1548
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Μούρεσι του Πηλίου | Αρχείο Διονύση Σαββόπουλου

Σαββόπουλος: Τρεις ιστορίες κι ένα όνειρο στο τέλος

Αργύρης Παπαστάθης Αργύρης Παπαστάθης 2 Νοεμβρίου 2025, 11:40
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Μούρεσι του Πηλίου
|Αρχείο Διονύση Σαββόπουλου

Σαββόπουλος: Τρεις ιστορίες κι ένα όνειρο στο τέλος

Αργύρης Παπαστάθης Αργύρης Παπαστάθης 2 Νοεμβρίου 2025, 11:40

Γνώρισα τον Διονύση Σαββόπουλο όταν ήμουν παιδί. «Τι πρωτότυπο!», θα πείτε, «και τι μας νοιάζει εμάς;». Και θα έχετε δίκιο.

Διαβάζοντας ωστόσο κείμενα ανθρώπων που τον έζησαν και έγραψαν άγνωστες ιστορίες από τη σχέση μαζί του, ανακάλυψα πόσο διψούσα να μαζέψω από τις αναμνήσεις τους μερικές ακόμη ψηφίδες για όσα υπήρξε ο Διονύσης. Αρα ίσως και άλλοι να νιώθουν το ίδιο με εμένα. Παρότι συμπληρώνουμε σε λίγο δύο βδομάδες από τον θάνατό του, οι συζητήσεις δεν λένε να κοπάσουν. 

Ο Σαββόπουλος σε νεανική ηλικία (Αρχείο ΔΣ)

Έτσι, βρήκα το θάρρος να αφηγηθώ τρεις ιστορίες από τη σχέση του Διονύση και της Ασπας με τον Λάκη, την Υβόννη και τον μικρό Αργύρη:

Ιστορία πρώτη

Δεκαετία 1970. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο. Ο Σαββόπουλος και ο πατέρας μου, ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης, γνωρίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας, μέσα στη χούντα, και συνεργάστηκαν για πρώτη φορά για τη μουσική παράσταση «Θίασος Σκιών» στο Κύτταρο. Ο Σαββόπουλος τραγουδούσε ήδη εκείνη την εποχή το θρυλικό «Ζεϊμπέκικο» (Μ´ αεροπλάνα και βαπόρια). Πριν το τραγουδήσει δηλαδή με τη Μπέλλου.

Μια μέρα κάλεσε και τους δύο, Σαββόπουλο και Παπαστάθη, ο λογοκριτής της χούντας. «Τι λέει εδώ κ. Σαββόπουλε; “Σ´αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί”; Δηλαδή μας λέτε ότι δεν έχουμε καθαρά φουρνάρικα;». Άντε να του εξηγούν τι σημαίνει ποιητικός λόγος. Άδικος κόπος. Με την αλλαγή μιας λέξης όμως, το τραγούδι πέρασε από τη λογοκρισία. Εγκρίθηκε.

Ο πατέρας μου, διηγούμενος αυτή την ιστορία έλεγε για χρόνια στον Σαββόπουλο μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι «το φασιστόμουτρο της χούντας» έκανε χωρίς να το θέλει ακόμη καλύτερο αυτό το αστρικό τραγούδι. Γιατί το «σ’ αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί» είναι οικουμενικό. Ενώ πριν την αλλαγή που αναγκάστηκε να κάνει ο Σαββόπουλος, για να περάσει το «Ζεϊμπέκικο» από τη λογοκρισία, ο στίχος έλεγε «σ’ αυτό τον τόπο». Ο Διονύσης, σβήνοντας ένα τσιγάρο Oscar από το οποίο είχε καπνίσει μόλις δύο τζούρες, αντιδρούσε με το trademark ελαφρώς μακρόσυρτο «ναι…». Που για όσους τον ήξεραν δεν σήμαινε ακριβώς «ναι», σήμαινε «το σκέπτομαι, συνεχίζουμε να το συζητάμε»… Αν όμως η παύση μετά το  «ναι…» ήταν μεγάλη, μπορεί να σήμαινε και «όχι». Σιγά-σιγά τον μάθαινες τον κώδικα.

