2009
|

Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά: Η αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα 2.0

Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά: Η αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα 2.0

Δείτε εδώ το 1ο μέρος για την Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά

Ο απεσταλμένος του πάπα, πρώην μητροπολίτης Κιέβου, καρδινάλιος Ισίδωρος, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 1452, όταν πραγματοποίησε στην Αγία Σοφία το ενωτικό «συλλείτουργο». Έμεινε εκεί ως την πτώση της Πόλης και κατάφερε να γλιτώσει, επειδή είχε την έμπνευση να μεταμφιεστεί και μπόρεσε να τρυπώσει σε ένα βενετσιάνικο πλοίο και να διαφύγει. Έγραψε «Θρήνο» για την άλωση, στον οποίο αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει κόρες που βιάστηκαν από τους Οθωμανούς και διαμελίστηκαν. Και ο συνομήλικος του Κωνσταντίνου, επίσκοπος Σιένας, Αινείας Σίλβιο Πικολόμινι (γεννήθηκε το 1405), μετέπειτα πάπας Πίος Β’ (από το 1458), σε υπόμνημά του ανέφερε ότι ο Κωνσταντίνος είχε γιο, ο οποίος διέφυγε στο Πέραν (Γαλατά), όπου πολιορκήθηκε από τους Τούρκους (χωρίς να διευκρινίζει τι απέγινε).

Διήγηση Μοσχοβίτη του Ανώνυμου (εκδόθηκε το 1855 στην Αγία Πετρούπολη) αναφέρει ότι, τέσσερις ημέρες πριν από την άλωση, στις 25 Μαΐου, ο πατριάρχης συμβούλευε τον αυτοκράτορα «να πάρει την αυτοκράτειρα και να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη, να γλιτώσουν». Κι ακόμα, ότι ο Κωνσταντίνος και η γυναίκα του κοινώνησαν στις 29 Μαΐου. Και ο μεν αυτοκράτορας έμεινε να πολεμήσει, όμως η αυτοκράτειρα και άλλες αριστοκράτισσες παραλήφθηκαν από τον Λουκά Νοταρά και οδηγήθηκαν στα πλοία του Γενοβέζου Ιωάννη Ιουστινιάνη που τις μετέφεραν στον Μοριά και στα νησιά. Ο ίδιος συμπληρώνει ότι τη φυγή της αυτοκράτειρας την έμαθε ο Μωάμεθ, όταν θέλησε να πληροφορηθεί για την τύχη του Κωνσταντίνου.

Αν και αλληλοσυγκρουόμενα, και τα τρία κείμενα παραπέμπουν στη γνωστή παροιμία «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά». Και τα τρία συντηρούν τον θρύλο για ένα κρυφό μεγάλο έρωτα του Κωνσταντίνου αλλά, συνήθως, οι θρύλοι απέχουν σημαντικό χρονικό διάστημα από τα γεγονότα. Στην προκειμένη περίπτωση, «Θρήνος», υπόμνημα και διήγηση έχουν γραφτεί σε σύγχρονη με τα γεγονότα εποχή. Όμως, μυστικός γάμος του αυτοκράτορα δεν μπορούσε να υπάρχει, καθώς, σύμφωνα με τα επίσημα κείμενα, την άνοιξη του 1452, περίμενε τη μελλόνυμφη από την Ιβηρία. Κι αν παραγνωριστεί το αδιάψευστο αυτό γεγονός, θα πρέπει να υποτεθεί ότι το ειδύλλιο με την Άννα όχι μόνο ξεκίνησε αλλά και ολοκληρώθηκε κατά την παραμονή του Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινούπολη το 1435-36 ή το 1442-43. Μόνον έτσι θα ήταν δυνατό να υπάρχουν κόρες που, το 1453, «βιάστηκαν». Με το ειδύλλιο να αναπτύχθηκε και να ολοκληρώθηκε μετά την άφιξη του Κωνσταντίνου στην Πόλη, ως αυτοκράτορα (1449), οι «κόρες» ήταν αδύνατο να έχουν ηλικία μεγαλύτερη των τριών χρόνων και να «βιάστηκαν». Το υπόμνημα του Αινεία Σίλβιο Πικολόμινι για τον «γιο που διέφυγε» προϋποθέτει ότι το ειδύλλιο του Κωνσταντίνου με την Άννα ήταν γνωστό τουλάχιστο από τις διαδόσεις. Μόνον έτσι ήταν δυνατή η αναφορά σε «γιο». Προφανώς εφευρέθηκε για να τονώσει την πίστη ότι υπάρχει διάδοχος που θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη νικητής. Άλλωστε, ο συγγραφέας ήταν θερμός θαυμαστής του βυζαντινού πολιτισμού ως πνευματικού προμαχώνα της Ευρώπης και πολέμιος των Οθωμανών, τους οποίους θεωρούσε απολίτιστα και κακοποιά στοιχεία που μόνο να καταστρέφουν γνώριζαν.

