2624
| REUTERS/CreativeProtagon

Να μιλήσω για ήρωες;

|REUTERS/CreativeProtagon

Να μιλήσω για ήρωες;

Για όλους εμάς, στην Ελλάδα, που μοιραζόμαστε την ιστορικά και στατιστικά σχεδόν αδιανόητη τύχη να ζούμε σε χώρα δημοκρατική και ειρηνική, ο πόλεμος είναι κάτι για το οποίο διαβάζουμε στις εφημερίδες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ τις εικόνες του τις βλέπουμε μόνο στο σινεμά και την τηλεόραση.

Διαβάζουμε ή ακούμε: «Σκοτώθηκαν 37 πολίτες από βομβαρδισμό στην πόλη Χ». «Α, τους καημένους», σκέφτονται οι πιο ευαίσθητοι, δαπανώντας συνολικά δύο δευτερόλεπτα. Διαβάζουμε ή ακούμε: «Αγώνας για ανακατάληψη της περιοχής Ψ, με εκατοντάδες νεκρούς». «Πω-πω, δες τι γίνεται εκεί πέρα», αντιδρούν κάποιοι. Όταν ακούμε βέβαια ότι σ’ ένα βομβαρδισμό σκοτώθηκαν μικρά παιδιά, η φρίκη μας κρατάει λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω. Και μετά, όλες και όλοι, επιστρέφουμε στις πολύ πιο ανώδυνες έγνοιες της δημοκρατικής και ειρηνικής κανονικότητας μας.

Φυσικά πράγματα, αυτά. Ανθρώπινα. Όλες και όλοι, κι εγώ μαζί, έτσι κάνουμε. Κι εκτός αν πάμε οι ίδιοι σε πεδίο μάχης ή σε πόλεις και χωριά που βομβαρδίζονται – που δεν θα πάμε – αυτή η φυσική μας απόσταση από το φαινόμενο του πολέμου θα παραμείνει.

Ο μόνος άλλος τρόπος να έρθουμε ψυχικά λίγο πιο κοντά στην τόσο ξένη σε εμάς εμπειρία του πολέμου είναι η συνάντηση με ανθρώπους που είτε πολέμησαν οι ίδιοι, είτε υπέστησαν βαριά τις συνέπειες. Αυτό συνέβη σε εμένα και λίγους φίλους, όταν ένας σύλλογος Ουκρανών που ζουν στην Ελλάδα μας κάλεσε να συναντήσουμε ένα μικρό γκρουπ από τους «ήρωές μας», όπως μας είπαν. Ο σύλλογος είχε μαζέψει χρήματα για να φέρει εδώ για να ξεφύγουν για λίγες ημέρες από τη φρίκη, περίπου δεκαπέντε βετεράνους, βαριά τραυματισμένους.

Οι εδώ ουκρανοί φίλοι, αλλά και οι ίδιοι οι βετεράνοι, χρησιμοποιούσαν για τους εαυτούς τους και τους συμμαχητές τους τον όρο υπερασπιστές, που άλλωστε συμπυκνώνει και την ουσία του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου: η πρώτη χώρα επιτέθηκε να κατακτήσει τη δεύτερη και οι  στρατιώτες της δεύτερης υπερασπίζονται τα πάτρια εδάφη τους, τις οικογένειες και τους αγαπημένους τους.

Οι βετεράνοι μαχητές που συναντήσαμε, οι υπερασπιστές, ήταν όλοι ακρωτηριασμένοι, άλλου του έλειπε το πόδι, άλλου το χέρι. Ο πιο βαριά τραυματισμένος ήταν σε αμαξίδιο γιατί είχαν κοπεί στη βάση τους και τα δυο του πόδια. Μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση όταν τον είδα, όχι μόνο λόγω του βαρύτατου τραυματισμού αλλά και γιατί φαινόταν δεκαετίες μεγαλύτερος από τους άλλους. Η εξήγηση ήταν απλή, έμαθα: όταν άρχισε η ρωσική επίθεση πήγε εθελοντής, στα πενηνταένα του.

