1222
| Creative Protagon

«Αλεξανδρινή Σφίγγα»: ένα βιβλίο για τη ζωή του Κωνσταντίνου Καβάφη

Protagon Team Protagon Team 12 Αυγούστου 2025, 10:13
|Creative Protagon

«Αλεξανδρινή Σφίγγα»: ένα βιβλίο για τη ζωή του Κωνσταντίνου Καβάφη

Protagon Team Protagon Team 12 Αυγούστου 2025, 10:13

Ο δεύτερος όροφος πάνω από ένα πορνείο στον αριθμό 10 της οδού Λέπσιους, σε ένα κτίριο κρυμμένο στην παλιά ελληνική συνοικία της Αλεξάνδρειας, ήταν, για τρεις δεκαετίες, το λογοτεχνικό επίκεντρο της πόλης. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, μακριά από τον μεσογειακό ήλιο, οι επισκέπτες χρειάζονταν ένα λεπτό για να προσαρμοστούν στο ημίφως, και σταδιακά να διακρίνουν τις ξεθωριασμένες κουρτίνες, τα βαριά έπιπλα, τις αντίκες και τα παράξενα αντικείμενα, που κάλυπταν κάθε επιφάνεια. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, μόνο φως κεριών. Ο οικοδεσπότης, που πρόσφερε ψωμί και τυρί μέσα από τις σκιές, ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με «αινιγματικά μάτια» κάτω από στρογγυλά γυαλιά: ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης.

Τι είδους άτομο θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μέσα σε εκείνο το σκοτάδι; Αυτό ξεκίνησαν να ανακαλύψουν οι Πίτερ Τζέφρις και Γκρέγκορι Τζουσντάνις στην ερευνημένη σε βάθος και πολύ ενδιαφέρουσα βιογραφία τους, με τίτλο «Alexandrian Sphinx: The Hidden Life of Constantine Cavafy». Είναι η πρώτη που κυκλοφορεί εδώ και 50 χρόνια, επισημαίνει στον Guardian ο Μάικλ Νοτ, συγγραφέας και ο ίδιος της βιογραφίας «Thom Gunn: A Cool Queer Life».

Οι δύο ερευνητές αναδημιουργούν με λαμπρό τρόπο τον κόσμο του αλεξανδρινού ποιητή -δύο κεφάλαια, μάλιστα, για την Αλεξάνδρεια είναι ιδιαίτερα καλά σχολιάζει ο βρετανός δημοσιογράφος- και διερευνούν τη θέση του μέσα σε αυτόν. Ο Καβάφης, στους θαυμαστές και υποστηρικτές του οποίου περιλαμβάνονται ο ποιητής Ουίσταν Χιου Ωντεν, ο μυθιστοριογράφος Ε.Μ. Φόρστερ, ο ζωγράφος Ντέιβιντ Χόκνεϊ αλλά και η Τζάκι Ωνάση, παραμένει αινιγματικός από τον θάνατό του σε ηλικία 70 ετών το 1933. Παραδόξως, όμως, για έναν ποιητή που δεν πούλησε ποτέ βιβλίο στη ζωή του -και αντ’ αυτού κυκλοφόρησε τα ποιήματά του σε φύλλα εργασίας, φυλλάδια και ραμμένα σημειωματάρια, χτίζοντας τη φήμη του ποίημα στο ποίημα- τώρα έχει «ένα παγκόσμιο κοινό που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί», χάρη σε ποιήματα όπως «Η Πόλη», «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» και «Ιθάκη», τα οποία η Τζάκι Ωνάση ζήτησε να διαβαστούν στην κηδεία της.

Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια το 1863, ο Κωνσταντίνος Καβάφης έχασε τον πατέρα του σε ηλικία επτά ετών και μετακόμισε με τη μητέρα του, Χαρίκλεια,  στην Αγγλία, ζώντας κατά περιόδους στο Λίβερπουλ και στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια για ένα σύντομο διάστημα, εξαιτίας του βρετανικού βομβαρδισμού της πόλης το 1882, ακολούθησαν τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, το «αστικό σχολείο αποφοίτησης» του Κωνσταντίνου, όπου μπορεί να είχε τις πρώτες του σεξουαλικές επαφές.