Το τραγούδι όμως αυτό τους ένωσε. Ο Παπαστάθης ήταν εκεί με την κάμερα όταν ηχογραφήθηκε δύο χρόνια μετά η πιο διάσημη εκδοχή του Ζεϊμπέκικου, αυτή με τη Σωτηρία Μπέλλου. Γύριζαν το μουσικό ντοκιμαντέρ «Χαίρω Πολύ Σαββοπουλος», την πρώτη εμφάνιση του τραγουδοποιού στην ελεύθερη τηλεόραση της Μεταπολίτευσης το 1975 (θα το βρείτε στο Ertflix). Εκεί υπάρχει μεταξύ άλλων και το βίντεο κλιπ του τραγουδιού «Είδα την Αννα κάποτε», ένα από τα πρώτα ελληνικά κλιπ με εφέ και εικόνες φτιαγμένες στην τρικέζα, στο οποίο πρωταγωνιστεί η μητέρα μου, η ηθοποιός Υβόννη Μαλτέζου.

1975, «Χαίρω Πολύ Σαββόπουλος». Πλάνα στην τρικέζα για το βίντεο κλιπ του τραγουδιού «Είδα την Αννα κάποτε». Η Υβόννη Μαλτέζου κινείται στο εικαστικό τοπίο που δημιουργούν οι πίνακες του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (από το βιβλίο της Κατερίνας Ευαγγελάκου, «Γενικό Πλάνο», για τον Λάκη Παπαστάθη)

Ένα χρόνο μετά, το 1976 οι γονείς μου έπαιζαν χαρτιά με μια παρέα σε ένα δυαράκι της Χαριλάου Τρικούπη όπου συζούσαν ως νεαρό ζευγάρι. Ο Νίκος και η Ηλέκτρα Λαπαθιώτη, στενοί τους φίλοι, τους είπαν ότι πωλούνται φτηνά σπίτια στο Πήλιο, σχεδόν εγκαταλελειμμένα, των αρχών του 20ου αιώνα. Παράτησαν τα χαρτιά, ταξίδεψαν όλη νύχτα με το αυτοκίνητο του Λαπαθιώτη και παζάρεψαν μισό-μισό ένα σπίτι στον Κισσό. Γυρίζοντας, το είπαν στην Ασπα και τον Διονύση και ανέβηκαν ξανά παρέα μετά από λίγες ημέρες.

Η οικογένεια Σαββόπουλου έκλεισε ένα παλιό σπίτι στο διπλανό χωριό, στο Μούρεσι, λίγο πιο ακριβό, αλλά και πάλι προσιτό. «Λάκη, ο τραγουδιστής βγάζει πιο πολλά από τον σκηνοθέτη» είπε ο Σαββόπουλος στον πατέρα μου για να μην αισθάνεται άσχημα. Μισοερειπωμένα ήταν βέβαια και τα δύο σπίτια. Ήθελαν πολλή δουλειά, η οποία έγινε σε βάθος χρόνων και ουσιαστικά ποτέ δεν τελείωσε.

Μούρεσι, 1979. Εικόνες από το ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Μαθιός Γιαμαλάκης στο σπίτι της οικογένειας Σαββόπουλου στο Πήλιο. Πρωταγωνιστούν: Σαββόπουλος, Ασπα, Κορνήλιος, Ρωμανός – ο μικρότερος, με το μπλε μπλουζάκι (YouTube/Kyklodioktos 3)

Στο σπίτι αυτό μεγάλωναν τα καλοκαίρια ο Κορνήλιος και ο Ρωμανός (τα δύο παιδιά της Ασπας και του Διονύση) και εκεί έγραψε ο Σαββόπουλος δύο δίσκους, τα «Τραπεζάκια Εξω» (1983) και τον «Χρονοποιό» (1999), περνώντας στο Μούρεσι όλο τον χειμώνα. Και από το 1976 μέχρι το 2009 που το σπίτι τους κάηκε από βραχυκύκλωμα πέρασαν από εκεί και ενώθηκαν παρέες και φίλοι που έγραψαν ιστορία. Κυρίως χάρη στη φιλοξενία της Ασπας. Εγώ, που γεννήθηκα το 1978, θα έχω για πάντα την ανάμνηση των δυο τους στο Πήλιο. 