Στη φιλική κουβέντα που έγινε με την ομάδα των βετεράνων, μου έκανε εντύπωση ότι όσοι αναφέρθηκαν σύντομα στις περιστάσεις του τραυματισμού τους – για άλλους ήταν προφανώς πολύ τραυματικό, και το απέφυγαν – πάντα άρχιζαν με κάποια παραλλαγή λέξης που περιείχε με ρίζα την «τύχη». Ή «ήμουν τυχερός», ή «είχα μεγάλη τύχη», ή κάτι παρόμοιο. Εννοούσαν βέβαια την τύχη να είναι σήμερα ζωντανοί και να βρίσκονται ανάμεσα στους περίπου 400.000 τραυματισμένους συμπατριώτες τους και όχι στους περίπου 50.000 νεκρούς.

Ένας από τους βετεράνους κατέπληξε την ελληνική παρέα λέγοντας ότι η ημέρα που οδήγησε στον ακρωτηριασμό του ενός του ποδιού ήταν η πιο τυχερή της ζωής του. Και εξήγησε: νωρίτερα την ίδια μέρα είχε ήδη γλιτώσει από τύχη, όχι μία αλλά τρεις φορές από βέβαιο θάνατο.  Η πρώτη ήταν όταν βγαίνοντας από το χαράκωμα του έριξαν μια χειροβομβίδα που έπεσε ακριβώς δίπλα του αλλά δεν έσκασε. Η δεύτερη, όταν λίγα λεπτά αργότερα, τον χτύπησε ένα θραύσμα πυραύλου αλλά ακριβώς στο όριο του αλεξίσφαιρου του, δύο εκατοστά πιο πέρα και θα σκοτωνόταν. Η τρίτη όταν έτρεξε με άλλους συντρόφους του να διασώσει τον τραυματισμένο διοικητή τους και ένα drone έριξε πάνω τους το βλήμα του. Αλλά ούτε αυτό έσκασε. Η τέταρτη φορά, που του στοίχισε το πόδι του, ήταν όταν η έκρηξη ενός ρωσικού πυραύλου – αυτός έσκασε – του διέλυσε τον μηρό.

Είναι κατανοητό: αν έχουν προηγηθεί τα τρία προηγούμενα επεισόδια, φαίνεται φυσικό να θυμάσαι εκείνη τη μέρα ως την πιο τυχερή της ζωή σου, κι ας έχασες το πόδι σου. Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους, λέει ο Σεφέρης στο ποίημα από όπου δανείστηκα και τον τίτλο μου. Σαν έρθει ο θέρος, προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι. Όταν έχεις δει γύρω σου τόσο θάνατο, φίλων και συντρόφων, το να είσαι ζωντανός το νιώθεις κάθε στιγμή ως μεγάλο δώρο. Άλλωστε, οι πιο πολλοί βετεράνοι απάντησαν στην ερώτησή μας «τι σημαίνει για σένα η νίκη;»: «Να είμαι ζωντανός και να ζω ειρηνικά με τους αγαπημένους μου».

Η κουβέντα που έγινε εκείνο το πρωινό όμως δεν με κάλυψε. Επειδή με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η πολεμική ιστορία, έχω διαβάσει πολλά για πολέμους του παρελθόντος και παρακολουθώ στενά την ειδησεογραφία για κάποιους από τους τωρινούς, αλλά πρόσωπο με πρόσωπο με ανθρώπους που πολέμησαν σκληρά δεν είχα βρεθεί. Ήθελα λοιπόν να μιλήσω με κάποιους εκτενέστερα.

Πρότεινα μια πιο διεξοδική κουβέντα στον Γιούρι, τον πενηντατριάχρονο τώρα μαχητή στο αμαξίδιο, και στον Σάσα, που μου φάνηκε από τον τρόπο του πιο ανοιχτός και πιο διατεθειμένος να μιλήσει για τα όσα έζησε. Δέχθηκαν και οι δύο και δώσαμε ραντεβού την άλλη μέρα στο Μουσείο της Ακρόπολης, καθώς η ομάδα θα πήγαινε στον Ιερό Βράχο. Μα ο Γιούρι δεν θα μπορούσε να ανέβει, γιατί εκείνη τη μέρα επισκευαζόταν ο αναβατήρας, κι όσο για τον Σάσα είχε κουραστεί από τις προηγούμενες ημέρες και το τραύμα του τον ενοχλούσε.

Μίλησα με τον καθένα ξεχωριστά, για μια ώρα περίπου, με διερμηνέα την ουκρανή εθελόντρια Λέσια Σοροκόπουντ.

