Σουπερμάρκετ: Το «παιχνίδι» με τις τιμές, η σύγκριση με Γερμανία
Σουπερμάρκετ: Το «παιχνίδι» με τις τιμές, η σύγκριση με Γερμανία
Εχει γραφτεί και ξαναγραφτεί και αποτελεί κοινή παρατήρηση των καταναλωτών τα τελευταία τρία χρόνια (με εξαίρεση ίσως όσους εργάζονται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού): Οι τιμές σε ορισμένες από τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ δεν ανεβαίνουν όλες μαζί, συντονισμένα, κάτι που θα αποτελούσε απόδειξη της ύπαρξης καρτέλ, αλλά αντιθέτως, μοιάζουν να ακολουθούν τη λογική του rotation.
Παρατηρούνται δηλαδή κυλιόμενες αυξήσεις που συνδέονται από μεμονωμένες, σποραδικές μειώσεις που λειτουργούν ως «κράχτης». Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο μόνος τρόπος να ψωνίσει μια οικογένεια σε λογικές τιμές είναι ο χρονικά ανέφικτος: να περιοδεύει σε διαφορετικά σουπερμάρκετ για να αποφεύγει τις παγίδες των αυξήσεων και να εντοπίζει τις προσωρινές μειώσεις.
Δύο εκδοχές υπάρχουν. Είτε συμβαίνει τυχαία είτε όχι. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς ουδείς από την Επιτροπή Ανταγωνισμού μοιάζει να ασχολείται με αυτό το ζήτημα.
Η τακτική των αυξομειώσεων, των προσφορών και του rotation δεν αποτελεί –αν δεν είναι τυχαίο φαινόμενο– ελληνική ανακάλυψη. Είναι γνωστή τακτική, έχει μελετηθεί από τους ειδικούς του κλάδου (δείτε: Price Staggering in Cartels) και φυσικά έχει πιαστεί και στην πράξη.
Σε κάποιες χώρες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, οι Αρχές ερευνούν τη λειτουργία των σουπερμάρκετ, ειδικά εν μέσω πληθωρισμού. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί το Ισραήλ, όπου εφέτος τον Φεβρουάριο η Αρχή Ανταγωνισμού της χώρας απηύθυνε, σύμφωνα με το Reuters, κατηγορίες στους διευθύνοντες συμβούλους τριών αλυσίδων σουπερμάρκετ «για καθορισμό τιμών και απόπειρα δημιουργίας καρτέλ».
Πριν δούμε μια τυχαία «φωτογραφία» των τιμών αυτή την εβδομάδα, ας δούμε τη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό και τις τιμές στα σουπερμάρκετ.
Ο βασικός μισθός στην Ελλάδα στον ιδιωτικό τομέα είναι 880 ευρώ μεικτά (14 μισθοί), που αντιστοιχούν σε 1.026 ευρώ τον μήνα αν προσαρμόσουμε το ποσό σε 12μηνη βάση για να διευκολύνουμε τη σύγκριση. Στη Γερμανία, σε 12μηνη βάση, ο βασικός μισθός είναι 2.222 τον μήνα.
Τι σημαίνει αυτό για την αγοραστική δύναμη ενός έλληνα χαμηλόμισθου (που αμείβεται με 1.026 ευρώ τον μήνα), έναντι ενός γερμανού χαμηλόμισθου (που αμείβεται με 2.222 ευρώ τον μήνα) αν και οι δύο θέλουν να αγοράσουν από το σουπερμάρκετ ένα προϊόν που κοστίζει π.χ. 10 ευρώ;
Ο γερμανός χαμηλόμισθος παίρνει περίπου 2,17 φορές περισσότερα από τον Ελληνα, άρα έχει υπερδιπλάσια αγοραστική δύναμη, επομένως για το ίδιο προϊόν η «θυσία μισθού» από την πλευρά του γερμανού καταναλωτή είναι περίπου δύο φορές μικρότερη.
Κάνοντας μια απλή θεωρητική άσκηση: πόσο θα έπρεπε να κοστίζει το προϊόν των 10 ευρώ για να εξισορροπηθεί η αγοραστική δύναμη ενός έλληνα και ενός γερμανού καταναλωτή που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό; Η απάντηση είναι ότι το ίδιο προϊόν που κοστίζει στη Γερμανία 10 ευρώ, στην Ελλάδα θα έπρεπε να κοστίζει 54% φθηνότερα, δηλαδή, 4,60 ευρώ. Στοιχίζει όμως σημαντικά ακριβότερα (δείτε παρακάτω).
