1673
Ο Νικόλαος Αλέτρας, διδάκτωρ Κινηματογράφου του ΑΠΘ |

«Director’s Next Gen» : Οι φοιτητές Κινηματογράφου του ΑΠΘ συστήνονται

Ο Νικόλαος Αλέτρας, διδάκτωρ Κινηματογράφου του ΑΠΘ
|

«Director’s Next Gen» : Οι φοιτητές Κινηματογράφου του ΑΠΘ συστήνονται

Το project «Director’s Next Gen» προέκυψε μέσα από μια σειρά συζητήσεων μεταξύ του Νικόλαου Αλέτρα, διδάκτορα Κινηματογράφου στο τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  και της Δάφνης Μπεχτσή, ιδρύτριας της πλατφόρμας Cinobo. Όπως αναφέρει ο κ. Αλέτρας, το project αντικατοπτρίζει αφενός μεν την ανάγκη του τμήματος για εξωστρέφεια και σύνδεση των σπουδαστών με την κοινωνία και με την αγορά της διανομής των ταινιών, αφετέρου δε την ανάγκη της πλατφόρμας να στηρίξει και να αναδείξει το νέο αίμα του ανεξάρτητου ελληνικού σινεμά.

Οι δώδεκα ταινίες που επιλέχτηκαν, αποτελούν διπλωματικές εργασίες των φοιτητών του τμήματος και μπορεί το κοινό να τις παρακολουθήσει στην πλατφόρμα έως τις 24 Ιουνίου, ψηφίζοντας την καλύτερη και δίνοντάς της μια ευκαιρία για διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες.

«Θυμάσαι_» της Φεραίας Νικολάου
Από πού εμπνέονται οι κινηματογραφιστές της γενιάς Z;

«Τα θέματα που εμπνέουν τους φοιτητές του τμήματος Κινηματογράφου καλύπτουν μια ευρεία γκάμα πεδίων, προβληματισμών και κινηματογραφικών ειδών. Όμως αυτό που πραγματικά με εκπλήσσει είναι, όχι τόσο η ποικιλία των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται οι φοιτητές στις ταινίες και ακαδημαϊκές εργασίες τους, όσο η πρωτοτυπία με την οποία αποδίδουν τις ιστορίες τους. Γνωρίζουν πως όλα στην κινηματογραφική παραγωγή έχουν ειπωθεί και έτσι έχουν αντιληφθεί την αξία του πώς να αφηγούνται κάτι και όχι το τι αφηγούνται. Βέβαια αυτό προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο σινεφιλίας και ταυτόχρονα μια φρέσκια ματιά, στοιχεία τα οποία αναμφίβολα υπάρχουν σε υψηλό βαθμό μεταξύ των φοιτητών μας», εξηγεί ο κ. Αλέτρας.

Αναμφίβολα, τα παιδιά που ξεκινούν τώρα σπουδές στον κινηματογράφο είναι πιο ενημερωμένα,  λόγω διαδικτύου, αλλά και της πληθώρας θεαμάτων στις πλατφόρμες. Ο Νικόλαος Αλέτρας, τους ονομάζει «σινεφίλ κινηματογραφιστές της Gen Z», για τους οποίους το σινεμά είναι συνδεδεμένο με το διαδίκτυο και τις πλατφόρμες του και γι’ αυτό κινούνται με άνεση μέσα στον καταιγισμό των πληροφοριών και συνάμα των γνώσεων που δέχονται.

Βάλια Κάλντα, του Ηλία Αβραμίδη.Η ταινία δημιουργήθηκε στην Unreal Engine, μια μηχανή δημιουργίας βιντεοπαιχνιδιών. Έγινε εξ ολοκλήρου από ένα άτομο με μηδενικό κόστος παραγωγής

«Επιπλέον, οι φοιτητές του Τμήματος Κινηματογράφου, οι οποίοι εισάγονται στη σχολή μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, έρχονται με απόλυτη συνείδηση της επιλογής τους. Και γι’ αυτό το επίπεδο των εισαχθέντων στη σχολή είναι πολύ υψηλό. Την προηγούμενη χρονιά, η βαθμολογία του πρώτου εισαχθέντα ήταν 18.700 μόρια, ενώ το πιο ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο στοιχείο είναι οι προτιμήσεις των 72 επιτυχόντων που κάλυψαν τις ισάριθμες, δοθείσες από το Τμήμα, θέσεις: για τους 68 το Τμήμα Κινηματογράφου ήταν η πρώτη τους επιλογή, ενώ για τους υπόλοιπους 4 ήταν η δεύτερη».

