1248
| CreativeProtagon/Shutterstock

«Μεγάλωσα» τα παιδιά μου στο Facebook – χωρίς να τα ρωτήσω ποτέ

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 24 Μαΐου 2023, 19:36
|CreativeProtagon/Shutterstock

«Μεγάλωσα» τα παιδιά μου στο Facebook – χωρίς να τα ρωτήσω ποτέ

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 24 Μαΐου 2023, 19:36

Διάβασα ένα άρθρο στο Atlantic και προβληματίστηκα. Οχι, λάθος, ταράχτηκα είναι το σωστό. Το άρθρο μιλάει για την πρώτη γενιά παιδιών που μεγάλωσαν απολύτως εκτεθειμένα στα social media. Από τους γονείς τους, εμάς δηλαδή. Ναι, για τα δικά μας παιδιά μιλάει.

Ο Γιωργάκης νεογέννητο, η Ελενίτσα να θηλάζει, ο Κωστάκης έφαγε την πρώτη του κρεμούλα, έκανε τα πρώτα του κακάκια, πήγε σχολείο, η Μαρία με την τσάντα της, με τα κοτσιδάκια της· «της πάνε τα κοτσιδάκια;» ρωτάει η μανούλα, όχι απαντά το πολυπληθές κοινό, πάνε τα κοτσιδάκια… Και μετά, όσο μεγαλώνουν, τα ίδια και εκατομμύρια άλλα παιδιά, τα επιτεύγματά τους, οι βαθμοί τους, οι σκέψεις τους, τα προβλήματά τους, τα μετάλλια που πήραν στα σπορ που εμείς τα βάλαμε να παίξουν, οι αποτυχίες τους, τα πάρτι τους, οι φίλοι τους, οι αποφοιτήσεις τους, τα γκομενικά τους, τα πάντα όλα ντοκουμενταρισμένα και δημοσιευμένα στα social.

Χωρίς την άδειά τους, φυσικά. Πώς αισθάνονται άραγε αυτά τα παιδιά σήμερα, που πλέον ενηλικιώνονται;

Η Κέιμι Μπάρετ, 24 ετών, μεγάλωσε με τη μητέρα της, η οποία ανέβαζε τα πάντα για την κόρη της στο Facebook: το γεγονός ότι την είχε υιοθετήσει, τη διάγνωσή της με ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη σταφυλόκοκκο, ένα σοβαρό ατύχημα που είχε με το αυτοκίνητό της… Η Κέιμι τα τελευταία χρόνια έγινε ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των παιδιών στην ιδιωτικότητα, ενώ κατέθεσε και σε επιτροπή της Γερουσίας στην Ουάσινγκτον, η οποία μελετούσε τη σχετική νομοθεσία. Πριν από αυτό, όμως, όταν άνοιξε τον πρώτο της λογαριασμό στο Twitter ως έφηβη, είχε ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας της και μιλούσε αδιάκοπα και ανοιχτά για τα προβλήματα που είχε με την υγεία της και τα αδέλφια της.

Η ίδια είπε στο Atlantic ότι οι συνομήλικοί της τής άνοιξαν τα μάτια λέγοντάς της ότι υπερβάλλει και θα έπρεπε να κατεβάσει κάποιες από τις αναρτήσεις της. Και μετά «στράβωσε» που η ίδια δεν ήθελε να είναι στα social, αλλά η μαμά της την είχε βάλει σε αυτά χωρίς να τη ρωτήσει ποτέ.

Η περίπτωση της Μπάρετ δεν είναι μοναδική, αν και στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει κάποια αντίστοιχη. Οχι ακόμη, τουλάχιστον. Μπορώ, όμως, να σκεφτώ πολλά παιδιά που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που έκανε, τα δικά μου αρχικά…

Σκέφτηκα πολύ αν αυτό το κείμενο θα πρέπει να έχει απολογιστικό ή απολογητικό χαρακτήρα, αν και αυτά τα δύο δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να γράψεις για ένα τέτοιο θέμα και να προσποιηθείς ότι δεν σε αφορά άμεσα, όταν έχεις κάνει ακριβώς αυτό που περιγράφει.