Φεύγοντας από τη θεωρία, η συγκριτικά χαμηλή αγοραστική δύναμη των Ελλήνων σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές θα έπρεπε κανονικά να βρίσκονται σε επιφυλακή για τα φαινόμενα των ανατιμήσεων. Αντί να συμβαίνει αυτό, όπως θα δείτε στον πίνακα, τα φαινόμενα αυτά έχουν οδηγήσει τις τιμές για το ίδιο προϊόν στην Ελλάδα ακόμη και 31% υψηλότερα από ένα σουπερμάρκετ της Γερμανίας.
Αυτή ήταν λοιπόν η εικόνα των τιμών την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου σε τρεις πασίγνωστες αλυσίδες σουπερμάρκετ στην Ελλάδα, στην Α, τη Β και τη Γ *, και σε μια αλυσίδα σουπερμάρκετ της Γεμανίας, τη Δ. Σημειώνεται ότι η σύγκριση αφορά το ίδιο επώνυμο συσκευασμένο προϊόν. (Την ίδια άσκηση μπορεί να κάνει καθημερινά ο καθένας, συγκρίνοντας όμοια προϊόντα στις ιστοσελίδες ενός ελληνικού και ενός γερμανικού σουπερμάρκετ)
Φεύγοντας από τη σύγκριση μεταξύ των δύο χωρών, παρακάτω θα δείτε μια τυχαία «φωτογραφία» αυτής της εβδομάδας (στις 11/9), στις ίδιες τρεις αλυσίδες της χώρας μας για όμοια προϊόντα.

Ο πίνακας, πέρα από το ύψος των τιμών, αποτυπώνει τη δυσκολία να εκμεταλλευθεί κανείς τις εβδομαδιαίες προσφορές σε βασικά είδη διατροφής. Για παράδειγμα, αν κάποιος επιλέξει να αγοράσει 1 κιλό φέτα από την αλυσίδα Γ, που πωλείται 28% φτηνότερα από τα άλλα δύο σουπερμάρκετ (9,98 αντί για 13,90 ευρώ), δεν θα πρέπει να αγοράσει ελαιόλαδο από την ίδια αλυσίδα γιατί είναι 36% ακριβότερο (13,05 αντί για 9,55 ευρώ). Επομένως, αν δεν αγοράσει λάδι από άλλη αλυσίδα σουπερμάρκετ, πράγμα χρονικά αδύνατο για τους περισσότερους, το όφελος από τη φθηνότερη φέτα θα εξανεμιστεί από το ακριβότερο λάδι.
Ενα ακόμη στοιχείο που προκύπτει από τον πίνακα είναι το ίδιο το ύψος των τιμών. Για να αγοράσει κανείς 1 κιλό μοσχάρι, 1 κιλό φέτα, 1 λίτρο λάδι, 590 γρ. κοτόπουλο, 1 βαζάκι μαγιονέζα, 225 γρ. βούτυρο και μια σοκολάτα χρειάζεται:
- 55,04 ευρώ στην αλυσίδα Α
- 57,50 ευρώ στην αλυσίδα Β και
- 53,80 ευρώ στην αλυσίδα Γ
Τα 55 ευρώ (κατά μέσο όρο) για προϊόντα που δεν καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες για περισσότερο από λίγες ημέρες είναι ήδη το 7,4% των «καθαρών» ενός μηνιαίου κατώτατου μισθού, που είναι σήμερα 743 ευρώ. Μόνο για ανάγκες διατροφής, χωρίς να υπολογίζονται λαχανικά, φρούτα, ζυμαρικά, όσπρια, τυριά, αλλαντικά, ψωμί, δημητριακά κ.ο.κ.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που κάποιοι, όσοι έχουν επαφή μαζί της, αποκαλούν σήμερα «καθημερινότητα». Και το ερώτημα είναι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο σε μια χώρα της Βόρειας Ευρώπης ποιες θα ήταν οι απαιτήσεις των πολιτών της από το κράτος για τον έλεγχο των φαινομένων; Θα επικρατούσε και εκεί η άποψη ότι αυτή είναι η λειτουργία της αγοράς ή ότι αποτελεί μια παραμόρφωσή της που παραπέμπει σε λειτουργία καρτέλ;
*Φυσικά, τα ονόματα των αλυσίδων είναι στη διάθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