Ιστορία δεύτερη 

Δεκαετία 1990. Το 1997 ο Σαββόπουλος τραγουδούσε στη μουσική σκηνή «Μετρό» με κορμό τα κομμάτια του δίσκου «Ξενοδοχείο», που περιέχει τραγούδια μεγάλων ξένων συναδέλφων του, τα οποία απέδωσε στα ελληνικά με τον δικό του τρόπο. Ξεχωρίζει σε αυτό τον δίσκο το τραγούδι «Της Γιατρειάς το Ρίσκο», απόδοση του «The Healing Game» του Βαν Μόρισον, με τον Αργύρη Μπακιρτζή να τραγουδά τη δεύτερη φωνή. Αυτό το κομμάτι ήταν σαν συνέχεια του «Μικρού Μονομάχου» (1994), που μιλούσε για τη μοναξιά των 15άρηδων. Το 1997, μέσα από τα λόγια που είχε προσθέσει ο Σαββόπουλος πάνω στη μουσική του Βαν Μόρισον, έμοιαζε να απευθύνεται και πάλι στους νέους που αγωνιούν να βρουν έναν δρόμο:

«Δυνατά να σ’ ακούω, τ’ όνομά σου ν’ ακούω/ τη ψυχή σου να βρίσκω στης γιατρειάς της το ρίσκο.

»Ρίσκο η γιατρειά σου/ παίρνει τ’ όνομά σου/ παίζει την ωδή σου/ εν ονόματι σου».

Πήγα να τον δω λοιπόν στο «Μετρό» ως διαπρύσιος θαυμαστής και γενικώς της προσκολλήσεως. Ημουν κι εγώ ένα παιδί χαμένο εκείνη την εποχή, 19 ετών, που είχε πατώσει την πρώτη χρονιά στις Πανελλήνιες, σε ερωτική απογοήτευση και κυρίως… ατάλαντο! Το στήριγμα μου ήταν ο Φοίβος Δεληβοριάς που προσπαθούσε να μου μάθει μερικά ακόρντα στην κιθάρα και η παρέα των στενών του ανθρώπων: ο Δημήτρης Καράμπελας και η Μυρτώ Δεληβοριά. Τα τραγουδάκια όμως που σκάρωνα ήταν απαίσια, προσπαθώντας να μιμηθώ άτσαλα τον Σαββόπουλο ή τον Φοίβο, και έπρεπε επειγόντως να στρωθώ στο διάβασμα για να ξαναδώσω Πανελλήνιες.

Και φυσικά, πήγα και τα είπα όλα αυτά στον Σαββόπουλο. Μετά τη συναυλία μας ανέβασε, μια ομάδα νεαρών θαυμαστών, στο πατάρι του «Μετρό» να μας κεράσει ένα ποτό. Ημουν τυχερός και κάθισα δίπλα του. Με ρώτησε τι κάνω, αν ξεκίνησα να σπουδάζω, αν ασχολούμαι με την τέχνη. Και ξεφόρτωσα όλο μου το μπέρδεμα, λέγοντας ότι ουσιαστικά δε μου βγαίνει τίποτα από τα δύο. Ούτε καλλιτεχνικό, ούτε και κάτι άλλο που θα με οδηγήσει κάποτε σε ένα επάγγελμα.

