757
Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο υποδύεται έναν πατέρα που προσπαθεί να προστατέψει την κόρη του από τις συνέπειες του δικού του παρελθόντος | CreativeProtagon

Η ταινία «Μια μάχη μετά την άλλη» κερδίζει τον πόλεμο

Protagon Team Protagon Team 8 Οκτωβρίου 2025, 09:02
Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο υποδύεται έναν πατέρα που προσπαθεί να προστατέψει την κόρη του από τις συνέπειες του δικού του παρελθόντος
|CreativeProtagon

Η ταινία «Μια μάχη μετά την άλλη» κερδίζει τον πόλεμο

Protagon Team Protagon Team 8 Οκτωβρίου 2025, 09:02

Κάποιοι τη λάτρεψαν, κάποιοι τη μίσησαν, κάποιοι δεν την κατάλαβαν καν. Η ταινία «Μια μάχη μετά την άλλη» (One battle after another) του Πολ Τόμας Αντερσον είναι μια τολμηρή πολιτική σάτιρα που συνδυάζει δράση, χιούμορ και κοινωνικό σχόλιο. Ο σκηνοθέτης ισορροπεί ανάμεσα στην ψυχαγωγία και την πολιτική κριτική, δημιουργώντας ένα φιλμ που σχολιάζει την αμερικανική πραγματικότητα χωρίς διδακτισμό.

Η ταινία του Αντερσον αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους, γράφει ο Economist: τον λάθος ήρωα, τον λάθος εχθρό ή το λάθος είδος κρίσης· ή το απόλυτα σωστό, αλλά στην πιο άβολη στιγμή. Οι ταινίες που προσπαθούν να είναι πολιτικά επίκαιρες, συχνά καταλήγουν να φαίνονται ξεπερασμένες όταν τελικά προβάλλονται, εξαιτίας του μεγάλου χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή. Αν, πάλι, μια ταινία περιέχει γεγονότα όπως μια τρομοκρατική επίθεση και τύχει να κυκλοφορήσει όταν συμβεί κάτι παρόμοιο στην πραγματικότητα, τότε μπορεί να φαίνεται προφητική αλλά να προκαλεί αποστροφή. Η προσπάθεια να συμβαδίσεις με την επικαιρότητα μοιάζει με το να κυνηγάς έναν κεραυνό: αν πετύχεις τον στόχο σου, μπορεί να καταστραφείς.

Κάθε έργο με πολιτική διάσταση μπορεί να αποξενώσει εξαρχής ένα μεγάλο μέρος του κοινού. Αν, επιπλέον, είναι υπερβολικά άμεσο ή δογματικό, ακόμα κι εκείνοι που πάνε να το δουν ίσως το μετανιώσουν. Ο σκηνοθέτης αποφεύγει όμως αυτούς τους κινδύνους, σημειώνει ο Economist, όπως και ο πρωταγωνιστής του προσπαθεί να αποφύγει τα δικά του αδιέξοδα.

Ο Αντερσον στηρίζει την πολιτική του αφήγηση σε μια προσωπική ιστορία, δίνοντας προτεραιότητα στους χαρακτήρες και όχι στα πολιτικά μηνύματα. Η ταινία ξεκινά με μια σκηνή-σοκ. Παρουσιάζει μια επαναστατική ομάδα, τη «French 75», η οποία, σε μια παραλλαγμένη εκδοχή της Αμερικής, τοποθετεί βόμβες, ληστεύει τράπεζες και βοηθά μετανάστες να αποδράσουν από κέντρα κράτησης. Η Τεγιάνα Τέιλορ υποδύεται τη φλογερή μαύρη επαναστάτρια Περφίντια Μπέβερλι Χιλς, ενώ ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο είναι ο Πατ, ο εραστής της.

Οπως και σε προηγούμενες ταινίες του, ο Αντερσον επανέρχεται στο θέμα της πατρικής σχέσης. Ο Ντι Κάπριο εδώ δεν είναι ο ρομαντικός επαναστάτης, αλλά ένας πατέρας. Η δράση εξελίσσεται 16 χρόνια μετά την περίοδο δράσης της οργάνωσης: η Περφίντια έχει εξαφανιστεί και ο Πατ, ένας αποτυχημένος άνδρας, προσπαθεί να προστατέψει την κόρη του από τις συνέπειες του παρελθόντος. Ετσι, το προσωπικό και το πολιτικό μπλέκονται, με το πρώτο τελικά να υπερισχύει.

