2391
Ο Τραμπ και ο Ρούζβελτ: τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι | Getty Images/ Reuters / CreativeProtagon

Οι 100 ημέρες του Τραμπ: το Νew Deal του Ρούζβελτ από την ανάποδη

Protagon Team Protagon Team 3 Φεβρουαρίου 2025, 19:45
Ο Τραμπ και ο Ρούζβελτ: τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι
|Getty Images/ Reuters / CreativeProtagon

Οι 100 ημέρες του Τραμπ: το Νew Deal του Ρούζβελτ από την ανάποδη

Protagon Team Protagon Team 3 Φεβρουαρίου 2025, 19:45

Τι προσπαθεί να επιτύχει ο Ντόναλντ Τραμπ με τον καταιγισμό εκτελεστικών διαταγμάτων που υπογράφει από τις πρώτες ημέρες της προεδρίας του; Ο ιστορικός Νιλ Φέργκιουσον έχει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία: Θέλει, γράφει στους Times, να αντιστρέψει ολοκληρωτικά όλα όσα πέτυχε πριν από σχεδόν 100 χρόνια ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, με το περίφημο New Deal του.

O Ρούζβελτ, στη φλογερή και ενθουσιώδη ομιλία της ορκωμοσίας του, το 1933, είχε χρησιμοποιήσει τη φράση «εθνικός καθαγιασμός». Μόλις ολοκληρώθηκε η τελετή, ο 32ος πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκίνησε αμέσως να αναδιαμορφώνει τη δομή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Μέχρι σήμερα, κατέχει το ρεκόρ για τον μεγαλύτερο αριθμό εκτελεστικών διαταγμάτων στις πρώτες εκατό ημέρες μιας προεδρίας: ενενήντα εννέα, σε σύγκριση με 42 του Τζο Μπάιντεν και 33 του Τραμπ στην πρώτη θητεία του. Ομως, αυτό το ρεκόρ πρόκειται να το σπάσει η κυβέρνηση Τραμπ 2.0.

Εάν αναρωτιόμαστε, λοιπόν, τι συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες στις ΗΠΑ, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε πίσω στο 1933, γράφει ο Φέργκιουσον. Τότε που μια εξίσου ριζοσπαστική διοίκηση ξεκίνησε τις 100 ημέρες εθνικού μετασχηματισμού που έμειναν στην ιστορία ως New Deal.

Την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του, ο Ρούζβελτ κήρυξε μια τετραήμερη εθνική «τραπεζική αργία» για να τερματίσει τις τραπεζικές αστοχίες που απομυζούσαν τα μετρητά από την οικονομική ζωή των ΗΠΑ. Σε μια ειδική σύνοδο στις 9 Μαρτίου, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο έκτακτης ανάγκης περί τραπεζών, τον πρώτο από τα 15 σημαντικά νομοθετικά μέτρα που θεσπίστηκαν εκείνες τις εκατό ημέρες.

Υπήρξε ένας «Νόμος για τη διατήρηση της πίστωσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ», ο οποίος ενέκρινε περικοπές δαπανών. Ο νόμος Κάλεν-Χάρισον νομιμοποίησε την πώληση μπίρας και κρασιού για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η Ποτοαπαγόρευση, το 1920. Ο νόμος για την προσαρμογή της γεωργίας δημιούργησε ένα νέο σύστημα υποστήριξης για τους αγρότες.

Αλλες νομοθετικές πράξεις δημιούργησαν το Civilian Conservation Corps. την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αρωγής Εκτακτης Ανάγκης· την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων· την Εθνική Υπηρεσία Ανάκτησης· τη Διοίκηση Δημοσίων Εργων· και την Tennessee Valley Authority, τη μεγαλύτερη κρατική βιομηχανική επιχείρηση στην αμερικανική Ιστορία.