Εκείνη που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η διήγηση. Κατά τους ενωτικούς, το 1453 δε βρισκόταν πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη: Ο κατά κόσμον Μελισσινός(;), ενωτικός πατριάρχης (από το 1443) Γρηγόριος Γ’, είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση από το 1450 και είχε καταφύγει στη Ρώμη. Οι ενωτικοί θεωρούσαν ότι ήταν ακόμα πατριάρχης «σε εξορία» (ως το 1459, οπότε και πέθανε). Όμως, οι ανθενωτικοί είχαν συγκαλέσει (αμφισβητούμενη από τους ενωτικούς) σύνοδο στην Αγία Σοφία (1450) και είχαν εκλέξει νέο πατριάρχη τον Αθανάσιο Β’. Ο ανώνυμος Μοσχοβίτης λογικό είναι να καταχωρείται στους ανθενωτικούς και να θεωρεί ότι, τις ημέρες ως την άλωση, πατριάρχης υπήρχε.

Έχοντας υπόψη του το ανομολόγητο αλλά γνωστό ειδύλλιο, είναι φυσικό ο συγγραφέας της διήγησης να θεωρεί ότι η Άννα ήταν η «αυτοκράτειρα» που μνημονεύει. Τι ποιο λογικό από το να θελήσει ο πατέρας της, Λουκάς Νοταράς, να τη φυγαδεύσει στα πλοία! Συζητήσιμο, όμως, είναι, αν ο Νοταράς είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από τους Γενοβέζους του Ιωάννη Ιουστινιάνη να γλιτώσουν την κόρη του.

Αδιαμφισβήτητες πηγές καταγράφουν το μίσος που υπήρχε ανάμεσα στον Λουκά Νοταρά και τον Γενοβέζο. Μίσος που έφτασε ως τα πρόθυρα της ένοπλης σύγκρουσης. Ο Ιουστινιάνης ήταν ιδιοκτήτης της μαόνας (είδος λατινικής εταιρείας εκμετάλλευσης εδαφών) της Χίου. Με τα τέσσερα πλοία του, είχε βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη, υπακούοντας στις εκκλήσεις του πάπα να βοηθηθεί η άμυνά της. Δεν είχε σκοπό να μείνει εκεί μέχρι τέλους αλλά άλλα του έγραψε η μοίρα του: Μετείχε στο καθοριστικό ανακτορικό συμβούλιο, όπου ο Κωνσταντίνος μοίρασε τα πόστα των υπερασπιστών. Όταν ρώτησε τους παρόντες ντόπιους αριστοκράτες και ξένους ιππότες, αν υπήρχε κάποιος που θα ήθελε να αναλάβει την υπεράσπιση της Πύλης του Ρωμανού, κανένας δεν προθυμοποιήθηκε. Το σημείο εκείνο ήταν το πιο ευάλωτο κι αυτό που θα δεχόταν την κύρια επίθεση των Οθωμανών. Ο Ιουστινιάνης είδε τον αυτοκράτορα να κοιτάζει τους παρευρισκόμενους με αγωνία, ενώ εκείνοι απέφευγαν το βλέμμα του, και κάπου τον λυπήθηκε. Πετάχτηκε όρθιος και δήλωσε ότι αυτός και οι άνδρες του θα υπερασπίζονταν τις κρίσιμες επάλξεις. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκε ο Κωνσταντίνος με αυτή την προσφορά, ώστε, επί τόπου, ονόμασε τον Ιουστινιάνη «αρχιστράτηγο» της άμυνας και υπέγραψε χρυσόβουλο που του εκχωρούσε τη Λήμνο, αν γλίτωναν από την όλη περιπέτεια. Με όλα αυτά, ο Μεγάλος Δούκας Λουκάς Νοταράς ορίστηκε αρχηγός σώματος εξακοσίων ανδρών που ανέλαβαν να υπερασπιστούν τα προς τον Κεράτιο κόλπο τείχη.