Μια καλή πολιτική ταινία δεν πρέπει να περιορίζεται σε αλληγορία ούτε να μετατρέπεται σε μανιφέστο. Οφείλει να βλέπει περισσότερες πλευρές, γράφει ο Economist. Ο «αντίπαλος» εδώ είναι ένας στρατιωτικός, ο Στίβεν Λόκτζο, τον οποίον ενσαρκώνει ο Σον Πεν. Είναι ένας ακραίος, απείθαρχος αξιωματικός, ο οποίος κινείται από δύο εμμονές: την ερωτική έλξη του για την Περφίντια –μια έμμεση αναφορά στη φυλετική εκμετάλλευση– και την επιθυμία του να ενταχθεί σε μια μυστική ρατσιστική οργάνωση. Παρά την υπερβολή του, δεν γίνεται καθαρή καρικατούρα.

Η ταινία έχει δεχτεί κριτική από συντηρητικούς κύκλους που τη θεωρούν «ανεύθυνη» επειδή δήθεν εξιδανικεύει τη βία των επαναστατών. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει: το έργο δείχνει ότι η βία οδηγεί στη φθορά και στην προδοσία. Οι ιδεαλιστές ήρωες καταρρέουν και το ηθικό βάρος μεταφέρεται σε έναν ήρεμο δάσκαλο καράτε που βοηθά τους άλλους χωρίς να καταφεύγει στα όπλα.

Ο Τ.Σ. Ελιοτ είχε γράψει ότι «η ανθρωπότητα δεν αντέχει πολλή πραγματικότητα», κάτι που ισχύει ακόμη περισσότερο στον κινηματογράφο. Οι επιτυχημένες πολιτικές ταινίες πρέπει πρώτα να ψυχαγωγούν και μετά να προβληματίζουν. Στη συγκεκριμένη ταινία, γράφει ο Economist, το δράμα των μεταναστών είναι το φόντο, ενώ στο προσκήνιο κυριαρχεί μια σειρά καταιγιστικών σκηνών δράσης, κυνηγητών και συγκρούσεων, συνοδευμένων από έντονη μουσική.

Η ταινία, παρά το βαρύ θέμα της, είναι και κωμική. Οπως το «Dr. Strangelove» (S.O.S Πεντάγωνο καλεί Μόσχα), χρησιμοποιεί το χιούμορ και την ειρωνεία με σοβαρό σκοπό. Οι κακοί είναι ταυτόχρονα τρομακτικοί και γελοίοι, και ο ήρωας του Ντι Κάπριο, ένας ξεπεσμένος άνδρας με ρόμπα, στο στιλ του Λεμπόφσκι, που περιφέρεται άσκοπα, προκαλεί γέλιο και συμπάθεια μαζί. Σε μια ξεκαρδιστική σκηνή προσπαθεί μάταια να θυμηθεί τους κωδικούς ασφαλείας όταν επικοινωνεί με τη μυστική οργάνωση, απαιτώντας αγανακτισμένος να μιλήσει σε κάποιον «ανώτερο».

Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ που κατορθώνει να σε διασκεδάσει και ταυτόχρονα να σε αγγίξει. Θίγει θέματα όπως η μετανάστευση, ο μιλιταρισμός και ο ιδεαλισμός, χωρίς να τα επιβάλλει με διδακτικό τρόπο. Η ταινία αλλάζει συνεχώς μορφή –άλλοτε είναι δράσης, άλλοτε κωμωδία, άλλοτε ακόμη και γουέστερν– δημιουργώντας μια κινηματογραφική τοιχογραφία της Αμερικής.

Η οπτική του Αντερσον είναι γεμάτη συμβολισμούς, καταλήγει ο Economist: απλές σκηνές σε σπίτια ή καταστήματα αποκαλύπτουν μυστικά υπόγεια και σήραγγες, υπονοώντας ότι οι κοινωνικές μάχες μαίνονται παντού, παραμένοντας αθέατες. Στο τελικό κυνηγητό στην έρημο τα αυτοκίνητα ανεβοκατεβαίνουν αδιάκοπα τους αμμολόφους, σαν να ακολουθούν τις καμπύλες της ιστορίας. Ο αγώνας ανάμεσα στην ελευθερία και την καταπίεση, υποδηλώνει ο Αντερσον, είναι μια ατέρμονη υπόθεση χωρίς οριστικό τέλος.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...