Η νέα πραγματικότητα του streaming και της ψηφιακής διανομής

«Η τεχνολογία του streaming, που οδήγησε στην έκρηξη των πλατφορμών, πέρα από βασικό τρόπο θέασης αποτελεί και το κυρίαρχο πλέον μοντέλο διανομής ταινιών και οπτικοακουστικού περιεχομένου» εξηγεί ο κ. Αλέτρας, το ερευνητικό ενδιαφέρον του οποίου επικεντρώνεται στον συγκεκριμένο τομέα.

«Το μοντέλο αυτό έδειξε τη δυναμική του στο εξωτερικό από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, δίνοντας αφενός μεν τη δυνατότητα στους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές να αναδείξουν το έργο και το ταλέντο τους μέσα από τις πλατφόρμες, αφετέρου δε στους θεατές να αποκτήσουν φωνή και υπόσταση και να εκφραστούν και οι ίδιοι. Είτε μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε κριτικούς κινηματογράφου (δεν είναι τυχαίο ότι η βαθμολογία μιας ταινίας στην δημοφιλή πλατφόρμα imdb προκύπτει μέσα από την βαθμολογία των χρηστών και όχι από την βαθμολογία των καθ’ ύλην αρμοδίων κριτικών κινηματογράφου), είτε να εκφραστούν και οι ίδιοι δημιουργώντας περιεχόμενο, μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε ‘’produsers”, έναν όρο που προκύπτει από την σύντμηση των λέξεων producer (παραγωγός) και user (χρήστης)», αναφέρει ο καθηγητής του ΑΠΘ, προσθέτοντας ότι τo streaming έχει επιφέρει έναν σπουδαίο εκδημοκρατισμό της διανομής, τόσο για τους θεατές όσο και για τους δημιουργούς.

Πικρό Γάλα, των Αλιβιάδη Παπαδόπουλου και Κατερίνας Αδαμίδου

«Οι ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν σε ένα παγκόσμιο κοινό, ενίοτε χωρίς ενδιάμεσους πράκτορες διανομής, αξιοποιώντας όλες τις διαθέσιμες πλατφόρμες, σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Άλλωστε, θεωρώ πως η διανομή πρέπει να βρίσκεται εξαρχής, οπωσδήποτε στη σύλληψη της ιδέας που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός κινηματογραφικού έργου. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί ο κινηματογραφιστής να χτίσει το κοινό του από την αρχή της παραγωγής, είτε αναζητώντας πηγές χρηματοδότησης (crowdfunding), είτε καλώντας τους χρήστες να εμπλακούν στην παραγωγική διαδικασία μέσω του transmedia storytelling και του transmedia marketing» .

«Δυστυχώς οι Έλληνες κινηματογραφιστές δεν έχουν ακόμα μπει σ’ αυτή τη διαδικασία στο βαθμό που επιβάλλουν οι συνθήκες. Όμως οι νέοι κινηματογραφιστές, σαν τους φοιτητές μας, έχουν τη διάθεση, το ταλέντο, τη σινεφιλία, αλλά και την εκ των πραγμάτων, λόγω ηλικίας, εξοικείωση με τις πλατφόρμες, ώστε να υπερβούν τα οποιαδήποτε εμπόδια και να απευθυνθούν μέσω του streaming σε ένα παγκόσμιο κοινό. Και είναι προφανές ότι τα θέματα και οι ιστορίες τις οποίες θα πρέπει να παράξει ο Έλληνας ανεξάρτητος κινηματογραφιστής, θα πρέπει να είναι παγκόσμιας σημασίας και ενδιαφέροντος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποποιηθεί την εθνική του και πολιτισμική του ταυτότητα, ώστε να μετατραπεί σε κάτι άλλο προς χάριν της επικοινωνίας. Αντιθέτως θα πρέπει να την αναδείξει μέσα από αφηγήσεις που παρουσιάζουν παγκόσμιο ενδιαφέρον και να την αξιοποιήσει, ως βασικό στοιχείο διαφοροποίησης και πρωτοτυπίας, φροντίζοντας όμως να μην πέσει στην παγίδα της ευκολίας του φολκλόρ και του εξωτισμού».