Η ιστορία του Σάσα

Ο Σάσα Κλόβαν γεννήθηκε το 1990 σε ένα μικρό χωριό έξω από την Οδησσό. Όταν τον ρώτησα αν έχει αδέλφια, μου είπε χαμογελώντας  κάπως περήφανα «είμαι το μοναχοπαίδι της μάνας μου», που με έκανε να αναρωτηθώ αν η έμφαση στη μάνα ήταν στοιχείο κοινωνιολογικό, της περιοχής του, ή προσωπικής ψυχολογίας. Αλλά δεν τον ρώτησα – στο κάτω-κάτω για πόλεμο θα μιλούσαμε, δεν θα του έκανα ψυχανάλυση.

O Σάσα Κλόβαν

Μεγάλωσε στο χωριό του, όπου η Ορθόδοξη πίστη ήταν έντονο συνεκτικό στοιχείο, και μετά πήγε στην Οδησσό και σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία. Έπιασε δουλειά ως γυμναστής σε σχολείο, παράλληλα προπονώντας παιδιά στους αγώνες ταχύτητας, όπου είχε κερδίσει και ο ίδιος μετάλλια.

Τον ρώτησα αν έκανε δική του οικογένεια και έλαμψε το πρόσωπο του. «Ναι, βέβαια», είπε, και έπειτα: «Παντρεύτηκα!». Ήταν τέτοια η χαρά που έβγαζε με αυτή τη δήλωση, που του είπα συγχαρητήρια. Μα εκείνος δεν κρατιόταν. «Το 2018», πρόσθεσε, και έπειτα, ξεσπώντας πια από τη χαρά του, «στις 29 Σεπτεμβρίου!». Ένιωθες ότι σου ανακοινώνει την πιο σημαντική ημερομηνία στον κόσμο. Και βέβαια προφανώς ήταν – για εκείνον. Έπειτα, μου έδειξε λάμποντας τις φωτογραφίες της γυναίκας και της κόρης του.

Τη στρατιωτική του θητεία ο Σάσα την άρχισε στα εικοσιπέντε του, δηλαδή το 2015. Ως πτυχιούχος, πήγε στη Σχολή Αξιωματικών, ορκίστηκε ανθυπολοχαγός και εντάχθηκε στο Πεζικό. «Πήγα αμέσως στον πόλεμο», μου είπε. Ξαφνιάστηκα, γιατί όσο και αν έχω παρακολουθήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, είχα ως ορόσημο στον νου μου την έντονη επίθεση της Ρωσίας που άρχισε τον Φεβρουάριο του 2022. Όμως, βέβαια, ο πόλεμος είχε αρχίσει το 2014, όταν παραστρατιωτικές οργανώσεις, εξοπλισμένες από τους Ρώσους, άρχισαν να καταλαμβάνουν περιοχές στις ανατολικές επαρχίες της χώρας.

Ο Σάσα πολέμησε στις σκληρές μάχες για την ανακατάληψη της πόλης Σάστια – κατά τραγική ειρωνεία το όνομα σημαίνει «ευτυχία» – όπου ανδραγάθησε, όπως μου εξήγησε η εθελόντρια διερμηνέας που ήξερε την ιστορία του. Παρέμεινε όμως στον στρατό πέραν της λήξης της θητείας του. Η αιτία; Ο πόλεμος δεν σταμάτησε ποτέ.

Η μεγάλη ρωσική επίθεση του 2022 τον βρήκε υπολοχαγό, διοικητή λόγου των Ειδικών Δυνάμεων. Αναφέρθηκε σε κάποιες μάχες, όπου ήταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή του μετώπου, τη «Ζώνη Μηδέν», όπως την αποκαλούν. Εκεί η παραμονή συνήθως είναι για τρεις μέρες, γιατί συχνά συμβαίνει οι μαχητές να πολεμούν νυχθημερόν, και με τρία συνεχή εικοσετράωρα φτάνουν στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Αντικαθίστανται από συμπολεμιστές τους, πάνε για τρεις μέρες στα μετόπισθεν, και πάλι στη Ζώνη Μηδέν.