Όσο ο Ιουστινιάνης πολεμούσε, η Κωνσταντινούπολη άντεχε. Στις 29 Μαΐου, τραυματίστηκε θανάσιμα. «Από βέλος που εκτοξεύτηκε μέσα από την πόλη κι όχι από τουρκικό», αναφέρουν κάποιες πηγές. Οι άνδρες του τον μετέφεραν σ’ ένα από τα πλοία τους κι απέπλευσαν. Η πόλη κυριεύτηκε κι ο Λουκάς Νοταράς, που (όπως καταγράφουν μαρτυρίες και ενωτικών) μαχόταν ακατάπαυστα και ηρωικά, πιάστηκε αιχμάλωτος. Δύσκολο, μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, να βρήκε τρόπο να φυγαδεύσει την Άννα. Κι αν υποτεθεί ότι κατάφερε να το πράξει, παραμένει μυστήριο, για ποιο λόγο, μαζί με την κόρη του, δεν φρόντισε να γλιτώσουν και η γυναίκα του κι ο ανήλικος γιος τους.

Κάποιες πηγές πιθανολογούν ότι η Άννα έφυγε στην Ιταλία μετά την άλωση. Τα γεγονότα δεν συνηγορούν σ’ αυτό. Αιχμάλωτος, ο Νοταράς οδηγήθηκε μπροστά στον Μωάμεθ, που τον ρώτησε για ποιο λόγο έπρεπε να γίνουν όσα έγιναν, αντί να του παραδώσουν οικειοθελώς την Κωνσταντινούπολη. Ο Μεγάλος Δούκας απάντησε ότι κι αυτός κι ο αυτοκράτορας δεν είχαν τέτοια εξουσία («Κύριε, ουκ έχομεν τόσην ημείς εξουσίαν του διδόναι σοι την πόλιν, ουδέ βασιλεύς αυτός»). Ο Μωάμεθ εκτίμησε τη στάση του και διέταξε να τον ελευθερώσουν και να τον βάλουν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Έτσι κι αλλιώς, τον χρειαζόταν για να διοικήσει την κατακτημένη αυτοκρατορία. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να στείλει στην ως τότε πρωτεύουσά του, Αδριανούπολη, σκλάβα τη γυναίκα του Νοταρά, μεγάλη δούκισσα (πέθανε από τις κακουχίες στην πορεία). Και, λίγες μέρες αργότερα, μέθυσε κι έστειλε να του φέρουν στην κλίνη του τον 14χρονο γιο του Νοταρά, όμορφο Ισαάκιο. Η αντίσταση του Μεγάλου Δούκα είχε αποτέλεσμα να σφαχτούν κι αυτός κι ο γιος του. Κατά κάποιες πηγές και τα αδέλφια του μικρού, αν και άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι είχαν πέσει μαχόμενα στη διάρκεια της πολιορκίας.

Τον ίδιο καιρό, ο επίσης εξ απορρήτων του νεκρού αυτοκράτορα, Γεώργιος Φραντζής, και η γυναίκα του έγιναν δούλοι του αρχηγού του οθωμανικού ιππικού, ενώ τα παιδιά του δόθηκαν στον σουλτάνο. Ο γιος του σφάχτηκε, επειδή αρνήθηκε να τον ακολουθήσει στην κλίνη του, ενώ η κόρη του, όμορφη Θαμάρ, κλείστηκε στο χαρέμι, όπου και πέθανε νωρίς.