Το επόμενο έτος δημιουργήθηκαν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών. Το 1935 ήρθε η κορωνίδα του New Deal: η κοινωνική ασφάλιση, το ισοδύναμο της κρατικής σύνταξης για τις ΗΠΑ. Σε βαθμό που λίγοι σήμερα κατανοούν ότι πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ομοσπονδιακής κυβέρνησης χρονολογούνται από το New Deal του Ρούζβελτ. Ακόμη και το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) και η επέκταση του εξαιρετικά μεγάλου συστήματος φυλακών των ΗΠΑ χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1930.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, γράφει ο Φέργκιουσον στους Times, φαίνεται να έχει πρόθεση να ξεπεράσει το ρεκόρ του Ρούζβελτ. Από την ανάληψη των καθηκόντων του, σε μόλις δέκα ημέρες, υπέγραψε 64 εκτελεστικά εντάλματα, είκοσι εκ των οποίων αφορούσαν τη δομή και τη λειτουργία της ίδιας της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων πέντε που καταργούν τα προγράμματα Διαφορετικότητας, Ισότητας και Ενταξης (DEI), δέκα για την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική, εννέα για τη μετανάστευση και από έξι για την οικονομία και την ενέργεια.

Ο τρόπος σκέψης της διακυβέρνησης Τραμπ 2.0 είναι ένα αντίστροφο New Deal. Εάν ο Ρούζβελτ ξεκίνησε την τεράστια επέκταση των ομοσπονδιακών υπηρεσιών που συνεχίστηκε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ο Τραμπ προσπαθεί να γυρίσει τον χρόνο πίσω: να συρρικνώσει την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία με ένα μπαράζ προεδρικών διαταγμάτων.

Το εύρος των στόχων που έχει πετύχει ο Τραμπ μέχρι στιγμής είναι τεράστιο. Εχει επιβάλει πάγωμα προσλήψεων, πάγωμα ρυθμίσεων, τέλος της εργασίας από το σπίτι, τέλος της ικανότητας της δημόσιας διοίκησης να στρέφεται εναντίον του (εννοώντας το υπουργείο Δικαιοσύνης), απαγόρευση της ομοσπονδιακής λογοκρισίας. Εκεί που ο Ρούζβελτ δημιούργησε μια σειρά από νέους οργανισμούς, ο Τραμπ δημιούργησε μόνο έναν, το υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας, η μόνη λειτουργία του οποίου είναι να συρρικνώσει την υπόλοιπη κυβέρνηση, καθιστώντας την πιο τεχνοκεντρική.

Από μόνα τους, τα πέντε εκτελεστικά διατάγματα κατά της DEI, που τερματίζουν όχι μόνο την ίδια την DEI, αλλά και συνολικά τις πολιτικές θετικών δράσεων των τελευταίων 60 ετών, αντιπροσωπεύουν μια αντεπανάσταση ιστορικής σημασίας, όπως έγραψε ο Κρίστοφερ Κάλντγουελ στο The Free Press.

Υπάρχουν και άλλες ομοιότητες μεταξύ του Τραμπ και του Ρούζβελτ. Ο δεύτερος πούλησε την «επανάστασή του» στο κοινό με θερμές, λαϊκές κουβέντες από ραδιοφώνου. Το αντίστοιχο του Τραμπ είναι οι «αλήθειες» που δημοσιεύει στο Truth Social, την πλατφόρμα που δημιούργησε όταν αποχώρησε από το Twitter, τον Ιανουάριο του 2021. Ο Ρούζβελτ επίσης αντιμετώπισε ενεργό αντίσταση. Τον Φεβρουάριο του 1933 γλίτωσε οριακά από την εναντίον του απόπειρα δολοφονίας που πραγματοποίησε ο Τζουζέπε Ζανγκάρα. Τον Μάιο του 1935 το Ανώτατο Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικό τον νόμο για την ίδρυση της Εθνικής Διοίκησης Ανάκαμψης.

Μια περικοπή κατά 40% στις δαπάνες για επιδόματα βετεράνων, πυροδότησε μια επιτυχημένη λαϊκή αντίδραση. Η αντίστοιχη αντίσταση στον Τραμπ θα προέλθει από κατώτερα, πιο φιλελεύθερα δικαστήρια, και από τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα, καθώς και από τα ΜΜΕ.

