Τζιν Χάκμαν: Πρωταγωνιστής σε κάθε σκηνή που εμφανίστηκε
Τζιν Χάκμαν: Πρωταγωνιστής σε κάθε σκηνή που εμφανίστηκε
Η είδηση του θανάτου του Τζιν Χάκμαν προκάλεσε σοκ και μεγάλη συγκίνηση, καθώς ήταν ένας αγαπημένος ηθοποιός τον οποίο δεν είχαν ξεχάσει οι θαυμαστές του, παρ’ όλο που είχε αποσυρθεί από την υποκριτική και τη δημοσιότητα εδώ και δεκαετίες, ενώ ακόμα και πριν σπανίως έδινε συνεντεύξεις.
Ο 95χρονος θρυλικός ηθοποιός, βραβευμένος με δύο Οσκαρ, και η 64χρονη σύζυγός του, η πιανίστρια Μπέτσι Αρακάγουα, βρέθηκαν νεκροί στο σπίτι τους στη Σάντα Φε, στην Πολιτεία του Νέου Μεξικού, πλάι στον σκύλο τους. Η αιτία θανάτου τους δεν ανακοινώθηκε, ωστόσο η αστυνομία δήλωσε σε τοπικά μέσα ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής ενέργειας, καθώς το ζευγάρι ζούσε σε μια ασφαλή, περιφραγμένη κοινότητα.
Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος του νέου κύματος του αμερικανικού σινεμά, μιας από τις σπουδαιότερες περιόδους του αμερικανικού κινηματογράφου, γράφει στον Guardian ο Πίτερ Μπράντσοου. Ο Χάκμαν ήταν το χρυσό πρότυπο εκείνης της εποχής, από τότε που ο Γουόρεν Μπίτι, πρωταγωνιστής του «Μπόνι και Κλάιντ» (1967), ο οποίος είχε αναλάβει επίσης την παραγωγή της ταινίας, του έδωσε τον ρόλο του Μπακ Μπάροου, και μαζί μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξει την αξία του. Ηταν ένας ηθοποιός χαρακτήρων, ένας αυθεντικός σταρ.
Στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο πρωταγωνιστής κάθε σκηνής στην οποία έπαιζε, με εκείνο το σκληρό, σοφό, έξυπνο αλλά τραχύ πρόσωπο –πρόσωπο φορτηγατζή, όπως έχει ειπωθεί–, μονίμως cool, στα πρόθυρα ενός αδιάφορου χλευασμού ή τσαλακωμένο με ένα σπαρακτικά πατρικό, πονεμένο χαμόγελο, σημειώνει ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου.
Ο Τζιν Χάκμαν δεν ήταν κούκλος όπως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ούτε επικίνδυνα σέξι όπως ο Τζακ Νίκολσον ή σκανδαλιάρης όπως ο Ντάστιν Χόφμαν. Ηταν ένας κανονικός άνδρας, αλλά με μια κανονικότητα ορμονικά υπερφορτισμένη. Και τα μαλλιά του ανταποκρίνονταν στην ηλικία του: σγουρά, με εμφανή ανδρική φαλάκρα. Τέτοιο κούρεμα δεν βρίσκεις πια στους σταρ, σχολιάζει ο Μπράντσοου στον Guardian.
Καλώς ή κακώς είχε τη φήμη ότι μπορούσε να είναι ο «καθένας». Ισως όμως τον περιγράφει καλύτερα ο όρος «αινιγματικός άνθρωπος», όπως τον χαρακτήρισε ο Μάικλ Χέινι στο GQ, ένας σιωπηλός τύπος που μιλούσε μέσα από τους χαρακτήρες τους οποίους υποδυόταν, από τον Μπακ Μπάροου, τον αδελφό του Μπόνι στο «Μπόνι και Κλάιντ», που του έφερε την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου το 1968, μέχρι τον ντετέκτιβ Τζίμι «Ποπάι» Ντόιλ στο «The French Connection» και τον σερίφη Λιτλ Μπιλ Ντάγκετ στους «Ασυγχώρητους» του Κλιντ Ιστγουντ, ερμηνείες που του χάρισαν, η πρώτη το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου το 1971 και η δεύτερη το Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου το 1992.
