στο βιβλίο. Θα είναι ο επόμενός σου δίσκος;
Θα τον κάνω. Δεν ξέρω αν θα είναι ο επόμενός μου. Σίγουρα θα τον κάνω, όμως. Και θα τον κάνω σύντομα. Δεν θα τον κάνω στις καλένδες, δηλαδή μετά από δέκα χρόνια. Είναι ένα σχέδιο που το έχω για σύντομα. Τώρα, βέβαια, εγώ δεν βγάζω και πολύ συχνά δίσκους. Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι ο επόμενος δίσκος θα είναι Αλκαίος, γιατί αυτό το βιβλίο είναι ήδη μια εργασία, μια κατάθεσή μου για τον Άλκη. Είναι βιβλίο και cd, έχει μέσα μερικά καινούργια τραγούδια. Νομίζω, λοιπόν, ότι η μεθεπόμενη εργασία θα είναι αυτός ο δίσκος. Αυτός είναι ο στόχος.

Ο Ράινε Μαρία Ρίλκε, στα «Γράμματα σε ένα νέο ποιητή», έλεγε πως το χειρότερο πράγμα που συνέβη ποτέ στην τέχνη είναι η κριτική. Συμμερίζεσαι αυτή την άποψη; Σου έχει τύχει να διαβάσεις αποθεωτική κριτική μιας βραδιάς που, κατά τη γνώμη σου, δεν ήταν καλή και το αντίθετο; 
Να το πάμε καλύτερα στους δίσκους, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν έχω διαβάσει κακές κριτικές ή δυσάρεστες για συναυλίες μου ή παραστάσεις μου. Για τους δίσκους όμως, μπορώ να σου πω ότι, έχω διαβάσει διθυράμβους για πράγματα που μέσα μου δεν είχα σπουδαιολογήσει και έχω διαβάσει και λίβελους απέναντι σε πράγματα που έχω φτιάξει και τα αγαπώ πολύ. Το ένα με στεναχωρεί ένα λεπτό και το άλλο με χαροποιεί ένα λεπτό. Και τα δύο μου συμβαίνουν. Όταν διαβάζω κάτι αρνητικό για κάτι που έχω φτιάξει με αγάπη και μεράκι, είτε είναι ελαφρώς αρνητική κριτική, είτε είναι σφοδρά αρνητική κριτική, άνθρωπος είμαι, με στεναχωρεί λιγάκι, δεν χαίρομαι. Αλλά το αφήνω να με επηρεάζει για -ένα λεπτό είναι λίγο- καμιά ώρα, ξέρω εγώ. Το ίδιο και όταν διαβάζω κάτι αποθεωτικό. Για καμιά ώρα χαίρομαι. Μετά δεν μου αλλάζει κάτι.

Ας έρθουμε τώρα και σε αυτό που συμβαίνει εδώ, σε αυτή τη συναυλία της Δευτέρας στο Badminton. Με την Εστουδιαντίνα δεν έχεις συνεργαστεί ποτέ.
Όχι και πάντοτε ήθελα να παίξω. Κατάγομαι και εγώ, μουσικά, από μια τέτοια κολεκτίβα, από τους Χαΐνηδες. Εντάξει, οι Χαΐνηδες ήμασταν λίγο πιο αναρχικοί από ό,τι η Εστουδιαντίνα, αλλά έχουμε κοινή καταγωγή. Παίζουμε παραδοσιακά πράγματα με έναν τρόπο που, υπηρετεί από τη μία μεριά την παράδοση, αλλά από την άλλη μεριά την πάει και ένα βήμα πιο μπροστά. Φτιάχνουν και δημοτικοφανή δικά τους πράγματα, τα εξελίσσουν, είναι νέοι άνθρωποι, ξεπερνούν το στερεότυπο του γέρου με τη λύρα ή το σαντούρι, είναι συνομήλικοί μου. Με τους Χαΐνηδες, όταν ξεκινήσαμε, ήμασταν είκοσι χρονών πιτσιρίκια. Όλο αυτό είναι ένα πράγμα που με γοητεύει πολύ. Ήθελα πολύ να παίξω με την Εστουδιαντίνα και, όταν μου το προτείνανε, είπα, ασμένως, ναι. Ούτε με το Νταλάρα έχω ξανασυνεργαστεί.

Αυτή ήταν η επόμενη ερώτησή μου.
Έχουμε μια ευγενική, τυπική, καλή σχέση εδώ και είκοσι χρόνια, όποτε συναντιόμαστε, αλλά δεν έχει τύχει να παίξουμε παρέα. Κι αυτό ήταν, επίσης, ένα δέλεαρ. Και περιέργεια είχα να τον γνωρίσω από κοντά στην εργασία, αλλά και… η κοινοτυπία «έχω μεγαλώσει με τα τραγούδια του» βρίσκει τη μεγαλοπρεπέστερη έκφρασή της στο Νταλάρα. Η γενιά μου με το Νταλάρα και το Βασίλη μεγαλώσαμε. Με το Βασίλη είμαστε συνεργάτες εδώ και δεκαπέντε χρόνια και πλέον εγκάρδιοι φίλοι. Ήθελα, λοιπόν, πολύ να γνωρίσω και τον Γιώργο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News