Μπήκα στο Facebook το 2007, ακριβώς τη χρονιά που γεννήθηκε ο γιος μου. Εκείνος, όπως και η κόρη μου, που ήρθε ενάμιση χρόνο αργότερα, έχουν ακόμη και τις φωτογραφίες τους από το μαιευτήριο στο ίντερνετ. Και πολλές ακόμη φωτογραφίες, όπως και πολλές ιστορίες γι’ αυτούς που έχω γράψει κατά καιρούς. Και όχι μόνο στα social. Πάρα πολύς κόσμος ξέρει ποια είναι τα παιδιά μου, πώς είναι και τι κάνουν. Θα έπρεπε; Και αυτό δεν είναι ένα ερώτημα που μου προέκυψε από το άρθρο του Atlantic, βέβαια…

Τώρα είναι αργά για δάκρυα. Ο,τι ανεβάζεις στο ίντερνετ μένει για πάντα στο ίντερνετ και δεν έχεις την παραμικρή ιδέα ή έλεγχο πάνω στο πώς και από ποιους χρησιμοποιείται. Οποιος θέλει παίρνει μια φωτογραφία ή ένα βίντεο, και ιδιαίτερα σήμερα, με το deep fake σε επέλαση, τα κάνει ό,τι θέλει.

Τα παιδιά μας δεν έχουν καμία νομική προστασία. Τα δικαιώματά μας στην κηδεμονία τους υπερβαίνουν τα δικά τους δικαιώματα στην ιδιωτικότητα, κάπως σαν να είναι ιδιοκτησία μας. Τίποτε δεν μας απαγορεύει να τα εκθέσουμε στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων, αρκεί να μην παραβιάζουμε κάποιους βασικούς κανόνες.

Είναι απόλυτα αποδεκτό κοινωνικά να ανεβάζεις τις φωτογραφίες τους και πληροφορίες που τα αφορούν, ολόκληρες ομάδες με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη βασίζονται πάνω στην ιδιότυπη αυτή λατρεία της έκθεσης των παιδιών μας σε κοινή θέα. Και πάρα πολλοί από εμάς, όταν «πέφτουν» τα λάικ και οι καρδούλες, επιστρατεύουμε ένα ποστ με τα παιδιά μας για να μπουστάρουμε τον ναρκισσισμό μας και την όποια ανασφάλεια και κενό μάς καλύπτει αυτή η πλασματική «δημοφιλία» των 100-200 «φίλων».

Μπορεί τα social να απαγορεύουν αναρτήσες με γυμνό περιεχόμενο, αλλά πόσο απέχει από αυτό η μανούλα που βάζει την ανήλικη κόρη της να ποζάρει σαν μοντέλο και κάνει και σχόλιο για τα «χιλιομετρικά πόδια» του 10χρονου, ενθαρρύνοντας ανάλογα σχόλια και από το (κατά κανόνα ανδρικό) κοινό της; Μπορεί να απαγορεύεται περιεχόμενο με παιδική κακοποίηση, αλλά πόσο απέχει από αυτό το «χαμογέλα (με το ζόρι) να μας βάλω στο Instagram»;

Ακόμη πιο πέρα, η παιδική εργασία και εκμετάλλευση απαγορεύεται, αλλά πόσο απέχει από αυτήν η διάσημη influencer που βγάζει χιλιάδες ευρώ βάζοντας τα ανήλικα παιδιά της να διαφημίζουν προϊόντα σε βίντεο, φωτογραφίσεις, αναρτήσεις κ.λπ.;

Ολα τα πιο πάνω υπάρχουν και υπάρχουν εδώ, σε κάποιον λογαριασμό δίπλα μας. Οπως υπάρχουν και οι γονείς που κάνουν δημοσιεύσεις με φωτογραφίες των παιδιών τους, αλλά κρύβουν τα πρόσωπά τους με μωσαϊκά, αρκουδάκια, κουνελάκια και καρδούλες. Το οποίο είναι λίγο σαν τον σκύλο και την πίτα: θα πάρεις τα λάικ και τις καρδούλες (χορτάτος ο ναρκισσισμός), αλλά θα κρύψεις το πρόσωπο του παιδιού (ακέρια η ηθική σου). Μόνο που το παιδί δεν εκτίθεται αποκλειστικά από το πρόσωπό του. Ακόμη και η δημοσίευση της ίδιας του της ύπαρξης είναι παραβίαση, αν το δούμε πιο στενά, ή σε μεγαλύτερο εύρος αν προτιμάτε…