Ο Καβάφης επέστρεψε οριστικά στην Αλεξάνδρεια το 1885 και την επόμενη χρονιά δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα. Για να συντηρήσει τον εαυτό του, εργάστηκε για τρεις δεκαετίες ως υπάλληλος στο γραφείο υπηρεσιών άρδευσης, μια βαρετή δουλειά για ένα λαμπρό μυαλό, αλλά που του άφηνε άφθονο χρόνο και ενέργεια για την πιο ζωντανή ζωή της φαντασίας του.

Δεν υπάρχει ποιητής σαν τον Καβάφη, υπογραμμίζει ο Μάικλ Νοτ στον Guardian. Ο τόνος του είναι λακωνικός, συχνά ειρωνικός. Το ύφος του απλό, πεζό, χωρίς μεταφορές, παρομοιώσεις, ομοιοκαταληξίες ή πλούσιο λεξιλόγιο. Δεν είναι για όλους. Γράφοντας σε έναν φίλο του ο άγγλος ποιητής Τομ Γκαν αναρωτήθηκε γιατί ο Καβάφης δεν τον ενδιέφερε ποτέ. «Είναι επειδή οι μεταφράσεις δεν ήταν πολύ καλές ή επειδή νιώθω την πίεση να μου αρέσει το έργο του απλώς και μόνο επειδή είναι ομοφυλόφιλος;», αναρωτήθηκε. Ωστόσο, τα καλύτερα ποιήματα του Καβάφη έχουν μια σκληρότητα και αποστασιοποίηση που θα άρεσε στον Γκαν. Και τα χειρότερά του είναι βυθισμένα στον ίδιο συναισθηματισμό που ο Γκαν ανησυχούσε ότι διαιώνιζε στο δικό του έργο, σημειώνει ο Νοτ.

Αν δεν είχε γίνει ποιητής, παρατήρησε κάποτε ο Καβάφης, θα είχε γίνει ιστορικός. Το δια βίου ενδιαφέρον του για τη βυζαντινή και αρχαιοελληνική ιστορία επηρέασε μεγάλο μέρος του έργου του. Είναι «ποιητής ενός χαμένου κόσμου», όπως είπε ο σερβοαμερικανός ποιητής Ντούσαν Σίμιτς -γνωστός ως Τσαρλς Σίμιτς. Ενας ποιητής χαμένης ιστορίας επίσης. Μικρά επεισόδια, ξεχασμένες μορφές και περιφέρειες ήταν τα θέματά του.

Ο «Καισαρίων», για παράδειγμα, γραμμένος την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σόκαρε τους συγχρόνους του Καβάφη όχι μόνο επειδή υποτίθεται ότι κατέδειξε την άγνοιά του για τα σύγχρονα γεγονότα, αλλά και επειδή «εστίαζε σε μια ερωτική έλξη και μια ποιητική δημιουργία, συνδέοντας τον ομοερωτισμό με την καλλιτεχνική έμπνευση». Βαριεστημένος από την Αθήνα και τη Σπάρτη, ο Καβάφης έφτανε στο λιγότερο γνωστό, μη ηρωικό παρελθόν, αναζητώντας πρότυπα. Υπάρχει μια κάποια μη πραγματικότητα στον καβαφικό κανόνα, μια ονειρική ή απατηλή ποιότητα που δεν μπορεί παρά να τη συγκρίνει κανείς με τον άνθρωπο Καβάφη, που στέκεται, όπως το έθεσε ο Φόρστερ, «σε μικρή γωνία με το σύμπαν». Οι νεαροί άνδρες στα ποιήματά του, σημειώνουν οι βιογράφοι του, συχνά «διασχίζουν το φράγμα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας».

Η Αλεξάνδρεια, επίσης, λαμπυρίζει εκεί και απειλεί να διαλυθεί. Μερικοί από τους σύγχρονούς του επέκριναν τον Καβάφη επειδή απέφευγε τις ρεαλιστικές περιγραφές, αλλά εκείνος καταλάβαινε, όπως γράφουν οι Τζέφρις και Τζουσντάνις, ότι «η συναισθηματική ενέργεια του έργου του έγκειται σε αναμνήσεις, όνειρα, υπαινιγμούς και συναισθήματα». Στιγμές από την αστική ζωή -ένας ελκυστικός υπάλληλος καταστήματος, η «στιγμιαία επαφή» μαζί του- προσδίδουν αισθησιακή και ερωτική ενέργεια στις συνθέσεις του.

