780
| Shutterstock/ CreativeProtagon

Ακριβή μου μπριζόλα

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 16 Σεπτεμβρίου 2025, 13:20
|Shutterstock/ CreativeProtagon

Ακριβή μου μπριζόλα

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 16 Σεπτεμβρίου 2025, 13:20

Η γιαγιά μου έφτιαχνε καταπληκτικούς ντοματοκεφτέδες, κολοκυθοκεφτέδες και όλων των ειδών «ψευτοκεφτέδες», όπως τους λένε στα νησιά. Οταν τη ρωτούσα γιατί δεν έπαιρνε κιμά να μας κάνει πραγματικά κεφτεδάκια, μου απαντούσε: «Το κρέας δεν είναι για συνέχεια. Πού να το βρεις;». Ετσι έμαθα ότι στην πατρίδα της, τη Μήλο, και τις άλλες Κυκλάδες, εφευρέθηκαν οι ψευτοκεφτέδες, όχι ως γκουρμεδιά, αλλά ως ανάγκη, επειδή δεν υπήρχε κρέας. Κι όταν υπήρχε, έκαναν –κυριολεκτικά– Πάσχα.

Οταν κάναμε αυτές τις κουβέντες, κάπου στη δεκαετία του 1980, η ίδια δεν μπορούσε να φανταστεί ότι λίγα χρόνια αργότερα στις –κάποτε ταπεινές– Κυκλάδες οι άνθρωποι θα πλήρωναν εκατοντάδες ευρώ για ένα κομμάτι κρέας πασπαλισμένο με χρυσόσκονη· κι εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το μοσχάρι –άνευ χρυσόσκονης– θα πήγαινε 20 ευρώ το κιλό, με μισθούς των 800.

Το κρέας έκανε στην Ελλάδα έναν κύκλο: από πολυτέλεια έγινε καθημερινότητα και τώρα είναι και πάλι πολυτέλεια. Ο κύκλος αυτός δεν συμβαδίζει με τον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο, ο οποίος παρέμεινε στη φάση του σχετικά προσιτού κρέατος, γι’ αυτό και κουβεντιάζουμε σήμερα για τις «διαστημικές» τιμές του στα καθ’ ημάς. Και δεν είμαστε πια στο 1960. Η ανάγκη δεν γίνεται εύκολα φιλότιμο και οι κεφτέδες δεν φτιάχνονται χωρίς κρέας.

Ποιος –ή τι– φταίει που το κρέας έγινε απλησίαστο; Είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς μονοδιάστατα, όμως το θέμα είναι πολυπαραγοντικό· συνέπεια ενός συνδυασμού οικονομικών, παραγωγικών και κοινωνικών παραγόντων.

Πρώτα απ’ όλα, εισάγουμε πολύ κρέας. Πάρα πολύ. Το 2024 πληρώσαμε περίπου 1,7 δισ. ευρώ για να εισάγουμε και να φάμε μπριζόλες, λουκάνικα και πανσέτες. Είναι θηριώδες το ποσό, για μια χώρα που θα μπορούσε να καλύψει, σε μεγάλο βαθμό, τις ανάγκες της η ίδια αλλά δεν το κάνει. Σημαίνει, επίσης, ότι το κόστος ανεβαίνει, λόγω μεταφορικών εξόδων, δασμών και διακυμάνσεων των διεθνών τιμών.

Γιατί, όμως, να εισάγουμε μοσχαράκια και να μην τα εκτρέφουμε μόνοι μας; Δεν θα ήταν χαρούμενα να βοσκάνε στα λιβάδια μας; Αυτά, ναι, οι παραγωγοί όχι και τόσο.

Η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα δεν αφορά μόνο την κτηνοτροφία και είναι αποτέλεσμα τόσο των συνθηκών, όσο και των κεντρικών πολιτικών. Η χώρα δεν διαθέτει πλέον κτηνοτροφία σε βαθμό που να μπορεί να ικανοποιήσει ούτε κατά προσέγγιση τις εγχώριες ανάγκες.