Ο Σάσα χρησιμοποιούσε κι αυτός συχνά τη λέξη «τύχη», πρώτη φορά για ένα περιστατικό την πρώτη περίοδο. Βρισκόταν με τους άντρες του στην Ζώνη Μηδέν, έχοντας ως βάση ένα καλυμμένο, βαθύ χαράκωμα. Πολεμούσαν «με τον συνηθισμένο τρόπο», μου είπε, ώσπου άρχισε γενική ρωσική επίθεση με πυροβολικό και τανκς. Η περιοχή τους ουσιαστικά περικυκλώθηκε, και έμειναν πολεμώντας συνεχώς τρεις μήνες, αφού ενισχύθηκαν από δύο λόχους ακόμα – σύνολο κάπου τετρακόσιοι άνδρες.

Είχαν τεράστιες απώλειες, με κάποια σημεία της αμυντικής γραμμής να χάνονται ολόκληρα. «Αν είχα τοποθετηθεί λίγο πιο βόρεια ή πιο νότια, δεν θα ήμουν εδώ σήμερα», μου λέει. Αλλά και εκεί που ήταν, ήταν τυχερός – ξανά, επίμονα, η ίδια λέξη που ακούγεται τόσο παράξενη σε μας, στην περιγραφή μιας κόλασης. «Πέταξε πάνω από την πρόχειρα οχυρωμένη βάση μας ένα ‘έξυπνο’ drone, είδε το μικρό άνοιγμα, ενός μέτρου, που είχαμε ως πόρτα για να βγαίνουμε στο χαράκωμα, βούτηξε, πέρασε την πόρτα και εξερράγη». Ο Σάσα σώθηκε γιατί ήταν η σειρά του να κοιμηθεί για λίγα λεπτά, και από την έκρηξη έπεσαν πάνω του τα κορμιά των νεκρών και βαριά τραυματισμένων συμπολεμιστών, σώζοντάς τον.

Αλλά η τύχη του δεν κράτησε ως το τέλος. Τον ρωτώ αν θέλει να μιλήσει για τον τραυματισμό του και λέει, πάντα με το φωτεινό του χαμόγελο, ότι δεν έχει πρόβλημα.

«Έφτασε η στιγμή να πάει ο λόχος μας στα μετόπισθεν, αλλά η λάσπη ήταν τόσο βαθιά που δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς. Και έτσι, γυρνώντας πεζή, περπατώντας με γαλότσες, ενώ δεν βλέπαμε καλά-καλά ένα μέτρο μπροστά μας, λόγω της βαριάς βροχής, πάτησα μία νάρκη.

Η νάρκη αυτή, σημειώνω, ανήκει στην κατηγορία «κατά προσωπικού», δηλαδή ενεργοποιείται με ελάχιστο βάρος. Το ευρύτερο κοινό τις γνωρίζει ίσως από την καμπάνια που έκανε με πάθος για την κατάργησή τους η πριγκίπισσα Νταϊάνα πριν το θάνατο της, συμβάλλοντας καθοριστικά στην υπογραφή της Συμφωνίας της Οτάβα. Εκεί 133 χώρες, ανάμεσα τους και η Ουκρανία, δεσμεύτηκαν να μην τις χρησιμοποιούν. Αντίθετα οι μεγάλες δυνάμεις, Ρωσία, Κίνα, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπέγραψαν. Η σκληρή λογική του πολέμου ανάγκασε την Ουκρανία, το 2024, να αποσύρει την υπογραφή της. Αλλά όταν χτυπήθηκε ο Σάσα η Ρωσία είχε το αποκλειστικό προνόμιο να σκοτώνει με νάρκες χιλιάδες ανθρώπους, πολλούς απ’ αυτούς αμάχους, γέροντες, γυναίκες και παιδιά.

Ο Σάσα ευτυχώς δεν σκοτώθηκε. «Ήμουν πολύ τυχερός», λέει, αναμενόμενα πια για μένα. «Απλώς τραυματίστηκα» – ως «τραυματισμό» εννοεί ότι έχασε το ένα του πόδι.

Τώρα ο Σάσα έχει επιστρέψει στην αγαπημένη του οικογένεια όπου βρίσκεται στη διαδικασία να πάρει άδεια οδηγού ταξί, μιας και το τραύμα του του επιτρέπει να οδηγεί αυτόματο αυτοκίνητο. Παράλληλα αθλείται στην τοξοβολία, και συνεχίζει να προπονεί παιδιά.

