Φαίνεται ότι οι καιροί είναι δύσκολοι, ή έστω άβολοι, για τους θαυμαστές του Τζον Γουέιν. Ο «Δούκας» του αμερικανικού κινηματογράφου, όπως τον αποκαλούσαν, έπαιξε σε όλα τα είδη ταινιών, αλλά καθιερώθηκε στο γουέστερν και κατέστη μεγάλος σταρ του είδους το 1939, μετά τη μεγάλη επιτυχία της κλασικής, πλέον, ταινίας «Ταχυδρομική άμαξα» («Stagecoach») του Τζον Φορντ. Τριάντα ένα χρόνια μετά, το 1970, τιμήθηκε με το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στο «Αληθινό θράσος» («True Grit») του Χένρι Χάθαγουεϊ, ταινία στη οποία ο Τζον Γουέιν υποδύθηκε έναν γερο-πιστολέρο.
Σήμερα, όμως, στη εποχή του κινήματος Black Lives Matter, «αρκετοί θεωρούν τις πολιτικές του απόψεις αποκρουστικές», επισημαίνει σε κείμενό του ο Τζέφρι Μακνάμπ, κριτικός κινηματογράφου του Independent, υπενθυμίζοντας, ενδεικτικά, πως το 1971 ο καουμπόι του Χόλιγουντ είχε παραχωρήσει μία συνέντευξη στο Playboy κατά την οποία προέβη σε ομοφοβικά σχόλια και τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της ανωτερότητας της λευκής φυλής.
Μετά τον φόνο του Τζόρτζ Φλόιντ τον περασμένο Μάιο από λευκούς αστυνομικούς στη Μινεάπολη, πολίτες στην κομητεία Οραντζ της Καλιφόρνιας άρχισαν να ζητούν εκ νέου από τις τοπικές αρχές να προβούν άμεσα στη μετονομασία του John Wayne Airport. Και τον περασμένο Ιούλιο, μία έκθεση αφιερωμένη στον Τζον Γουέιν στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας ξεστήθηκε άρον άρον εν μέσω ενός εντόνου διαλόγου περί «του συστημικού ρατσισμού στους πολιτισμικούς θεσμούς» των ΗΠΑ.
Οπότε, οι θαυμαστές του, αλλά και οι λάτρεις του κινηματογράφου γενικότερα, καλούνται να αντιμετωπίσουν αυτό που ο βρετανός κριτικός αποκαλεί το «παράδοξο του Τζον Γουέιν», δηλαδή το γεγονός πως «ένας από τους πιο πολυαγαπημένους σταρ του Χόλιγουντ είναι επίσης σύμβολο πολλών από τα τοξικά στοιχεία της λευκής Αμερικής».
Η πολιτισμική αντιπαράθεση για την τοξική, σύμφωνα με τους επικριτές του, κληρονομιά του Τζον Γουέιν αναμένεται να φουντώσει μετά την προβολή, τον επόμενο μήνα, των «Νέων του Κόσμου» («News of The World»), της νέας ταινίας του Πολ Γκρίνγκρας με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς.
Πρόκειται για ένα «επιβλητικό γουέστερν», σύμφωνα με τον Μακνάμπ, το οποίο είναι εν μέρει εμπνευσμένο από την ταινία «Η αιχμάλωτος της ερήμου» (The Searchers), ένα από τα πιο διάσημα φιλμ του Τζον Γουέιν το οποίο σκηνοθέτησε επίσης ο Τζον Φορντ.
H υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται κατά την ίδια περίοδο, λίγα χρόνια μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, και, όπως στην ταινία του Φορντ, ο βασικός χαρακτήρας είναι ένας πρώην στρατιώτης της Συνομοσπονδίας που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για ένα νεαρό λευκό κορίτσι που απήχθη κι ανατράφηκε από γηγενείς Αμερικανούς. Οπως και η «Η αιχμάλωτος της ερήμου» η ταινία του άγγλου σκηνοθέτη είναι γεμάτη επιβλητικά τοπία.
Ομως κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης που παραχώρησε πρόσφατα, ο Γκρίνγκρας περιέγραψε την νέα του ταινία ως το αντίστροφο της ταινίας με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν. «Η αιχμάλωτος της ερήμου» αφορά το ταξίδι για τον εντοπισμό του κοριτσιού, ενώ «Τα νέα του κόσμου» εστιάζουν στο ταξίδι για την επιστροφή του κοριτσιού στο σπίτι της, «οπότε, είναι κατά κάποιο τρόπο το ανάποδο», εξήγησε ο σκηνοθέτης.