Σε τέτοιες συνθήκες, ήταν πάρα πολύ δύσκολο έως αδύνατο να ξέφευγε η Άννα, αν στ’ αλήθεια βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την άλωση. Άλλωστε, δεκαοχτώ μήνες αργότερα, ενώ βρισκόταν στην Ιταλία, δέχτηκε να πληρώσει ένα σεβαστό ποσό για να ελευθερωθούν ο Φραντζής και η γυναίκα του (ο Φραντζής κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου έγραψε το σπουδαίο αλλά μεροληπτικό «Χρονικό» της άλωσης).

Μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη αναφέρει ότι, στην προσπάθειά της να φτάσει στην Ιταλία, η Άννα Νοταρά αιχμαλωτίστηκε και πληρώθηκαν λύτρα για την απελευθέρωσή της. Αν στ’ αλήθεια συνέβη κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι η οικογένειά της ήταν ακόμα σε θέση να διαπραγματευτεί με τους απαγωγείς. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει πριν από την άλωση, όταν ακόμα ο Λουκάς Νοταράς ήταν ο πανίσχυρος Μεγάλος Δούκας και πρωθυπουργός. Το γεγονός έρχεται να ενισχύσει την άποψη ότι η «αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα» εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη έγκαιρα, παίρνοντας μαζί της ό,τι θεωρούσε πολύτιμο και ήταν δυνατό να μεταφερθεί.

Από αρκετό καιρό πριν από την άλωση, ο Λουκάς Νοταράς είχε φροντίσει να μεταφέρει μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε πιστωτικά ιδρύματα της Ιταλίας. Η Άννα τη βρήκε να την περιμένει. Και ο καρδινάλιος Βησσαρίων, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, την πήρε κάτω από την προστασία του. Έχοντας μείνει η μοναδική που επιζούσε από την οικογένειά της, ήταν η τελευταία Μεγάλη Δούκισσα της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας. «Αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα», για τους πολλούς. Για άλλους, «χήρα του αυτοκράτορα». «Ρωμαία και χριστιανή», όπως αναφέρει η ίδια στη διαθήκη της. Φανατική ανθενωτική, σε σημείο που αρνιόταν ακόμα και να μάθει λατινικά και να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες των καθολικών, σύμφωνα με όλες τις πηγές. Ανορθόγραφη στα ελληνικά της, κατά κάποιες μαρτυρίες. Η δράση της απέσπασε τον θαυμασμό των Ιταλών, παρ’ όλο που γι’ αυτούς ήταν «αιρετική». Την ανέχονταν.

Έγινε η προστάτισσα των Ελλήνων προσφύγων που, κυρίως μετά το 1470, κατά κύματα έφταναν στην Ιταλία. Ανάμεσα σε άλλα, στα 1472 (χρονιά που πέθανε ο προστάτης της, καρδινάλιος Βησσαρίων) ή 1474, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την πολιτεία της Σιένα, στην Τοσκάνη, ζητώντας να της παραχωρηθεί μια εγκαταλειμμένη έκταση με ένα κάστρο στη βαλτώδη Μαρέμα, για να στήσει εκεί ελληνική αποικία. Η κοινότητα θα αριθμούσε γύρω στις εκατό οικογένειες (κυρίως από τη Χιμάρα και τη Μάνη), θα διεπόταν από τους δικούς της νόμους και θα τηρούσε τα δικά της έθιμα, με τον όρο ότι θα ήταν σύμμαχος με τη Σιένα. Παρ’ όλο που οι διαπραγματεύσεις προχώρησαν αρκετά, τελικά δεν καρποφόρησαν. Από την αλληλογραφία όμως με την ηγεσία της Σιένα, προκύπτουν κάποια διόλου ευκαταφρόνητα στοιχεία:

Εκπρόσωπος της Άννας στις διαπραγματεύσεις ήταν ο Φραγκούλης Σερβόπουλος, επιφανής Βυζαντινός, σεβαστός στην Ιταλία, ανήκε στο στενό οικογενειακό περιβάλλον των Νοταραίων. Σε γράμμα του προς τις αρχές της Σιένα, αποκαλεί την Άννα «sponsa imperialis», που σημαίνει «μνηστή του αυτοκράτορα».