Είναι αλήθεια ότι ο Ρούζβελτ είχε πολύ μεγαλύτερη πλειοψηφία στη Γερουσία (59 από 96 έδρες) και στη Βουλή (σχεδόν τα τρία τέταρτα των 405 εδρών). Αλλά αυτό δεν έκανε το Κογκρέσο την «παιδική του χαρά», γράφουν οι Times. Οι Δημοκρατικοί ήταν βαθιά διχασμένοι και συχνά απείθαρχοι. Αναγκάστηκε να κάνει συχνά χρήση του δικαιώματός του σε βέτο και ακόμη πιο συχνά να «αγοράζει» ψήφους. Υπάρχουν όμως δύο πολύ μεγαλύτερες διαφορές:

Πρώτον, ο Ρούζβελτ ορκίστηκε κοντά στο τέλος της Μεγάλης Υφεσης, της χειρότερης περιόδου οικονομικής συρρίκνωσης από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Ο Τραμπ έρχεται στην περίοδο έπειτα από μια συνεχή οικονομική ανάπτυξη μετά την πανδημία.

Δεύτερον, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Ρούζβελτ ξεκίνησε από πολύ μειονεκτική θέση. Εκτός από την πρώιμη πολιτική της «Καλής Γειτονίας» με τη Λατινική Αμερική, η εξωτερική πολιτική του χαρακτηρίζεται «αδύναμη». Μείωσε τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 29% μεταξύ 1932 και 1934, συνέχισε τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση, αδιαφορώντας για το ποιόν του Στάλιν, οι νόμοι της ουδετερότητας που εισήγαγε απέτρεψαν τις εξαγωγές όπλων και γενικά, στην πράξη, η πρώτη θητεία του Ρούζβελτ ήταν η πιο απομονωτική στην αμερικανική Ιστορία. «Τορπίλισε» την Παγκόσμια Οικονομική Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1933 και αύξησε τους δασμούς.

Ο Τραμπ, αντιθέτως, επέστρεψε στην Ουάσινγκτον με τόσο πολεμική διάθεση, που σοκάρει. Δεν του αρκεί να αντιμετωπίσει τον άξονα αυταρχικών καθεστώτων που απειλεί όχι μόνο την Ουκρανία και το Ισραήλ, αλλά και την Ταϊβάν και τις Φιλιππίνες. Φαίνεται να απολαμβάνει την αντιπαράθεση με ηγέτες μικρών χωρών, ιδίως της Κολομβίας, της Δανίας και του Παναμά.

Το τρολάρισμα κατά του απερχόμενου καναδού πρωθυπουργού, Τζάστιν Τριντό, ήταν ένας ποταπός τρόπος να συμπεριφερθεί σε ένα γειτονικό κράτος με το οποίο οι ΗΠΑ έχουν περισσότερα κοινά από ένα απλό σύνορο, συνεχίζει το άρθρο των Times. Η ωμή επιμονή του ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έπρεπε να συμβιβαστεί με τους τρομοκράτες της Χαμάς φάνηκε ενοχλητική στους ένθερμους υποστηρικτές του Ισραήλ. Ο Τραμπ δείχνει πιο σκληρός με τη Ρωσία από ό,τι αναμενόταν, αλλά πιο ήπιος με την Κίνα και το Ιράν. Εάν πρόκειται για κάποια στρατηγική εθνικής ασφάλειας, η λογική της είναι ασαφής, επισημαίνει ο Φέργκιουσον

Ο Ρούζβελτ μνημονεύεται με αγάπη σήμερα. Αλλά δεν είναι επειδή το New Deal λειτούργησε. Οικονομικά, ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχές. Η ανάκαμψη ήρθε μόνο όταν οι ΗΠΑ οπλίστηκαν, καθυστερημένα αλλά μαζικά, ενάντια στην απειλή που συγκροτούσαν οι δυνάμεις του Αξονα. Η νοσταλγία για τον Ρούσβελτ έχει να κάνει πολύ περισσότερο με την επιδέξια ηγεσία του εν καιρώ πολέμου παρά με τις γραφειοκρατικές ταχυδακτυλουργίες των πρώτων 100 ημερών του.

