Η… απότομη προσγείωση της Εθνικής
Η… απότομη προσγείωση της Εθνικής
Η πρώτη ήττα της Εθνικής μας ομάδας μετά τον Νοέμβριο του 2024 (από την Αγγλία στο ΟΑΚΑ τότε) μας βρήκε μεθυσμένους από ενθουσιασμό. Πριν αρχίσει ο αγώνας με τη Δανία, στο μυαλό μας ήταν πολύ απλό: νικάμε, φεύγουμε πέντε βαθμούς μπροστά από την ομάδα που είναι η μεγάλη μας αντίπαλος στο κυνήγι της πρώτης θέσης του ομίλου μας, και όλα τελειώνουν στη μόλις δεύτερη αγωνιστική των προκριματικών. Στο χορτάρι, όμως, τίποτα δεν είναι τόσο εύκολο.
Η Δανία είναι κλάσεις ανώτερη από τη Λευκορωσία. Προερχόταν από μια ισοπαλία με τους Σκωτσέζους στην Κοπεγχάγη, και είχε έρθει στην Αθήνα αποφασισμένη να ρεφάρει αυτή την αναπάντεχη απώλεια των δύο βαθμών. Αλλά η μεγαλύτερη δυσκολία του αγώνα ήταν η δική μας ευφορία. Στα τέσσερα πιο πρόσφατα παιχνίδια μας βάλαμε 16 γκολ: τρία στη Σκωτία, τέσσερα στη Σλοβακία, τέσσερα στη Βουλγαρία και πέντε στη Λευκορωσία. Πιστέψαμε, μάλλον, ότι πηγαίναμε σε ακόμη ένα πάρτι. Συμβαίνει συχνά σε ομάδες γεμάτες νιάτα – ο μέσος όρος ηλικίας της ενδεκάδας που παρατάχθηκε τη Δευτέρα στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» ήταν τα 23,9 έτη.
Φαίνεται, όμως, ότι και ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, που τα μαλλιά του άσπρισαν στα γήπεδα, δεν… είδε την μπανανόφλουδα. Το μαρτυρά η επιλογή του να προτιμήσει για το αρχικό σχήμα τον Γιάννη Κωνσταντέλια, αντί του Τάσου Μπακασέτα. Η Εθνική προσέγγισε το ματς πιο «επιθετικά» και από εκείνο με τη Λευκορωσία. Ο καλός προπονητής έπεσε θύμα της ίδιας του της επιτυχίας. Δίστασε να «πειράξει» μια ομάδα η οποία έχει παίξει το πιο διασκεδαστικό ποδόσφαιρο που είδαμε ποτέ από την Εθνική Ελλάδας. Ισως να φοβήθηκε, κιόλας. «Ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει», είναι το σλόγκαν των «προπονητών της εξέδρας». Μπορεί να σκέφτηκε πως, αν χάναμε παίζοντας αλλιώς, θα… τον σταύρωναν.
Κι όμως, στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αλλάζουν και οι ομάδες που κερδίζουν. Ιδίως σε τέτοιου είδους τουρνουά, όπου οι αντίπαλοι είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όσο η Δανία με τη Λευκορωσία. Οι Δανοί παίζουν σε πολύ υψηλές ταχύτητες και με μεγάλη ένταση, πασάρουν «με τη μια», κινούνται διαρκώς χωρίς την μπάλα και τρέχουν ασταμάτητα. Μια πιο συντηρητική προσέγγιση του αγώνα από την πλευρά της Εθνικής μπορεί να μην απέτρεπε την ήττα, όμως ο τρόπος με τον οποίο πήγαμε να τους αντιμετωπίσουμε, ήταν… συνταγή αυτοκτονίας.
Επιπλέον, ήττα από ήττα έχει διαφορά. Ιδίως στις διοργανώσεις της FIFA, όπου το πρώτο κριτήριο πρόκρισης σε περίπτωση ισοβαθμίας είναι ο συντελεστής τερμάτων. Αυτό το 0-3, κανείς δεν το περίμενε. Την προηγούμενη φορά που η Εθνική ηττήθηκε με τρία γκολ διαφορά στο γήπεδό της, από την Ιταλία στο ΟΑΚΑ για τα προκριματικά του Euro, ήταν Ιούνιος του 2019 και είχε προπονητή τον Αγγελο Αναστασιάδη.