Τον ρωτώ τελειώνοντας για τα αισθήματα του για τη Ρωσία και την Ευρώπη. Μου απαντά: «Όλοι μεγαλώνοντας μαθαίναμε ρωσικά ως δεύτερη γλώσσα, κληρονομιά από τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα με τη Ρωσία». Έπειτα, ανασηκώνει τους ώμους:  «Τώρα όμως, τι αισθήματα να έχω;» μου λέει με θλιμμένο ύφος. Αλλά για την Ευρώπη είναι ενθουσιώδης: «Την αγαπάω πολύ, κι εγώ και όλοι μας», μου λέει. «Μας στήριξε από την πρώτη στιγμή, μας αγκάλιασε».

Η ιστορία του Γιούρι

Κατόπιν έρχεται ο Γιούρι Ολίνικ και κάθεται απέναντί μου με το αμαξίδιό του, πλάι στη διερμηνέα. Ύστερα από το φωτεινό και χαμογελάστο πρόσωπο του Σάσα, μου φαίνεται πολύ σοβαρός και βαρύς.

O Γιούρι Ολίνικ

Γεννήθηκε το 1971, στη Λόζοβα, στο Χάρκοβο, μου λέει. Τη θητεία του την έκανε νέος, όταν δεν είχε αρχίσει ακόμα ο πόλεμος. Μετά δούλεψε στις οικοδομές, κάνοντας και μεροκάματα ως οδηγός για να συντηρεί τη γυναίκα και την κόρη του. Μα όταν άρχισε η μεγάλη ρωσική επίθεση, το 2022, στα πενηνταένα του, κατατάχθηκε εθελοντής – η  στρατεύσιμη ηλικία στην Ουκρανία, λόγω του πολέμου, είναι τα εξήντα χρόνια.

Τον κατέταξαν στο πεζικό, όπου έκανε για ένα διάστημα εκπαίδευση στις πρώτες βοήθειες. Πολεμούσε κανονικά, αλλά είχε στη διμοιρία του την πρόσθετη αρμοδιότητα, αν κάποιος έπεφτε στη μάχη, να τρέξει κοντά του να του δώσει τις πρώτες βοήθειες, να  ειδοποιήσει τους νοσοκόμους και να τους περιμένει με τον τραυματία.

Πολέμησε εννιά μήνες στην πρώτη γραμμή. Έπειτα, του ανέθεσαν ένα τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού, με το οποίο μεταφέρονται οι στρατιώτες προς και από τη Ζώνη Μηδέν. Εκτός της γενικής ευθύνης, η θέση του σε ώρα επιχείρησης ήταν να κάθεται, με το μισό σώμα έξω από το όχημα, ως πυροβολητής αλλά και παρατηρητής, για να εντοπίζει τα κοινότατα πια στον πόλεμο drones, που κινούνται σχετικά αργά και μόνο με οπτική επαφή με τον ουρανό μπορούν να εντοπιστούν και να γίνει προσπάθεια να αποφευχθούν. Οδηγός του οχήματος ήταν ο πολύ νεαρότερος Βάλικ, με τον οποίο έγιναν στενοί φίλοι στον ένα χρόνο που πολέμησαν μαζί, εκτελώντας εκατοντάδες επικίνδυνες αποστολές.

Εκτός από κάποιες περιπέτειες του στο πεζικό, ο Γιούρι μου αναφέρει μόνο ένα γεγονός από τη θητεία του στο όχημα μεταφοράς, για το οποίο προφανώς ήταν ιδιαίτερα περήφανος.

«Πλησιάζοντας στη Ζώνη Μηδέν, βρέθηκε μια μέρα απέναντί μας ένα αντίστοιχο ρώσικο όχημα», μου είπε, «που άρχισε να βάλει εναντίον μας. Και ενώ είχα τη δυνατότητα να του ρίξω βλήμα και με αντιαρματικό, αποφάσισα αν μπορούσα να σώσω το όχημα». Το κατάφερε ρίχνοντας μόνο με το πολυβόλο, έως ότου το όχημα σταμάτησε και ο πυροβολητής και ο οδηγός του βγήκαν από πίσω και τράπηκαν σε φυγή.  Ο Γιούρι έπειτα κατέβηκε, είπε στον Βάλικ να γυρίσει πίσω, και εκείνος μπήκε και οδήγησε το ρωσικό όχημα στο στρατόπεδό τους, προσθέτοντας ένα ακόμα όπλο στον ουκρανικό στρατό. Τελειώνοντας την ιστορία, ήταν η πρώτη φορά που το βαρύ του πρόσωπο φωτίστηκε από ένα μικρό χαμόγελο.

