Γιατί τα σουπερμάρκετ δεν θέλουν τις τιμές παραγωγού στα ταμπελάκια
Γιατί τα σουπερμάρκετ δεν θέλουν τις τιμές παραγωγού στα ταμπελάκια
Η αντίδραση των σουπερμάρκετ στην κυβερνητική προσπάθεια να αναγράφονται και οι τιμές παραγωγού στο ταμπελάκι με την τελική τιμή των νωπών προϊόντων – δηλαδή των φρούτων και των λαχανικών, των κρεάτων και των ψαριών – προκειμένου να γνωρίζει ο καταναλωτής τι συμβαίνει στην αγορά, κρύβει αγωνία.
Την αγωνία μήπως αποκαλυφθούν τα μεγάλα ποσοστά κέρδους ή (ακόμη χειρότερα) τα φαινόμενα αισχροκέρδειας;
Ή την αγωνία μήπως «ξυπνήσει» η συνείδηση των καταναλωτών, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση βρίσκονται – όπως και οι παραγωγοί – στην ίδια πλευρά, εκείνη των «θυμάτων του εμπορίου».
Η Ενωση όμως των ιδιοκτητών σουπερμάρκετ ίσως θα έπρεπε να εξηγήσει από πού πηγάζει η αντίδρασή τους. Κι αυτό γιατί όλοι γνωρίζουν ότι οι τιμές χονδρικής πώλησης ανακοινώνονται καθημερινά από τον Οργανισμό Κεντρικής Αγοράς Αθήνας (και των άλλων μεγάλων πόλεων), ενώ στο Παρατηρητήριο Τιμών δημοσιοποιούνται κάθε μέρα οι επικρατούσες τιμές λιανικής στα βασικά προϊόντα. Και μάλιστα, όταν οι τιμές καταναλωτή διαμορφώνονται (αποδεδειγμένα) έως και 50% χαμηλότερα στις λαϊκές αγορές από ό,τι στα σουπερμάρκετ.
Ενα μόνο παράδειγμα αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».
Τη Δευτέρα οι χονδρικές τιμές στο μοσχάρι (εγχώριο) διαμορφώθηκαν ανάμεσα στα 8,5 και 9,5 ευρώ το κιλό. Οι τιμές καταναλωτή όμως ξεκινούσαν από τα 17 ευρώ το κιλό στα σουπερμάρκετ και έφταναν ακόμη και τα 20 ευρώ στις «μπουτίκ κρεάτων», δηλαδή στα κρεοπωλεία της μόδας.
Δεκάδες είναι τα παραδείγματα, αλλά ποιος μπορεί να τα ψάχνει κάθε μέρα;
Ενα ακόμη είναι οι τιμές των άγριων χόρτων, οι οποίες διαμορφώθηκαν την Τρίτη έως ένα ευρώ το κιλό στη χονδρική, ανέβηκαν στα 2,5 ευρώ στις λαϊκές και στα 4 ευρώ το κιλό στα σουπερμάρκετ.
Στην αναζήτηση αυτή διαπιστώνει κανείς ότι τα σουπερμάρκετ απολαμβάνουν και το ποσοστό χονδρεμπορικού κέρδους, αφού οι μεγαλύτερες αλυσίδες προμηθεύονται (μέσω συμβολαίων) απευθείας τα νωπά προϊόντα από τους παραγωγούς – και όχι μέσω των Κεντρικών Αγορών. Συνεπώς, τα περιθώρια διαμόρφωσης των τελικών τιμών είναι ακόμη μεγαλύτερα.
Ενα τελευταίο παράδειγμα είναι οι τιμές στα ψάρια. Εκεί όπου λειτουργεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης κάθε ξημέρωμα στις έντεκα ιχθυόσκαλες της χώρας, αλλά στη συνέχεια χάνεται η ρότα των τιμών.
Οπως δείχνουν τα δελτία τιμών που ανακοινώνονται – και ακόμη περισσότερο όπως δείχνει η εμπειρία – οι τιμές των ψαριών φτάνουν (ανά κιλό) στον καταναλωτή τρεις φορές υψηλότερες από το εύρος στο οποίο διαμορφώνονται στην ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου.
Ολα αυτά δείχνουν ότι ένα από τα πιο ισχυρά μέτρα για να λειτουργήσει η αγορά και ο ανταγωνισμός, από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν θέλει να προχωρήσει σε διοικητικά μέτρα προσδιορισμού του κέρδους (σ.σ. στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες το έκαναν μετά την πανδημία), είναι η διαφάνεια στη διαμόρφωση των τιμών.
Και ποια είναι τελικά η απόσταση – δηλαδή το μικτό κέρδος των σουπερμάρκετ – στη διαδρομή «από το χωράφι στο ράφι»;
Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά το γεγονός πως «ξεθυμαίνει» ο πληθωρισμός (τον Οκτώβριο ήταν στο 2%), η ακρίβεια επιμένει σε συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες, με πρώτα τα τρόφιμα.
Τον Οκτώβριο αυξήθηκε ο δείκτης τιμών καταναλωτή κατά 2,3% στην ομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε:
ψωμί και δημητριακά
κρέατα (γενικά)
νωπά ψάρια
γαλακτοκομικά και αυγά
φρούτα (γενικά)
σοκολάτες – προϊόντα σοκολάτας
προϊόντα ζαχαροπλαστικής
καφέ
χυμούς φρούτων
Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών στο ελαιόλαδο, που φέτος (στη νέα παραγωγή) κινείται γύρω στα 7 ευρώ, με τον παραγωγό να εισπράττει στο ελαιοτριβείο 3,5 έως 4 ευρώ το λίτρο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