Τότε προχώρησε σε έναν τρομερό μονόλογο από τον οποίο θαυμάμαι κάθε λέξη. «Κοίτα να δεις», μου λέει. «Υπάρχουν δύο ζωές. Η μικρή και η μεγάλη. Η μικρή ζωή είναι το επάγγελμα μας, αυτό από το οποίο ζούμε. Η μεγάλη ζωή είναι αυτό που αγαπάμε, το πάθος μας. Για άλλον είναι η μουσική, για άλλον η ζωγραφική για άλλον μπορεί να είναι τα χαρτιά ή ο Ολυμπιακός. 

» Εγώ και οι γονείς σου είμαστε τυχεροί γιατί η μεγάλη μας ζωή, η τέχνη μας, είναι ταυτόχρονα και η μικρή, αυτό από το οποίο ζούμε. Δεν είναι όμως όλοι έτσι. Πολλοί τα έχουν χωριστά αυτά τα δύο. Αν λοιπόν στερεώσεις τη μικρή ζωή, αν βρεις κάτι που θα σε ζει και με το οποίο θα στέκεσαι στα πόδια σου, θα μπορείς παράλληλα να απολαμβάνεις και αυτά που αγαπάς, όπως τα βιβλία και τη μουσική». Κάπως έτσι το ίνδαλμά μου με ξεμπλόκαρε, με συγχώρεσε που δεν είχα ταλέντο όπως εκείνος και κυρίως με κατάλαβε.

Ιστορία τρίτη

Δεκαετία 2020. Στις 8 Μαρτίου του 2023, στις 04.00 τα ξημερώματα, πέθανε ο πατέρας μου στο νοσοκομείο Γεννηματάς από καρκίνο. Με τον Διονύση μιλούσαν κάποιες φορές στο τηλέφωνο (ταλαιπωρείτο κι εκείνος με θέματα υγείας).

Διονύσης Σαββοπουλος και Λάκης Παπαστάθης το 1975

Ο Σαββόπουλος με πήρε τηλέφωνο εκείνη την ημέρα, στις 8 Μαρτίου, και κυρίως ρώτησε ένα πράγμα. «Τι ώρα πέθανε ο Λάκης;». Του είπα. «Εκείνη την ώρα έπεφτα για ύπνο και τον είδα στο όνειρό μου» απάντησε, σαν να το περίμενε ότι θα του έλεγα τέσσερις το πρωί. Μετά μού αφηγήθηκε το όνειρο. Το ίδιο βράδυ το έγραψε σε μια αποχαιρετιστήρια ανάρτηση για τον παλιό του φίλο:

«Χθες το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου: τον περιμέναμε με την Ασπα σ ένα μεγάλο κλαμπ που μας είχαν καλέσει, εκεί βρήκαμε γνωστούς, καθίσαμε μαζί τους και ύστερα ήρθαν και άλλοι γνωστοί και ανησυχούσα που ο Λάκης αργούσε και δεν θα βρίσκαμε κάθισμα για αυτόν. Όμως άρχισε το πρόγραμμα και απορροφήθηκα. Από έναν μαγικό μουσικό στην σκηνή έβγαινε μια υπέροχη, μια τόσο ευτυχισμένη μελωδία! Ξαφνικά άδειασε η σάλα, άδειασε η σκηνή και εκεί βγήκε ο Λάκης και μου κάνε νεύμα να ανέβω και εγώ.

»Στο φόντο ήταν μια κουρτίνα και έπαιζε κινηματογράφο. Με πήγε πίσω απ’ την κουρτίνα και εκεί ήταν μια άλλη τεράστια κουρτίνα και πάνω της σε ένα μικρό καρέ προβάλλονταν, σαν τηλεόραση μια φωτογραφία της Έλλης Λαμπέτη τόσο μα τόσο όμορφη που σου έρχονταν δάκρυα στα μάτια απ’ την ομορφιά της. Του ζήτησα να την φωτογραφίσουμε, να την έχουμε αυτή την εικόνα. Το κάναμε αλλά η δική μας φωτογραφία έβγαινε θαμπή και ξεθωριασμένη όσο και αν προσπαθήσαμε. Ξυπνάω και η Ασπα μου λέει πέθανε ο Λάκης».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...