Θα γίνουν οι αίθουσες προβολής μουσειακό είδος;

«Μελετώντας όλα τα διαθέσιμα δεδομένα, πιστεύω πως οι αίθουσες έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο, ως κυρίαρχο μοντέλο διανομής και εκμετάλλευσης των κινηματογραφικών ταινιών. Βέβαια, εδώ και δέκα-δώδεκα χρόνια, με την έλευση του streaming , κυρίως μέσω του Netflix, έχει ανοίξει ένας έντονος διάλογος σχετικά με τη φύση του σινεμά, ταυτίζοντας λανθασμένα, κατά την προσωπική μου άποψη, το σινεμά με την αίθουσα. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι το σινεμά είναι η παραγωγή μιας ταινίας και η υλοποίηση του οράματος των κινηματογραφιστών. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Στήβεν Σόντερμπεργκ, δεν έχει σημασία πού θα προβληθεί το όραμα αυτό. Θα είναι πάντα σινεμά, είτε το παρακολουθούμε στην οθόνη ενός smartphone, είτε στην οθόνη μιας κινηματογραφικής αίθουσας».

Τρίχες, της Ιωάννας Διγενάκη

Ωστόσο, ο κ. Αλέτρας πιστεύει οι κινηματογραφικές αίθουσες δεν θα εκλείψουν πλήρως: «Κάποιες από αυτές θα συνεχίσουν να προβάλλουν ταινίες στο πλαίσιο λειτουργίας κινηματογραφικών λεσχών, ενώ οι ελάχιστες που θα μείνουν στο πλαίσιο της εμπορικής διανομής θα αποτελέσουν ένα ακριβό σπορ κινηματογραφικής θέασης, διανέμοντας συγκεκριμένες κατηγορίες ταινιών (π.χ. τα blockbusters της Disney και της Marvel). Οι τελευταίες, το πιθανότερο θα είναι να έχουν εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική φιλοσοφία, λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, καθώς και τις τεχνολογικές εξελίξεις σε ότι αφορά τη θέαση σε μεγάλους χώρους μαζικής ψυχαγωγίας».

Το μέλλον του ελληνικού σινεμά

«Το ελληνικό σινεμά με όλες αυτές τις ραγδαίες αλλαγές που υφίσταται η παραγωγή οπτικοακουστικού περιεχομένου βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση: θα πρέπει να υπερβεί τον κακό του εαυτό και τις στρεβλώσεις του παρελθόντος και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να επενδύσει κυρίως στα νέα ταλέντα που διαθέτει σε αφθονία. Επίσης, θα πρέπει να αξιοποιήσει όλες αυτές τις δυνατότητες που δίνει το streaming και ταυτόχρονα να αξιοποιήσει την εμπειρία και τους διαθέσιμους πόρους που παρέχει το ΕΚΟΜΕ, ώστε η Ελλάδα να μετατραπεί από ένα τεράστιο ‘’location’’ για ξένες κινηματογραφικές επενδύσεις σε μια υπολογίσιμη δύναμη εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, στοχεύοντας όχι μόνο στους Έλληνες θεατές αλλά και στο παγκόσμιο κοινό», σημειώνει ο κ. Αλέτρας, ενώ τονίζει και τη σημασία της ύπαρξης ταινιών είδους, ως έναν ασφαλή τρόπο να προσεγγίσει κανείς το κοινό του.