Δεν παίζουμε σε επεισόδιο του The West Wing

Τι σημαίνει αυτό για τον τρόπο με τον οποίο θα θυμούνται οι Αμερικανοί τον Τραμπ; Για να απαντήσει κανείς σε αυτή την ερώτηση, γράφει ο Φέργκιουσον στους Times, πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από την «Ψευδαίσθηση του Γούντγουορντ». Για μισό αιώνα, οι Αμερικανοί σκέφτονται την κυβέρνησή τους ως μια πραγματική εκδοχή του τηλεοπτικού δράματος The West Wing. Κάθε πρόεδρος λαμβάνει τουλάχιστον ένα μπεστ σέλερ του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ.

Υπάρχει μια μοναρχική προσωπικότητα που ονομάζεται πρόεδρος. Το δράμα εξελίσσεται στον Λευκό Οίκο του. Υπάρχουν δύο φατρίες: Οι Καλοί (οι υπάλληλοι πρόθυμοι να μιλήσουν με τον Γούντγουορντ) και οι Κακοί (οι εχθροί τους). Μερικές φορές ο ίδιος ο βασιλιάς είναι κακός (Νίξον). Μερικές φορές είναι αξιοθαύμαστος αλλά με ελαττώματα (Κλίντον). Μερικές φορές είναι υπερβολικός (Φορντ, Μπους τζούνιορ). Αλλά το καστ των χαρακτήρων είναι διαχειρίσιμα μικρό. Και συνήθως υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα (π.χ. ο Μπους τζούνιορ και ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας).

Στον πραγματικό κόσμο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι αρκετά διαφορετική, εξηγεί ο Φέργκιουσον. Ο πρόεδρος κάθεται στην κορυφή ενός εκτεταμένου «οργανογράμματος». Υπάρχουν 15 εκτελεστικά τμήματα και 430 ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Η διαδικασία με την οποία η εκτελεστική εξουσία υποδιαιρείται συνεχώς, σαν κάποιο είδος ταχέως αναπτυσσόμενου κυτταρικού οργανισμού, έχει τις ρίζες της στον Ρούζβελτ.

Ο πραγματικός ρόλος του προέδρου είναι να προσπαθεί με κάποιο τρόπο να διασφαλίσει ότι αυτή η τεράστια γκάμα θεσμών λειτουργεί συλλογικά με τρόπους που μοιάζουν κάπως με όσα είπε στην προεκλογική του εκστρατεία. Ο πρόεδρος ενεργεί ως διαιτητής όταν οι συγκρούσεις μεταξύ ανταγωνιστικών υπηρεσιών δεν μπορούν να διευθετηθούν εντός της γραφειοκρατίας.

Και αυτό είναι μόνο η εκτελεστική εξουσία. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται το Κογκρέσο, στο οποίο το Σύνταγμα δίνει την εξουσία να θεσπίζει νόμους. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τον τελευταίο λόγο εάν μια προεδρική εντολή ή πράξη του Κογκρέσου αμφισβητηθεί ως αντισυνταγματική ή παράνομη. Παράλληλα, υπάρχει ένα εξίσου ανεξάρτητο όργανο, που ιδρύθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου: η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η οποία έχει την ευθύνη να επηρεάζει τους ρυθμούς πληθωρισμού και ανεργίας και καθορίζει την ευκολία ή τη δυσκολία με την οποία το υπουργείο Οικονομικών μπορεί να χρηματοδοτήσει το έλλειμμά του.

Ωστόσο, το οργανόγραμμα είναι παραπλανητικό. Πρώτον, μόνο ένας μικρός αριθμός των βασικών θέσεων έχει καλυφθεί. Από 1.300 που χρειάζονται έγκριση από τη Γερουσία, έχουν εγκριθεί έξι, 70 είναι υπό εξέταση, 38 αναμένουν επίσημη υποψηφιότητα και 569 θέσεις δεν έχουν κανέναν υποψήφιο της πλευράς Τραμπ. Η διαδικασία έγκρισης γίνεται όλο και πιο αργή. Η πρώτη  κυβέρνηση Τραμπ κατάφερε μόλις 238 εγκρίσεις τον πρώτο χρόνο της.