Στα «Νέα του Κόσμου» που βασίζονται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της αμερικανίδας ποιήτριας και συγγραφέως Πολέτ Τζάιλς, ο Γκρίνγκρας φρόντισε να μην συμπεριλάβει όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν σήμερα την «Αιχμάλωτο της ερήμου» προβληματική στα μάτια σημαντικού μέρους του κοινού.
Διαφορετικοί χαρακτήρες
Αντί για τον Ιθαν Εντουαρντς, «τον χολωμένο και ανοιχτά ρατσιστή μοναχικό τύπο» που υποδύθηκε ο Γουέιν στην ταινία του Φορντ, ο Γκρίνγκρας μας προσφέρει τον βετεράνο λοχαγό Τζέφερσον Κάιλ Κιντ, «ακόμη μία εκδοχή του προσηνούς μέσου Αμερικανού που τόσο συχνά υποδύεται ο Χανκς», σημειώνει ο βρετανός δημοσιογράφος.
Ο λοχαγός Τζέφερσον Κάιλ Κιντ δεν είναι ένας μισθοφόρος αλλά κάποιος που εξασφαλίζει τα προς το ζην διαβάζοντας δυνατά τα νέα του κόσμου από εφημερίδες σε παραμεθόριες πόλεις. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως ανήκε στις τάξεις του στρατού που πολέμησε με στόχο τη διατήρηση της δουλείας στις πολιτείες του αμερικανικού Νότου, αλλά έχει κάνει μία νέα αρχή και καταφεύγει, πλέον, στη βία μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαίο.
Πάντως σε καμία περίπτωση δεν πυροβολεί κανέναν νεκρό «Ινδιάνο» στα μάτια, ούτως ώστε να μην μπορεί να εισέλθει στη «γη των ψυχών» και να «περιπλανιέται για πάντα μεταξύ των ανέμων», όπως κάνει ο Ιθαν Εντουαρντς σε μία από τις πιο διάσημες σκηνές της ταινίας. Και σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του Τζον Γουέιν ο οποίος αποστρέφεται το γεγονός πως η ανιψιά του (Νάταλι Γουντ) την οποία απήγαγαν μέλη της φυλής Κομάντσι κατέληξε τελικά να γίνει Ινδιάνα, ο Τομ Χανκς θα κάνει τα πάντα για να προστατέψει το ορφανό κορίτσι (Χέλενα Ζένγκελ) που έσωσε από τη φυλή Κάιοβα.
Στη ταινία του Γκρίνγκρας δεν δολοφονούνται γυναικόπαιδα γηγενών, καθώς «καουμπόηδες ή στρατιώτες να σφάζουν ιθαγενείς Αμερικανούς δεν θα ήταν αποδεκτό σε ένα σύγχρονο γουέστερν». Οι αντίπαλοι του Τομ Χανκς είναι πρώην μέλη του στρατού και νυν ρεμάλια που προσπαθούν αρχικά να αγοράσουν και στη συνέχεια να απαγάγουν τη προστατευόμενη του. Στα «Νέα του κόσμου» οι γηγενείς Αμερικανοί αναφέρονται αλλά δεν εμφανίζονται σχεδόν καθόλου. Ωστόσο σε καμία περίπτωση ο Γκρίνγκρας δεν θα επέλεγε σήμερα έναν λευκό, γαλανομάτη, γερμανό ηθοποιό για τον ρόλο του αρχηγού των Κομάντσι (Χένρι Μπράντον, πραγματικό όνομα… Χάινριχ φον Κλάινμπαχ), όπως έκανε ο Τζον Φορντ πριν από 64 χρόνια.
Ο Τζέφρι Μακνάμπ αναγνωρίζει στην μακροσκελή ανάλυσή του πως ο βρετανός σκηνοθέτης γύρισε μία ταινία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει τον Τομ Χανκς και την εξαιρετική νεαρή συμπρωταγωνίστρια του ακόμα και στην τελετή της απονομής των βραβείων Οσκαρ.