Από το ναυάγιο της Εθνικής, το πιο ανησυχητικό σημάδι είναι η μετριότατη απόδοση σχεδόν όλων των διεθνών μας. Ηταν μόνο μια κακή μέρα στη δουλειά; Στις δηλώσεις του μετά το παιχνίδι ο Γιώργος Βαγιαννίδης μίλησε για φόβο. Ισως, η σωστή λέξη είναι «άγχος». Τα αβίαστα, παιδαριώδη λάθη των ελλήνων παικτών μαρτυρούσαν την ψυχολογική πίεση που ένιωθαν σε αυτό το κομβικό ματς. Το βάρος της αποστολής τους -να οδηγήσουν την Ελλάδα σε μια μεγάλη διοργάνωση 11 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία της παρουσία σε Παγκόσμιο Κύπελλο ή Euro- δεν είναι «παίξε – γέλασε». Οσο μεγαλύτερες οι προσδοκίες, τόσο πιο τρομακτική η ευθύνη.
Δεν εξηγείται αλλιώς αυτό που είδαμε τη Δευτέρα. Μια ήττα από τη Δανία, ακόμη και με 3-0, θα ήταν στα όρια του φυσιολογικού. Αλλά όχι έτσι, με τόσα αρνητικά στατιστικά ρεκόρ. Η Εθνική επέτρεψε στους αντιπάλους της 14 τελικές προσπάθειες, οκτώ από τις οποίες σημάδεψαν την εστία του Τζολάκη. Η ελληνική ομάδα δημιούργησε τέσσερις τελικές, και μόνο μια στον στόχο. Και -το πιο φοβερό- έχασε την μπάλα 114 φορές (πάνω από μια το λεπτό). Πρωτόγνωροι αριθμοί, όχι μόνο επί των ημερών του Γιοβάνοβιτς, αλλά και στις προηγούμενες, πιο σκοτεινές, εποχές της.
Στο εξής, κάθε ματς της Εθνικής σε αυτό το τουρνουά θα είναι κρίσιμο, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την απευθείας πρόκριση στην τελική φάση του Μουντιάλ 2026, αλλά και την κατάληψη της δεύτερης θέσης στον όμιλό μας, που οδηγεί στα πλέι-οφ. Τα δύο επόμενα, τον Οκτώβριο, θα είναι (θεωρητικά) τα πιο δύσκολα: Σκωτία – Ελλάδα (9/10 στη Γλασκώβη) και Δανία – Ελλάδα (12/10 στην Κοπεγχάγη).
Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμη, όμως ο στόχος της απευθείας πρόκρισης απομακρύνθηκε αρκετά. Τον Οκτώβριο του 1997 οι Δανοί μας είχαν κλείσει τον δρόμο προς το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας με εκείνο το 0-0 στο κατάμεστο ΟΑΚΑ, που άφησε με το παράπονο μια από τις πιο χαρισματικές εκδόσεις της Εθνικής Ελλάδας. Είναι πολύ πιθανό, η ιστορία να επαναληφθεί. Αλλά ένας ακόμη αποκλεισμός, δεν είναι το μόνο κακό που μπορεί να μας συμβεί.
Το χειρότερο θα είναι, ο Γιοβάνοβιτς (ή ο όποιος επόμενος ομοσπονδιακός τεχνικός) να εγκαταλείψει την προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ελκυστικής στο μάτι Εθνικής, αυτής που κατέγραψε τέσσερα sold-out στους έξι πιο πρόσφατους επίσημους αγώνες της, και να τη γυρίσει πίσω στο «ταμπούρι» για το αποτέλεσμα. Το ακόμη χειρότερο, να ξεθυμάνει ο ενθουσιασμός του κόσμου για τη «νέα Εθνική».
Τη Δευτέρα, στο Φάληρο οι θεατές παρέμειναν στις εξέδρες, ακόμη και όταν το ματς είχε πια κριθεί, και χειροκρότησαν την ομάδα, παρά την απογοητευτική της εμφάνιση και την πικρή ήττα. Αλλά το πόσο ευμετάβλητος είναι ο ψυχισμός των ελλήνων φιλάθλων, είναι γνωστό.
Θα είναι κρίμα μια (απευκταία) αποτυχία να ανατινάξει τα θεμέλια μιας προσπάθειας που έχει ορίζοντα δεκαετίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