«Τα είδη αποτελούν την κοινή γλώσσα συνεννόησης και κατανόησης μεταξύ του κοινού και των παραγωγών οπτικοακουστικών έργων. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η μελέτη και η ανάλυση λειτουργίας των κινηματογραφικών ειδών, ώστε οι ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτή την παγκόσμια γλώσσα για να επικοινωνήσουν με το κοινό τους όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικά. Ειδικά σήμερα, οι streaming πλατφόρμες επιδιώκουν να εμπλουτίσουν το περιεχόμενό τους με ταινίες είδους που προέρχονται από διαφορετικές χώρες παραγωγής (δείτε για παράδειγμα το περιεχόμενο του Netflix). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η συνταγή που προτείνουν τα κινηματογραφικά είδη πρέπει να εφαρμοστεί κατά γράμμα. Οι πραγματικά ανεξάρτητοι και χαρισματικοί κινηματογραφιστές προσεγγίζουν τα είδη με μια διάθεση ανατροπής και υβριδισμού των συμβάσεων τους, παρότι τα αξιοποιούν στο έπακρο».

Φωτοεαυσθησία, της Μελίνας Λουκανίδου

«Ο ελληνικός κινηματογράφος των τελευταίων σαράντα χρόνων, δυστυχώς έχει αποστασιοποιηθεί από τις ταινίες είδους εστιάζοντας στην παραγωγή ταινιών του κακώς εννοούμενου ‘’auteurισμού’’, με αποτέλεσμα την αποξένωση από το ελληνικό κοινό. Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ήταν πράγματι υποδειγματικός σε ότι αφορά τη χρήση των ειδών, μιας και δεν αρκούνταν σε μια απλοϊκή επανάληψη των αντίστοιχων αμερικάνικων. Προσάρμοσε αρμονικά τις αφηγηματικές συμβάσεις του είδους στην ελληνική κοινωνία και εθνογραφία. Οι ταινίες είδους μιλούσαν στην καρδιά του Έλληνα θεατή, και γι’ αυτό γνώρισαν τεράστια εισπρακτική επιτυχία την εποχή που προβλήθηκαν. Η διαχρονική τους αξία είναι αδιαμφισβήτητη, αφού γνωρίζουν επιτυχία ακόμα και σήμερα μέσα από τις συχνές τηλεοπτικές προβολές τους. Παρήχθησαν καθαρόαιμες αστυνομικές ταινίες, κωμωδίες, μιούζικαλ, μελοδράματα, ακόμα και γουέστερν! Νομίζω, η μελέτη του παλιού ελληνικού σινεμά (κυρίως της Finos Film), μπορεί να είναι χρήσιμη για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αξιοποιηθούν και να προσαρμοσθούν οι ειδολογικές συμβάσεις στην σύγχρονη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή».

*Τις φοιτητικές ταινίες που διαγωνίζονται, μπορείτε να τις δείτε και να τις βαθμολογήσετε εδώ. Είναι οι εξής: «Θυμάσαι» της Φεραίας Νικολάου, «Πικρό Γάλα» των Αλκιβιάδη Παπαδόπουλου και Κατερίνας Αδαμίδου, «Αστόρια» του Γαβριήλ Αθανασίου, «Καληνύχτα Μάρα» του Τάσου Τσόρδα, «Τσουλάκια» της Δέσποινας Μαυρίδου, «Ο κυρ Στριμμένος» της Άννας Μανιάν, «Άντε ντε» της Αγγελική Αριάδνη Θυφρονίτου Λήτου, «Τρίχες» της Ιωάννας Διγενάκη, «Καταφύγιο Κυνηγώ»ν των Νικόλα Σαμψών και Θάνου Τριανταφυλλίδη, «Βάλια Κάλντα» του Ηλία Αβραμίδη, «Φωτοευαισθησία» της Μελίνας Λουκανίδου και «Ταξίδι προς τη ζωή» του Μένιππου Αράπη.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...