Β Γκρέτσιι βσιο γιεστ*
Β Γκρέτσιι βσιο γιεστ*
Οι Ρώσοι λένε «στην Ελλάδα υπάρχουν τα πάντα»*, μια φράση παρμένη από το μονόπρακτο του Α. Τσέχωφ «Ο γάμος», με διττή σημασία, που εξαρτάται από το εάν έχει διαβαστεί το έργο από αυτόν που τη διατυπώνει.
Οι οικονομικο-πολιτικές εξελίξεις και η ουσιαστικά βίαιη αστικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της χώρας μας, που συντελέστηκαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, συνέβαλαν στη διαμόρφωση αντιλήψεων και συμπεριφορών, που συναρτούν την εθνική μας ταυτότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, η πεποίθηση πως η θεμελιώδης και σε βάθος γνώση γκρεμίζει αδιέξοδα και κτίζει πολιτισμούς, συμβάλλοντας στην ατομική και συλλογική (κοινωνική) ευμάρεια, υποκαταστάθηκε σε έναν μεγάλο βαθμό, από μια «καταναλωτική» αντίληψη απόκτησης πτυχίων, βασισμένη στην απλουστευτική λογική του «όσο περισσότερα, τόσο καλύτερα». Επιλέχτηκε κυρίως η αποσπασματική προσέγγιση ποικιλίας γνωστικών αντικειμένων, δηλαδή από την εξειδικευμένη η γενικευμένη εκπαίδευση, τάση άλλωστε, που επηρεάζει τα εκπαιδευτικά συστήματα και σε άλλες χώρες.
Τώρα όμως την εποχή της οικονομικής κρίσης, αυτοί που βάλλονται περισσότερο, είναι οι νέοι – κάτοχοι σειράς πτυχίων και πανεπιστημιακών τίτλων – οι οποίοι συμπληρώνουν τις λίστες των ταμείων ανεργίας. Μέσα λοιπόν από υπεραπλουστευμένους συλλογισμούς, φαντασιακές καταστάσεις και γνώμονα την ενδογενή παρορμητική συμπεριφορά, οι επόμενες γενιές θα γυρίσουν την πλάτη στην όποια εκπαιδευτική διαδικασία.
Γι’ αυτό, πρέπει άμεσα να βρεθεί το εφικτό εθνικό κίνητρο, που θα συντελέσει στην προσπάθεια δημιουργίας ενός καλύτερου αύριο.
Η διαμόρφωση πρότασης για την ανάδειξη της Ελλάδας, σε παγκόσμιο τόπο διδασκαλίας των ευρωπαϊκών γλωσσών ως ξένων, όταν θα συνδυάζεται με πολιτιστικές, θρησκευτικές ή διακοπές ξεκούρασης, μπορεί να αποτελέσει το κίνητρο αυτό. Πρόταση απόλυτα σύμφωνη με τον επίσημο ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δια βίου μάθηση, όπου αναφέρεται ότι «Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων, στο πλαίσιο μιας προσωπικής, κοινωνικής οπτικής και/ή μιας οπτικής που σχετίζεται με την απασχόληση» (European Commission, Com (2001) 678).
Δεκαεπτά σημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αναγνωρισμένα από την UNESCO, αμέτρητοι αρχαιολογικοί χώροι και θρησκευτικής σημασίας κτίσματα και μνημεία, το 1/4 των ευρωπαϊκών ακτογραμμών και χιλιάδες περιοχές με τουριστικό, επιστημονικό και περιβαλλοντικό ενδιαφέρον – έντεκα από τις οποίες έχουν ενταχθεί στη συνθήκη RAMSAR, βρίσκονται διάσπαρτα στην ελληνική επικράτεια. Όλα αυτά δίπλα ή ακόμη και μέσα σε πόλεις που διαθέτουν συγκοινωνιακές, νοσοκομειακές και χειμάζουσες κτιριακές υποδομές (π.χ. παλαιά στρατόπεδα, αναξιοποίητα δημόσια κτήρια, κτιριακές εγκαταστάσεις πανεπιστημιακών προδιαγραφών).
Μέσα από τη δημιουργία νέων κινήτρων ανάπτυξης, θα μπορούσαν οι περισσότερες από αυτές τις πόλεις να αναλάβουν ή να τους ανατεθεί η διδασκαλία μιας ευρωπαϊκής γλώσσας σε συνεργασία με φορείς, που προωθούν και εργάζονται στη διδασκαλία της γλώσσας αυτής. Κίνητρα δοσμένα όχι με τη μορφή επιδοτήσεων και ατελέσφορων χρηματοδοτήσεων, αλλά μέσα από την απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και την ενθάρρυνση των συμπράξεων.
Η δημιουργία εκπαιδευτικών campus και η σύνδεση των ελληνικών πόλεων με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές χώρες θα αναδείκνυε την ευρωπαϊκή ιδέα καθώς και την Ελλάδα ως πολιτιστικό πόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παγκόσμιας εμβέλειας, κάτι απολύτως συμβατό με την ιστορική της διαδρομή. Και αυτό είναι κάτι που μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει και στην ανάπτυξη διδασκαλίας κλασσικών σπουδών από τη Μαρώνεια έως την Αρχαία Ολυμπία και από την Αρχαία Νικόπολη έως τον Μυστρά.
Εφόσον λοιπόν στην Ελλάδα υπάρχουν τα «πάντα», θα μπορέσουν να ευδοκιμήσουν οι δυνατότητες για την αξιοποίησή τους;
* Ο Στάθης Ι. Γιαννίκος είναι Πρόεδρος του Ινστιτούτου Πούσκιν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