Είναι δύσκολο να αποφύγεις την ηθικολογία σε ένα τέτοιο κείμενο, και ακόμη πιο δύσκολο είναι να βρεις μια ισορροπία σε ένα θέμα τόσο καινούργιο που ουσιαστικά σε βάζει να κολυμπάς σε αχαρτογράφητα νερά. Χωρίς πυξίδα και σωσίβιο. Οι γενιές των 40-45+ μεγαλώσαμε χωρίς social και όσο κι αν θέλουμε να περηφανευόμαστε μερικοί ότι τα παίζουμε στα δάχτυλα, η αλήθεια είναι ότι είμαστε απέναντί τους σαν τους πρώτους σάπιενς που δημιούργησαν φωτιά· πολλοί από αυτούς σίγουρα έπαθαν εγκαύματα πριν καταλάβουν καν τι είναι αυτό το πράγμα, πώς να το ελέγξουν και σε τι μπορεί να τους φανεί χρήσιμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι έπρεπε να σβήσουν τη φωτιά για πάντα.

Αντιθέτως, οι γενιές των κάτω των 20-25 και ειδικότερα οι σημερινοί έφηβοι μεγάλωσαν σε έναν κόσμο τον οποίο ξέρουν να ερμηνεύουν και να πλοηγούν κυρίως μέσα από το ίντερνετ. Αποκλείεται, συνεπώς, οι ματιές μας πάνω στο θέμα να είναι οι ίδιες. Εμείς πέσαμε πάνω στα social με αδηφαγία, μας έδωσαν δήθεν διέξοδο σε χίλια μύρια: απομόνωση, κόμπλεξ, στέρηση, ανάγκη για κοινωνική καταξίωση, και κυρίως μας δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι «είμαστε κάποιοι». Δεν υπολογίσαμε το κόστος, δεν το ξέραμε κιόλας. Τα social μάς ρούφηξαν αμάσητους, μαζί με ό,τι είχε καθένας να τους δώσει: παιδιά, γατιά, αξιοπρέπεια, ιδιωτικότητα, χρόνο… Λίγοι είναι εκείνοι που έμαθαν όντως να τα «παίζουν στα δάχτυλα» και να τα χρησιμοποιούν αυτοί, αντί να τους χρησιμοποιούν εκείνα.

Κι όμως, κάθε μέρα προσπαθούμε με μανία να απομακρύνουμε τα παιδιά από το Τik-Tok και φτιάχνουμε νόμους που τα περιορίζουν και τους μιλάμε για έρευνες που λένε ότι τους κάνουν κακό, ενώ από την άλλη τα βγάζουμε οι ίδιοι στο Facebook προς τέρψιν των followers. Και αν πεις να απαγορευτεί αυτό, θα σου πουν κάποιοι ότι συντηρητικολογείς και παρεμποδίζεις την ελευθερία του ίντερνετ και είσαι πίσω από την εποχή σου. Και μπορεί να έχουν και δίκιο, γι’ αυτό σας λέω είναι δύσκολο το θέμα.

Η Κέιμι Μπάρετ λέει ότι έχει γίνει παρανοϊκή με την ιδιωτικότητα μετά τη συμπεριφορά της μητέρας της και πέρασε ένα διάστημα που φοβόταν ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Σταμάτησε να μιλάει με τη μητέρα της, διότι η στάση της δεύτερης στο ίντερνετ δημιούργησε τείχος ανάμεσά τους.

Ελπίζω να μη συμβεί και σ’ εμάς αυτό. Περισσότερο, όμως, ελπίζω να μην έχουμε κάνει –άλλη μια– ζημιά σε αυτές τις γενιές.  

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...