Δεύτερον, με όλη αυτή την ξέφρενη δραστηριότητα, οι γκάφες είναι αναπόφευκτες. Την περασμένη εβδομάδα, το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου χρειάστηκε να ακυρώσει ένα σημείωμα που είχε εκδοθεί δύο ημέρες πριν και το οποίο είχε παγώσει τις ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις και τα δάνεια. Ο Τραμπ μάλλον δεν γνώριζε καν για αυτό το σημείωμα, γράφουν οι Times.

Τρίτον, όπως συμβαίνει πάντα, ακόμη και οι άνθρωποι που προσλαμβάνονται από έναν πρόεδρο χωρίζονται σε φατρίες. Ο Φέργκιουσον γράφει ότι διακρίνει επί του παρόντος την εμφάνιση περίπου έξι διακριτών φατριών:

* Τους οπαδούς του κινήματος Maga, οι οποίοι συσπειρώνονται γύρω από τον υπαρχηγό του Επιτελείου του Τραμπ, Στίβεν Μίλερ, για τον οποίον η μετανάστευση είναι το νούμερο ένα ζήτημα.

* Τους επικεφαλής του τομέα της Τεχνολογίας, που ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον Τραμπ μόλις πέρυσι και των οποίων ο ηγέτης, Ελον Μασκ, φιλοδοξεί να κάνει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ό,τι έκανε στο Twitter όταν το ανέλαβε: να συρρικνώσει δραστικά τη μισθοδοσία και να το εκκαθαρίσει από «τον ιό της αφύπνισης».

* Τα σοφά παιδιά της Wall Street, ιδιαίτερα τον υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, που ξέρουν ότι ο πρόεδρος παίζει με τη φωτιά αν πει ή κάνει οτιδήποτε δεν βολεύει την αγορά και για τους οποίους ιδανικό θα ήταν να επαναλάβει την προεδρία του Ρόναλντ Ρίγκαν.

* Τα γεράκια της εθνικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εξωτερικών, Μαρκο Ρούμπιο και του συμβούλου εθνικής ασφάλειας, Μάικ Γουόλτς, που θέλουν να περιορίσουν την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.

* Τους ρεαλιστές, ιδίως τον υπουργό Αμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, και τον αντιπρόεδρο, Τζ. Ντ. Βάνς, που ανησυχούν περισσότερο από τα γεράκια μήπως οι ΗΠΑ εμπλακούν σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

* Τους ξεκάθαρους απομονωτιστές, επηρεασμένους από τον Τάκερ Κάρλσον (ένα πρόσωπο-κλειδί χωρίς επίσημη θέση) και τον μεγαλύτερο γιο του προέδρου, που μισούν με πάθος την προηγούμενη γενιά των Ρεπουμπλικανών διαμορφωτών της εξωτερικής πολιτικής -«τους νεοσυντηρητικούς»- τους οποίους βλέπουν ως υπερβολικά πρόθυμους να δεσμεύσουν πόρους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και, ειδικότερα, στην υποστήριξη του Ισραήλ.

Ο Χένρι Κίσινγκερ παρατήρησε κάποτε ότι «δεν υπάρχει αμερικανική εξωτερική πολιτική». Υπάρχει, έγραψε, μόνο «μια σειρά από κινήσεις που δίνουν ένα ορισμένο αποτέλεσμα», το οποίο «ίσως δεν είχαν προγραμματιστεί να παράγουν» και στις οποίες «οι υπηρεσίες έρευνας και πληροφοριών, είτε ξένες είτε εθνικές, προσπαθούν να προσδώσουν έναν ορθολογισμό και μια συνέπεια, την οποία απλά δεν έχουν».