Πριν προχωρήσει στον τραυματισμό του, διακόπτει την αφήγηση.

«Ξέρεις», μου λέει, «μου έκανε εντύπωση με πόση αγάπη μας αντιμετώπισαν στην Ελλάδα όλοι οι άνθρωποι, στις δέκα μέρες που μείναμε. Είστε όλοι έτσι εδώ; Όλοι υποστηρίζουν την Ουκρανία;».

«Δυστυχώς όχι», του είπα. «Υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ρωσόφιλων».

Απόρησε και με ρώτησε γιατί.

«Είναι μεγάλο θέμα και δεν χωράει απλή απάντηση», του είπα. «Πάντως πολλοί προβάλλουν ως αιτία το ότι η Ρωσία είναι ορθόδοξη».

«Μα και η Ουκρανία είναι ορθόδοξη», μου απαντά σαστισμένος.

Και όταν ξαναλέω ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση, μου λέει: «Κάνε μου μια χάρη. Όταν συναντήσεις την επόμενη φορά κάποιον που θα σου πει ότι είναι υπέρ της Ρωσίας στον πόλεμο, ρώτησέ τον εκ μέρους μου: ‘Τι έχει κάνει για την Ελλάδα η Ρωσία και την υποστηρίζεις;’».

Το ερώτημα ήταν απλούστατο και στοιχειώδες, αλλά ομολογώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.

Κατόπιν περνάμε στις συνθήκες του βαρύτατου τραυματισμού του, που κόστισε τον ακρωτηριασμό και των δύο του ποδιών. Ο Γιούρι αναφέρεται σε αυτόν απλά, λιτά, με το αίσθημα να φαίνεται με έναν ανεπαίσθητο σχεδόν βούρκωμα, όσο φτάνει στο τέλος.

Η ιστορία είναι τόσο συγκλονιστική και δραματική, που τον αποτύπωσα να τη λέει με την κάμερα του κινητού μου, και μαζί με εικόνες που μου έστειλε συνέθεσα ένα μικρό βίντεο, που πιστεύω λέει την ιστορία πιο άμεσα από όσο μπορώ να αποδώσω γραπτά. Το συνιστώ, σε όσες και όσους θέλουν να ζήσουν και εκείνοι κάτι από τη συγκίνηση που ένιωσα κι εγώ.

Όταν ο  Γιούρι τέλειωσε την αφήγηση, τον ρώτησα ποια είναι τα σχέδιά του για το μέλλον. Μου είπε ότι έχει κάνει αίτηση για να ενταχθεί σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα συμβουλευτικής ψυχολογίας.

«Θέλω να μπορώ να βοηθώ ανθρώπους σαν και εμένα, που τραυματίστηκαν σοβαρά στον πόλεμο», λέει.

Βρίσκω τον σκοπό του αξιοθαύμαστο αλλά τον ρωτώ αν δεν υπάρχουν ήδη πολλοί ψυχολόγοι που κάνουν μια τέτοια στήριξη στους βετεράνους.

«Ναι», μου λέει. «Αλλά ξέρεις, όσοι τραυματιστήκαμε βαριά, νιώθουμε ένα έντονο αίσθημα ντροπής. Νιώθουμε μειονεξία, σαν να είμαστε μισοί άνθρωποι. Και αυτό κάνει τους περισσότερους από εμάς να ντρέπονται να ζητήσουν ψυχολογική βοήθεια, σαν να μη την αξίζουν».

Ο Γιούρι συμπληρώνει, και λέει κάνοντας μια χειρονομία προς τα κομμένα πόδια του, με ένα πικρό χαμόγελο.

«Ενώ βλέποντάς εμένα, θα έρχονται. Θα με εμπιστεύονται».

Τα χάνω με αυτό που λέει. Αυτοί οι γενναίοι μαχητές, οι ήρωες, να ντρέπονται; Αλλά όσο το σκέφτομαι μου φαίνεται λογικό. Και αυτοί, οι γενναίοι μαχητές, οι ήρωες, δεν παύουν να είναι άνθρωποι σαν κι εμάς στις ψυχές τους, με όλα τα παράλογα κουσούρια μας.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...