Η κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, ωστόσο, ήταν επίσης μια πόλη ανθρώπων που κατασκόπευαν πίσω από κουρτίνες και μέσα από κλειδαρότρυπες, και ο Καβάφης – φοβούμενος την κοινωνική απόρριψη και την εξορία από την πόλη που αγαπούσε – έγινε πιο διακριτικός και συμβατικός. «Αναγνωρίζοντας την ομοφυλοφιλία στην ποίησή του και λογοκρίνοντας τον εαυτό του στη ζωή», υποστηρίζουν οι συγγραφείς της νέας βιογραφίας, «στην πραγματικότητα εμπνευόταν και “συνέχιζε” για καιρό την ποίησή του».

Οι προκλήσεις για τους βιογράφους είναι πολλαπλές: έλλειψη σωζόμενων επιστολών, μια «αδιάφορη» καθημερινή ρουτίνα, μια σχεδόν πλήρης απουσία πληροφοριών για την ερωτική του ζωή (γι’ αυτό, τα ποιήματα είναι οι κύριες πηγές μας). Οι Τζέφρις και Τζουσντάνις υποστηρίζουν ότι το αρχείο ενδέχεται να έχει παραποιηθεί και πολλές μαρτυρίες να έχουν καταστραφεί ή λογοκριθεί, πιθανότατα από τον ίδιο τον Καβάφη ή και από τους εκτελεστές της διαθήκης του, τον Αλέκο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου.

Για έναν ποιητή του οποίου η «σαγηνευτική» φωνή και οι «λαμπεροί» διάλογοι έχουν επαινεθεί ευρέως, οι σωζόμενες επιστολές του είναι ως επί το πλείστον λακωνικές και γραφειοκρατικές. Ευχαριστώντας για παράδειγμα τον Φόρστερ, έναν καλό φίλο και ακούραστο υποστηρικτή του, για το αντίτυπο του μυθιστορήματος «Το πέρασμα στην Ινδία», που του έστειλε, ο Καβάφης έγραψε απλώς: «Είναι ένα αξιοθαύμαστο έργο. Είναι ευχάριστο ανάγνωσμα. Μου αρέσει το ύφος. Μου αρέσουν οι χαρακτήρες. Μου αρέσει η παρουσίαση του περιβάλλοντος».

Τέτοια εμπόδια απαιτούν μια αντισυμβατική δομή, γιαυτό και οι συγγραφείς αποφεύγουν την τυπική αφήγηση από τη γέννηση έως τον θάνατο του ποιητή. (Για να αντισταθμιστεί η «κενότητα» του αρχείου και η «βαθιά απουσία πληροφοριών», έγραψε ο Τζουσντάνις το 2018, «ένας βιογράφος του Καβάφη πρέπει να εργάζεται σαν μυθιστοριογράφος, εικάζοντας και αναδημιουργώντας σκηνές, συμπληρώνοντας τα κενά».) Το  βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με τον θάνατο του αλεξανδρινού ποιητή και ενδιάμεσα, δίνεται, «μια κυκλική αφήγηση μέσα από διάφορες θεματικές σεκάνς»,  δηλαδή, διακριτά κεφάλαια, για την οικογένεια, τους φίλους, την πόλη, την ποίηση του Καβάφη και τις εμμονικές του προσπάθειές να εκτοξεύσει και να εξασφαλίσει τη λογοτεχνική του φήμη.

Ωστόσο, παρά την έλλειψη υλικού αποκαλύπτονται πολλά εδώ: οι «τεράστιες φιλοδοξίες του Καβάφη, η μοναστική εστίαση στην τέχνη του και μια άστοργη ύπαρξη», παρατηρεί ο Νοτ στoν Guardian. Τελικά, «ο ιδιοτελής, εγωκεντρικός ποιητής της μέσης ηλικίας» φαίνεται να κερδίζει «τον ζεστό, στοργικό, τρυφερό νεαρό άνδρα». Παραμένει όμως σαν σφίγγα, άπιαστος, και ο αναγνώστης μένει να συμπονά τους πολλούς καλεσμένους που δεχόταν στο σκοτεινό, εκκεντρικό διαμέρισμά του, όπως η ελληνίδα ηθοποιός και ποιήτρια Μυρτιώτισσα, η οποία «ένιωσε ότι όλη η επίσκεψη είχε κάτι το εξωπραγματικό» και, κατεβαίνοντας τις σκάλες πίσω στην αισθησιακή, θορυβώδη Αλεξάνδρεια, άρχισε να αμφιβάλλει αν τον είχε δει και μιλήσει καθόλου μαζί του…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...