Αρχικά, το κόστος παραγωγής του κρέατος στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά υψηλό. Οι έλληνες παραγωγοί βασίζονται σε εισαγόμενες ζωοτροφές των οποίων η τιμή εξαρτάται από τις διεθνείς αγορές και τα μεταφορικά. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το 2023, για παράδειγμα, η τιμή των ζωοτροφών αυξήθηκε κατά 25-30% σε σχέση με το 2021, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Παράλληλα, οι έλληνες κτηνοτρόφοι αντιμετωπίζουν δυσανάλογα υψηλό κόστος ενέργειας, νερού και φαρμάκων.

Επιπλέον, οι ελληνικές κτηνοτροφικές μονάδες είναι συνήθως οικογενειακές, σε αντίθεση με τις μεγάλες βιομηχανικές φάρμες σε άλλες χώρες. Οπως τα κρασιά μας, που είναι φανταστικά αλλά πολύ ακριβά – ακόμη και στην εγχώρια αγορά – σε σύγκριση με τα γαλλικά και τα ιταλικά. Οι μικρές ποσότητες κρέατος που παράγονται δεν επιτρέπουν οικονομίες κλίμακας, με συνέπεια η τιμή να ανεβαίνει. Βάλτε τώρα στην εξίσωση και τη γεωγραφία· βουνά και δύσβατες περιοχές αυξάνουν τα μεταφορικά και δυσχεραίνουν τη διανομή.

Δεν φταίνε για όλα τα βουνά, όμως. Το κρέας στην Ελλάδα επιβαρύνεται με ΦΠΑ 13% για νωπό και ακόμη μεγαλύτερο για επεξεργασμένα προϊόντα. Η αυστηρή νομοθεσία για την υγιεινή, την ασφάλεια και την ιχνηλασιμότητα των ζώων, προστατεύει μεν τον καταναλωτή, αλλά αυξάνει το κόστος. Επιπλέον, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και τα πολυάριθμα πιστοποιητικά δημιουργούν πρόσθετα έξοδα για τους παραγωγούς.

Ναι, ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς θέλουμε να τρώμε κρέας. Και η αλήθεια είναι ότι πρέπει να μπορούμε. Αν επιλέξουμε να μην το κάνουμε, όχι συχνά ή και καθόλου, πρέπει να το κάνουμε επειδή έχουμε την επιλογή, όχι επειδή δεν το σηκώνει η τσέπη μας. Διότι είμαστε Ευρωπαίοι. Και έχουμε, με χαμηλούς μισθούς, τις υψηλότερες τιμές βοδινού στην ΕΕ, με μεγάλη απόκλιση. Πολυτέλεια τα θαλασσινά, πολυτέλεια τα ψάρια, τα φρούτα, η χωριάτικη, η φέτα, το κρέας, στο τέλος θα ζούμε με φακές, που κι αυτές πανάκριβες είναι. Το φαγητό και το κόστος του δεν είναι απλή θεωρία· είναι καθημερινότητα.

Η «ευθύνη του καταναλωτή» προφανώς υπάρχει, αλλά είναι πολύ μικρή και δεν επηρεάζει καθοριστικά την κατάσταση: Να αγοράζεις υπεύθυνα, εποχικό κρέας ή προϊόντα απευθείας από παραγωγούς, να μην ψωνίζεις πενήντα μπριζόλες την εβδομάδα, εντάξει.

Χρειάζονται άλλου είδους στρατηγικές, όμως, οι οποίες δεν είναι στο χέρι μας: η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής είναι το πρώτο και βασικό. Η μείωση της γραφειοκρατίας και η προώθηση οικονομικότερων ζωοτροφών, είναι εξίσου αναγκαία μέτρα.

Είναι εύκολο να πεις σε κάποιον «μην τρως κρέας». Μπορείς να του το πεις, διότι πράγματι δεν κάνει πολύ καλό· σε εμάς και στο περιβάλλον εξίσου. Θα σας το πω κι εγώ. Οταν πάει το μοσχάρι στα 10 ευρώ το κιλό, όμως. Ή ο μισθός στα 1.500. Για να μην είμαστε παράλογοι, ας ξεκινήσουμε από το εφικτό: το πρώτο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...