Cui Bono?
Cui Bono?
Το μεγάθυμο ελληνικό κράτος, με την πολιτική σοφία Οθωμανού ηγεμόνα, είχε δύο δοκιμασμένους τρόπους να εξασφαλίζει κοινωνική ειρήνη και αρμονία• τη διανομή χρήματος και την απονομή προνομίων. Η θεσμοθέτηση προνομίων μάλιστα ήταν η χαρά του έμπειρου πολιτικού πάτρωνα, όπως και των Οθωμανών προκατόχων του. Αφενός δεν τους κόστιζαν τίποτε, καθώς μεταφράζονταν στην πράξη σε προσόδους που οι ευνοούμενοι εισέπρατταν αυθαίρετα κατευθείαν από τους ατυχείς συμπολίτες τους. Αφετέρου -και εδώ οι σύγχρονοι απεδείχθησαν οξυδερκέστεροι- μπορούσαν πάντα να κρυφτούν κάτω από νομοθετικές ή γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, συχνά με την ασαφή, και άρα αυταπόδεικτη, επίκληση κάποιου δημοσίου συμφέροντος. Ο σοφός πολιτικός πάτρωνας μάλιστα, θα είχε πάντα την προνοητικότητα να θεσμοθετεί την είσπραξη λίγων από πολλούς, ώστε το προνόμιο να περνάει σχεδόν απαρατήρητο, και η διατήρησή του στο διηνεκές να είναι εξασφαλισμένη.
Έτσι κληρονομήσαμε ένα κουβάρι από δήθεν αναχρονισμούς και δήθεν παραλογισμούς που, όταν τους συναντάμε στην καθημερινότητά μας, τους αντιμετωπίζουμε με τη στωικότητα του πολίτη που έχει συμφιλιωθεί πια με την ιδέα ενός παράλογου κράτους. Δήθεν, γιατί ούτε αναχρονιστικοί είναι, πολλώ δε μάλλον, ούτε παράλογοι. Είναι αποτελεσματικότατοι στην εξυπηρέτηση του πραγματικού σκοπού τους. Γι’ αυτό και είναι μεγάλο πολιτικό λάθος, λάθος που κάνουμε συχνά οι ερασιτέχνες της πολιτικής του «μεταρρυθμιστικού» χώρου, να προσπαθεί να τους αποδομήσει κανείς ορθολογικά στη βάση της κοινής τάχα λογικής. Αυτοί που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή τους, οι γραφειοκράτες και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι δηλαδή, δεν είναι ούτε παράλογοι, ούτε ανεπαρκείς, ούτε μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας. Αντιθέτως, έχουν τη σοφία της πολιτικής πατρωνίας που ξέρει ότι το προνόμιο που κρύβεται κάτω από τον δήθεν παραλογισμό δεν είναι δα και τόσο εξοργιστικό ώστε να ξεσηκώσει τη λαϊκή αγανάκτηση. Όσο γι’ αυτούς που πλήττονται, θα συνεχίσουν να το αποδέχονται στωικά, ενώ αυτοί που ευνοούνται θα μπορούν πάντα να επικαλεστούν ένα μη αποδείξιμο αλλά πάντα δεδομένο δημόσιο συμφέρον, και ενίοτε να στραφούν προς επίρρωσιν στην αρωγή του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Πάρτε για παράδειγμα την υποχρέωση που είχαν μέχρι πέρσι οι δεκάδες χιλιάδες ελληνικές ανώνυμες εταιρείες να δημοσιεύουν σε πολιτικές και οικονομικές εφημερίδες τις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις έναντι διόλου ευκαταφρόνητου κόστους, επιδοτώντας αναγκαστικά με μερικά εκατομμύρια ευρώ εφημερίδες, το ευγενές ταμείο των δημοσιογράφων μέσω του αντίστοιχου αγγελιοσήμου, αλλά και πολυάριθμους μεσίτες δημοσίευσης ισολογισμών, δηλαδή τις εταιρείες που αναλάμβαναν παρασιτικά να διεκπεραιώσουν την όλη άχρηστη διαδικασία. Φήμες λένε ότι στα πέτρινα χρόνια, πριν τη μετενσάρκωση του Σύριζα, η Αυγή μπορούσε να επιβιώνει μόνο χάρη σε αυτήν την αναγκαστική επιχορήγηση αυτών των ιδιωτικών επιχειρήσεων που σε άλλες σελίδες κατέκρινε, ενώ ο νόμος προέβλεπε φυσικά την αναγκαστική προστασία των τοπικών εφημερίδων.
Η υποχρέωση αυτή ήταν παράλογη και αναχρονιστική ήδη μερικές δεκαετίες πριν τη διάδοση του Διαδικτύου, καθώς οποιοσδήποτε πραγματικά ενδιαφερόμενος συναλλασσόμενος μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να αποκτήσει τις οικονομικές καταστάσεις οποιασδήποτε ανώνυμης εταιρείας από το Εθνικό Τυπογραφείο ή τη Νομαρχία. Η επιχειρηματολογία που αποστόμωνε κάθε πρόταση κατάργησης, περί της τάχα αξιόπιστης ενημέρωσης του κοινού -αυτό το πανταχού παρόν δημόσιο συμφέρον δηλαδή- θα ήταν φαιδρή αν δεν ήταν προσβλητικά υποκριτική.
Και όμως, όχι μόνο επί δεκαετίες κανείς -συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών εκπροσώπων των επιχειρήσεων- δεν ασχολούνταν με την κατάργηση του επαχθούς αυτού προνομίου των επιχειρήσεων του Τύπου και του ασφαλιστικού ταμείου του προσωπικού τους, αλλά όταν -και μόνο επειδή το απαίτησαν οι τεχνοκράτες της τρόικας- έφτασε η ώρα της κατάργησής του, οι πολιτικοί τους πάτρωνες φρόντισαν για μια τελευταία χάρη: ο νόμος ίσχυσε από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας δημοσίευσης, ώστε να κερδίσουν μία χρονιά ακόμη. Την ίδια στιγμή, ο Πρόεδρος του ΕΒΕΑ, και θεσμικός εκπρόσωπος αυτών ακριβώς που πλήττονταν από το προνόμιο αυτό, καυτηρίαζε με δηλώσεις του την κατάργησή του.
Το ευχάριστο είναι ότι από φέτος οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πλέον απελευθερωθεί από αυτά τα αυθαίρετα λύτρα και μπορούν να δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις στα web sites τους, παρά τις ολέθριες επιπτώσεις στα συναλλακτικά ήθη από την απώλεια της εγγύησης αξιοπιστίας των εφημερίδων. Το ανησυχητικό όμως είναι ότι απομένουν χιλιάδες άλλες τέτοιες περιπτώσεις. Άλλες αναίσχυντα προφανείς όπως η παραπάνω, άλλες επιτήδεια συγκεκαλυμμένες. Συχνά υπάρχουν μόνο γιατί κάποιους ωφελούν σε βάρος κάποιων άλλων, όχι γιατί κανείς δεν σκέφτηκε να τις εκσυγχρονίσει. Όπως σε κάθε ύποπτη υπόθεση, πρέπει σε κάθε επίκληση του δημοσίου συμφέροντος ή του γενικού καλού, πρώτα να αναρωτιόμαστε: cui bono? Ποιος ωφελείται;
*Ο Γρηγόρης Φαρμάκης είναι επιχειρηματίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