Στα 1475, η Άννα εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βενετία. Τον επόμενο χρόνο, γνωρίστηκε με τους Κρητικούς Νικόλαο Βλαστό και Ζαχαρία Καλλιέργη. Τη συντροφιά απασχολούσε η διάσωση της ελληνικής γλώσσας. Η Άννα ξόδευε χρήματα για να αγοράσει ελληνικά χειρόγραφα. Και η τυπογραφία διάνυε ήδη την τέταρτη δεκαετία της αφ’ ότου την ανακάλυψε ο Γουτεμβέργιος. Έστησαν τυπογραφείο που εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σπουδαία της Ιταλίας, εφάμιλλο του σπουδαίου αντίστοιχου της Φλωρεντίας και της «αλδιανής τυπογραφίας» (του Άλδου Μανούτιου) της Βενετίας.

Η επιχείρηση είχε καθαρά ελληνικό χρώμα, καθώς μόνον Έλληνες εργάζονταν σ’ αυτήν. Το πιο σπουδαίο επίτευγμά της ήταν η έκδοση (το 1499) του λεξικού «Ετυμολογικόν Μέγα κατά αλφάβητον το πάν ωφέλιμον» που προετοιμαζόταν επί έξι ολόκληρα χρόνια. Στο τέλος της έκδοσης, αναφέρονται τα εξής: «Το Μέγα Ετυμολογικόν πέρας είληφεν ήδη συν Θεώ εν Ενετία αναλώμασι μεν του ευγενούς και δοκίμου ανδρός κυρίου Nικολάου Bλαστού του Kρητός, παραινέσει δε της λαμπροτάτης κυρίας Άννης Θυγατρός του πανσεβάστου και ενδοξοτάτου κυρίου Λουκά Nοταρά πότε Mεγάλου Δουκός Kωνσταντινουπόλεως, πόνω δε και δεξιότητι Zαχαρίου Kαλλιέργου του Kρητός».

Το τυπογραφείο έκλεισε στα 1501. Η Άννα Νοταρά πέθανε στα 1507. Άφησε την περιουσία και τα υπάρχοντά της στους Έλληνες της Βενετίας. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Μαρίνου Σανούτου, στις 14 Μαρτίου 1514, ο Νικόλαος Βλαστός αποδέχτηκε μέρος της περιουσίας και ανέλαβε πληρεξούσιος του συνόλου της, σε εκτέλεση των επιθυμιών της Άννας, όπως αυτές καταγράφονταν στη διαθήκη της.

Εκείνο που η Άννα δεν κατάφερε να πετύχει όσο ζούσε, ήταν η ανέγερση ελληνορθόδοξου ναού στη Βενετία. Το πέτυχε η ελληνική κοινότητα μετά τον θάνατό της: Είχαν περάσει μόλις 45 μέρες αφότου ο Βλαστός ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσίας της Άννας, όταν (30 Απριλίου 1514) ο δόγης της Βενετίας, Λεονάρντο Λορεντάν, γνωστοποίησε στην ελληνική παροικία ότι το Συμβούλιο των Δέκα ενέκρινε την οικοδόμηση ναού «στο όνομα του Αγίου Γεωργίου» και τη δημιουργία ορθόδοξου κοιμητηρίου. Η ανέγερσή του τελείωσε στα 1573 και στοίχισε 15.000 χρυσά δουκάτα, όλα συνεισφορά Ελλήνων της διασποράς. Αριστερά της Ωραίας Πύλης, υπάρχει η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα του ΙΔ’ αιώνα, που η Άννα Νοταρά έφερε μαζί της από την Κωνσταντινούπολη. Τη θαύμασε ο Γκαίτε, ενώ ο επί δεκαετία υπουργός Πολιτισμού του προέδρου της Γαλλίας, στρατηγού Ντε Γκολ, λογοτέχνης Αντρέ Μαλρό, έγραψε ότι είναι μια από τις ωραιότερες βυζαντινές δημιουργίες που είδε στη ζωή του.

(περισσότερη Ιστορία στο www.historyreport.gr)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News