Ο τίτλος του δοκιμίου του 1968 όπου εμφανίστηκαν αυτές οι γραμμές ήταν «Γραφειοκρατία και Χάραξη Πολιτικής». Το κλειδί για όλες τις κυβερνήσεις, έγραφε ο Κίσινγκερ, είναι κατά πόσο μπορούν να διαχειριστούν μια γραφειοκρατία αξιωματούχων καριέρας που δεν τους αρέσει τίποτα περισσότερο από το «να θέσουν εκείνον που διαμορφώνει την πολιτική αντιμέτωπο με τρεις επιλογές: Του πυρηνικού πολέμου, της παρούσας πολιτικής ή της παράδοσης».

Ο πρόεδρος στον ρόλο εκείνου που παίρνει τις αποφάσεις

Ο Τζορτζ Μπους κάποτε όρισε τον ρόλο του προέδρου ως «Εκείνος που παίρνει τις αποφάσεις». Οπως έγραψε ο βιογράφος του Ρούζβελτ, Τζέιμς ΜακΓκρέγκορ Μπερνς, ο Ρούσβελτ αντλούσε τη δύναμή του από ένα οργανωτικό χάος. Εδινε τρεις δουλειές σε έναν άνδρα και μια σε τρεις άντρες και μετά έβλεπε τι θα έκαναν όλοι αυτοί. Τότε θα αποφάσιζε. Ομως, ήξερε επίσης πώς να εμπνέει, παρά το γεγονός ότι ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. «Αφού πέρασα μια ώρα με τον πρόεδρο», αναφώνησε ένας συνήθως χαμηλών τόνων αξιωματούχος σε έναν φίλο του το 1933, «θα μπορούσα να φάω καρφιά για μεσημεριανό!»

Η δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ περιέχει αυτό το στοιχείο. Η επιβίωσή του από την απόπειρα  δολοφονίας και η αποφασιστική επανεκλογή του έχουν ανυψώσει πολύ το ηθικό του. Μπορεί, όμως, όμως όλη αυτή η ενέργεια να διοχετευθεί στην αποτελεσματική λήψη αποφάσεων;

Οπως ορισμένα από τα αμερικανικά μοντέλα Τεχνητής Νοημοσύνης που οι Κινέζοι αντέγραψαν αποτελεσματικά, ο πρόεδρος είναι ανοιχτού κώδικα, γράφει ο Φέργκιουσον στους Times. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε αυτόν. Και είναι πιθανό να εντυπωσιαστεί από οποιονδήποτε μπορεί να του μιλήσει συνοπτικά και διασκεδαστικά. Αν η Σούζι Βάιλς μπορεί να τα πάει καλύτερα ως επιτελάρχης από τους τέσσερις προκατόχους της, απομένει να φανεί. Η νούμερο ένα μάχη είναι να κρατηθεί ο Ελον έξω από τον Λευκό Οίκο.

Αυτό που φαίνεται περισσότερο από πιθανό, λοιπόν, είναι ότι θα καταλήξουμε σε μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας με την έννοια που της έδωσε ο Κίσινγκερ: «Μια σειρά από κινήσεις που δίνουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα» το οποίο «ίσως δεν είχαν προγραμματιστεί να παράγουν».

Ο Ρούζβελτ δεν ξεκίνησε το 1933 με την προοπτική να γίνει ο αρχιτέκτονας της νίκης σε έναν παγκόσμιο πόλεμο 12 χρόνια αργότερα. Οι στόχοι του New Deal ήταν 100% εγχώριοι. Το New Deal του Τραμπ είναι ένα ισότιμο και ταυτόχρονα αντίθετο φαινόμενο, με στόχο να συρρικνώσει την κυβέρνηση αλλά να επεκτείνει την ισχύ των ΗΠΑ από τη Διώρυγα του Παναμά έως τη Γροιλανδία.

Βρισκόμαστε, καταλήγουν οι Times, ξεκάθαρα σε εκατό ημέρες εξίσου φρενήρεις με εκείνες τις οποίες έζησαν οι άνθρωποι πριν από 92 χρόνια. Πού θα οδηγήσει όμως αυτό; Ο νόμος των ακούσιων συνεπειών είναι ένας δεσμευτικός περιορισμός, ακόμη και για τον πιο ισχυρό άνθρωπο στον κόσμο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...