Υποστηρίζει, όμως, πως σε αντίθεση με την ταινία του Τζον Φορντ, τα «Νέα του κόσμου» αδυνατούν να φέρουν «την κάθαρση» στο δράμα που εκτυλίσσεται. «Πρόκειται για μία εξωραϊσμένη θεώρηση της Δύσης στην οποία οι νευρώσεις, τα τραύματα και οι προκαταλήψεις των κύριων χαρακτήρων αποσιωπώνται», εξηγεί ο βρετανός ειδικός, προσθέτοντας πως στην ταινία με πρωταγωνιστή του Χανκς δεν περιλαμβάνεται καμιά στιγμή τόσο συγκλονιστική όσο η σκηνή στο τέλος την ταινίας με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν, στην οποία κυριαρχεί η εντύπωση ότι ο Ιθαν πρόκειται να σκοτώσει την ανιψιά του αλλά τελικά την παίρνει στην αγκαλιά του και της λέει «Πάμε στο σπίτι Ντέμπι».
Η συγκεκριμένη σκηνή έκανε ακόμα και τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ να δακρύσει, καθώς, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά του σε όλη την υπόλοιπη ταινία, την πιο αναπάντεχη στιγμή, ο Τζον Γουέιν καθίσταται ξαφνικά ανθρώπινος και τρυφερός.
Ο Τζον Γουέιν πέρα από ένας ηθοποιός που εργαζόταν πολύ σκληρά, ειδικά όταν άρεσε και στον ίδιο ο ρόλος που καλούταν να υποδυθεί, ήταν και ένας άνθρωπος ευγενικός και χαριτωμένος, οποίος αφόπλιζε με τη συμπεριφορά του ακόμα και όλους όσοι απεχθάνονταν τις γνώμες του για την πολιτική και την κοινωνία. Η εργατικότητά του, ωστόσο, και η ευγένειά του δεν αναιρούν το γεγονός ότι κατά την περιβόητη, σήμερα, συνέντευξη που παραχώρησε στο Playboy, εξέφρασε απαράδεκτες ρατσιστικές και ομοφοβικές απόψεις.
«Για αρκετούς είναι απλά ακόμη ένα μνημείο το παρελθόντος που πρέπει να αποκαθηλωθεί. Κανένας δεν πρόκειται να δώσει σε νέα αεροδρόμια το όνομά του. Η κληρονομιά του φαίνεται πως έχει αμαυρωθεί αμετάκλητα», αναφέρει ο Μακνάμπ.
Κι επικαλείται τον Σαμ Πόλαρντ, ένα αφροαμερικανό κινηματογραφιστή η τελευταία δουλειά του οποίου, ένα ντοκιμαντέρ ονόματι «MLK/FBI» για το πώς ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μπήκε στο στόχαστρο του FBI, πρόκειται να κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα.
Οταν ήταν μικρό παιδί ο Σαμ Πόλαρντ λάτρευε τον Τζον Γουέιν. Εως ότου ενημερώθηκε για τις «φριχτές» ακροδεξιές και αντικομμουνιστικές πεποιθήσεις του. «Θα μπορούσα να πως στον εαυτό μου ότι δεν πρόκειται να δω ξανά ταινία του Τζον Γουέιν, όπως έκαναν κάποιοι… αλλά υπάρχει ένα μέρος του εαυτού μου, το μικρό αγόρι μέσα μου, που λέει “εντάξει, δεν ήταν o καλός κι ενάρετος άνθρωπος στην πραγματική ζωή αλλά μπορώ ακόμα να βλέπω τις ταινίες του”. Το ζήτημα είναι πολύπλοκο», εξήγησε ο Πόλαρντ. «Απαρνιέσαι όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες σου; Κάποιες φορές ναι, κάποιες φορές όχι. Ενίοτε δεν επικρίνεις συλλήβδην», πρόσθεσε.
Τι σημαίνει αυτό για του θαυμαστές του Τζον Γουέιν και όλους τους λάτρεις του κινηματογράφου; Οτι μπορούν ελεύθερα είτε να ξαναδούν είτε να αγνοήσουν τις ταινίες του. Πάντως η κληρονομιά του αμερικανού ηθοποιού αντέχει. Τα πιο γνωστά από τα έργα του κυκλοφορούν ακόμα ευρέως ενώ προς το τέλος της θητείας Τραμπ, ο Τζον Γουέιν κατέστη μία ιδιαίτερα πολωτική φυσιογνωμία, με τους Αμερικανούς να τον λατρεύουν και να τον απεχθάνονται εξίσου. Απόδειξη αποτελούν τα «Νέα του κόσμου», καθώς το «αποστειρωμένο» γουέστερν του Γκρίνγκρας είναι συγχρόνως ένας φόρος τιμής στην «Αιχμάλωτο της ερήμου» αλλά και μία απόπειρα απαλοιφής των πιο ακραίων από τις κακοήθεις υπερβολές της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News