Φεύγοντας (άδικα;) στα 28 του
Φεύγοντας (άδικα;) στα 28 του
Ηταν όμορφος, νέος, διάσημος. Είχε λεφτά, γυναίκα που αγαπούσε, παιδιά, φίλους, οπαδούς και τη στρογγυλή θεά στα πόδια του να τον υπακούει. Ο Ντιόγκο Ζότα είχε όλα εκείνα που ο κόσμος ζηλεύει, σέβεται ή ποθεί. Και τα είχε μόλις στα 28 του. Πλην όλα του τα βαρύτιμα λάφυρα στάθηκαν ανίκανα να τον κρατήσουν για λίγα δευτερόλεπτα ακόμη στη ζωή.
Δεν είναι η φτώχεια που σκοτώνει πάντοτε. Ούτε η αμαρτία ούτε η πλεονεξία, ούτε καν το λάθος. Καμιά φορά σκοτώνει το τίποτα. Μια πετρούλα στην άσφαλτο, ένα σκασμένο λάστιχο, η χαζή παρατιμονιά ενός προπορευόμενου φορτηγού ή απλώς ένα στρογγυλό φεγγάρι στο βάθος, που μέσα στην αψηφισιά της νιότης σου σε βάζει στον πειρασμό να πατήσεις λίγο παραπάνω το γκάζι.
Η ζωή είναι αδικαιολόγητα άδικη. Δεν παίζει τίμια, μήτε για τον ταπεινό πεζό μήτε για τον καβαλάρη της Lamborghini. Δεν λογαριάζει το πόσο δούλεψες, το πόσο έδωσες, το πόσο αγαπήθηκες. Δεν αναγνωρίζει τα γκολ που πέτυχες, τα συμβόλαια που υπέγραψες, τα «ζήτω» ή τα «αίσχος» που εισέπραξες.
Ερχεται η στιγμή της και σε παίρνει όπως είσαι. Είτε κουρασμένο είτε γελαστό. Είτε πατέρα είτε παιδί. Είτε με γεμάτο τραπεζικό λογαριασμό είτε με άδεια ψυχή.
Ο Ντιόγκο Ζότα είχε όλα εκείνα που θεωρούμε «επιτυχία». Μα την ύστατη ώρα, δεν τον υπερασπίστηκε κανένα από τα τρόπαιά του. Δεν μεσίτεψε κανένας μάνατζερ. Δεν εξαγοράστηκε η στιγμή. Ούτε μια ντρίπλα δεν μπόρεσε να κάνει στον θάνατο, καμιά ιαχή του Ανφιλντ δεν σταμάτησε τον Χάρο την ώρα που κατέβαζε βίαια το δρεπάνι του.
Τι απομένει στους εναπομείναντες; Μια σιωπή, ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ενα πνιγμένο και ανούσιο «γιατί», που δεν θα απαντηθεί ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι η δόξα και το χρήμα είναι υπέροχα, όσο η καρδιά χτυπά.
Μα μπροστά στο τυχαίο, στο απόλυτο, στο τελεσίδικο, μοιάζουν με σαπουνόφουσκες που ταξιδεύουν στον αέρα. Κι ένα καυτό μεσημέρι, σε έναν άδειο δρόμο κάπου στη Ζαμόρα, κάνουν απλώς «πουφ».
Ισως αυτό να ’ναι το τίμημα της ανθρώπινης κατάστασης. Να ζεις με την ψευδαίσθηση πως προχωράς μπροστά, ενώ κάθε βήμα σε φέρνει πιο κοντά στην άβυσσο. Κι όμως, να συνεχίζεις. Να δίνεις, να παλεύεις, να ελπίζεις, να αγαπάς, να μισείς, να γοητεύεσαι, να απογοητεύεσαι. Οχι γιατί έχει νόημα, αλλά γιατί έτσι ορίζει η νομοτέλεια της θνητότητας.
Ο Ντιόγκο έφυγε νέος. Ισως πιο πλούσιος από πολλούς που έζησαν διπλάσια ή τριπλάσια χρόνια. Είχε παιδιά να τον θυμούνται, γήπεδα που φώναξαν τ’ όνομά του, πλάνα να μας τον θυμίζουν στη νιότη και στις δόξες του, κι έναν παθιασμένο κόσμο να τηρήσει στην εξέδρα ενός λεπτού σιγή, πριν αρχίσει να επευφημεί το επόμενο είδωλό του.
Οι δικοί του γονάτισαν συντετριμμένοι, βλέποντας τον καρβουνιασμένο. Φρικτό. Μα τουλάχιστον δεν τον είδαν γερασμένο, ερειπωμένο, ανήμπορο. Μακροπρόθεσμα, ίσως το τελικό ζύγι να καταλήγει υπέρ του. Κι εκεί που πήγε, αν υπάρχει αυτό το «εκεί», θα έχει τουλάχιστον παρέα το αδελφάκι του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
