Αυτοί οι λόφοι των σκουπιδιών στις πόλεις, μπορεί και να μας αξίζουν. Παράγουμε σκουπίδια. Και καταναλώνουμε. Στον δημόσιο βίο, στα μέσα ενημέρωσης, στην κοινωνική δικτύωση. Τα σκουπίδια στους δρόμους δεν κρύβουν μόνο κινδύνους και δυσάρεστες οσμές. Αναδεικνύουν και ένα περιγραφικό συμβολισμό για αυτά που ζούμε, βλέπουμε και ακούμε.
Εδώ και γενιές ως Ελληνες, διατηρούμε μία ιδιαίτερη σχέση με τα σκουπίδια, μέσα από την οποία αναδεικνύονται και ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του γένους. Δημιουργούμε σκουπίδια, όμως σπεύδουμε αμέσως να απαλλαγούμε από αυτά. Δεν έχει σημασία πού θα καταλήξουν. Αρκεί να είναι έξω από το σπίτι μας και μακριά από την πόρτα μας. Πετάμε τα σκουπίδια από το μπαλκόνι, από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Δίπλα ή πάνω στον κάδο, όχι απαραιτήτως και μέσα. Συχνά δε προτιμούμε να τα τοποθετήσουμε έξω από την πόρτα του γείτονα, γνωρίζοντας, άλλωστε, ότι και αυτός προτίθεται να κάνει ακριβώς το ίδιο.
Αφήνουμε τα πάντα στα σκουπίδια. Όχι μόνο φαγητά, πλαστικά, ζωμούς και οσμές αποσύνθεσης. Οι κάδοι των σκουπιδιών είναι τα μικρά, κλειστά και ανοιχτά, νεκροταφεία της πόλης. Στα σκουπίδια ή δίπλα σε αυτά, αποχωριζόμαστε ολόκληρα κομμάτια της ζωής μας. Το στρώμα που, ποιος ξέρει τι αγκάλιασε, την τυφλωμένη τηλεόραση, παλιά ρούχα, βιβλία, έπιπλα. Τα σημεία απόθεσης των σκουπιδιών είναι πλέον κόμβοι μεταφοράς κομματιών ζωής. Θα αφήσω τα αποφόρια μου για να τα πάρει κάποιος άγνωστος μέσα στη νύχτα. Θα μυρίσει τη μυρωδιά μου. Θα βρει εκείνο το σημείωμα σε μία τσέπη. Θα μοιραστούμε αντικείμενα και ψηφίδες της ζωής μου. Και αυτό, αν το σκεφτείτε, είναι πολύ σπουδαίο για να συμβαίνει πάνω σε ένα σωρό από σκουπίδια. Τα σκουπίδια ταϊζουν τις γάτες, τους σκύλους και τα ποντίκια της πόλης, γίνονται το καταφύγιο των εγκαταλελειμμένων και το εκτροφείο των απεχθών.
Στον δυτικό κόσμο διατηρούν μία διαφορετική σχέση με τα σκουπίδια τους. Δεν τα «κατεβάζουν» τόσο συχνά, κάνουν ανακύκλωση και τα αξιοποιούν ενεργειακά. Ακόμα και τα απορριμματοφόρα τους, τα βλέπεις, δεν είναι σαν τα δικά μας. Τα δικά μας είναι πια σαν κάτι μοχθηρά, γερασμένα τέρατα, σαν ξεδοντιασμένες ύαινες που σέρνονται με βρυχηθμούς, βγάζοντας από το στόμα απαίσια, βρωμερά υγρά. Και σε αυτά υπηρετούν αληθινοί ήρωες, παλικάρια της πόλης, ατρόμητοι άνδρακλες που θα βάλουν τα χέρια στη σήψη και στη δυσωδία, μαζεύοντας ως και ψοφίμια. Και μετά, με μία κίνηση που είναι λες και χορογραφήθηκε, ταΐζουν το στόμα του τέρατος.
Τα τέρατα, πηγαίνουν και αδειάζουν τα στομάχια τους στις χωματερές. Ζούμε σε μία χώρα που ούτε και η ίδια γνωρίζει πόσες παράνομες χωματερές διαθέτει. Θάβουμε και σκεπάζουμε. Αυτό που κάνουμε πάντα. Γιατί μπορεί ο πολιτισμός να επιβεβαιώνεται με έργα και μέγαρα σπουδαία, αλλά είναι στις χωματερές που δοκιμάζεται.
Εδώ και χρόνια κράτος και Δήμοι μεταφέρουν στην καμπούρα τους το πρόβλημα των συμβασιούχων, χωρίς λύση. Προφανώς επειδή αυτό τους βολεύει όλους. Πότε οι δημοτικές, πότε οι βουλευτικές εκλογές, οι άνθρωποι αυτοί γίνονται εργαλείο πολιτικής ομηρίας. Καλό είναι σε αυτές τις περιπτώσεις, ο κάθε Δήμος να έχει το δικό του δρόμο. Θέλει να είναι εργολάβοι; Ας είναι. Θέλει υπαλλήλους; Ας τους προσλάβει με τα δημοτικά τέλη. Εννοείται ότι δεν θα γίνει τίποτα. Κάποια στιγμή, όταν οι λόφοι των σκουπιδιών αρχίζουν να ρίχνουν σκιά στο δρόμο, η κυβέρνηση θα πάρει πρωτοβουλία, θα φωνάξει τους συμβασιούχους και θα τους δώσει μία αόριστη υπόσχεση, άντε και με καμιά εξάμηνη παράταση. Στοχευμένη πολιτική για τα σκουπίδια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News