«Μια μικρή χειρονομία»
Ο Γιουτζίν Αλεν Χάκμαν είχε ολλανδική, αγγλική και σκωτσέζικη καταγωγή. Γεννήθηκε το 1930 στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνιας αλλά η οικογένειά του μετακόμιζε συχνά. Ο πατέρας του δούλευε σε μια τοπική εφημερίδα και η μητέρα του ήταν σερβιτόρα. Σε ηλικία 13 ετών ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια. Ο Τζιν ήταν έξω στον δρόμο και έπαιζε εκείνη την ημέρα. Ο πατέρας του πέρασε δίπλα του και τον αποχαιρέτησε κουνώντας απλώς το χέρι του. Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στο GQ, το 2011, ο Χάκμαν είχε πει: «Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολλά μπορεί να σημαίνει μια μικρή χειρονομία. Ισως γι’ αυτό έγινα ηθοποιός».
Ο Τζιν εγκαταστάθηκε τελικά στο σπίτι της (αγγλικής καταγωγής) γιαγιάς του στο Ντάνβιλ του Ιλινόις. Σε ηλικία 16 ετών έφυγε για να καταταγεί στο Σώμα Πεζοναυτών των Ηνωμένων Πολιτειών και υπηρέτησε σχεδόν πέντε χρόνια, αρχικά στην Κίνα (στο Κινγκντάο και στη Σαγκάη), όπου ήταν υπεύθυνος για το στρατιωτικό ραδιόφωνο. Μετά την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το 1949, υπηρέτησε στη Χαβάη και στην Ιαπωνία.
Ωστόσο, από την ηλικία των 10 ετών ήθελε να γίνει ηθοποιός. Οταν απολύθηκε, στα 19 του, επέστρεψε στην Καλιφόρνια και παρακολούθησε μαθήματα στο Pasadena Playhouse. «Εχω πρόβλημα με την εξουσία. Δεν ήμουν καλός πεζοναύτης» είπε κάποτε για τη σύντομη στρατιωτική καριέρα του, όπως αναφέρει το αφιέρωμα του BBC στον εκλιπόντα ηθοποιό.
Στη σχολή θεάτρου γνώρισε κάποιον που πάλευε επίσης να τα καταφέρει, ονόματι Ντάστιν Χόφμαν. Σύμφωνα με την ψήφο των συμμαθητών τους και οι δύο είχαν τις «λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας». Αλλά, απτόητοι και οι δύο, αποφάσισαν να τους διαψεύσουν. Εφυγαν για τη Νέα Υόρκη, όπου συγκατοίκησαν με έναν φίλο τους, επίσης ηθοποιό, τον Ρόμπερτ Ντιβάλ. Οι τρεις τους έτρεχαν όλη μέρα για ρόλους και ξενυχτούσαν μετά, πάλι μαζί, στα μπαρ, ενώ έκαναν διάφορες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα.
Η μητέρα του πέθανε το 1962, προτού δει τον γιο της διάσημο. Ο Χάκμαν σπανίως μιλούσε για τον θάνατό της, αλλά έχει αναφερθεί ότι πήρε φωτιά και κάηκε όταν λιποθύμησε μεθυσμένη στο κρεβάτι κρατώντας ένα αναμμένο τσιγάρο.
Μετά το «Μπόνι και Κλάιντ» του Αρθρουρ Πεν ακολούθησε μια σειρά από εξαιρετικές ερμηνείες του σε ταινίες όπως «Ποτέ δεν τραγούδησα για τον πατέρα μου» (1970), «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία» («The French Connection», 1971), «Η συνομιλία» (1974), «Η γέφυρα του Αρνεμ» (1977), «Σούπερμαν» (1978), «Πάθος για το μπάσκετ» («Hoosers», 1986), «Ο Μισσισσιπής καίγεται» (1989), «Οι ασυγχώρητοι» (1992), «Η φίρμα» (1993), «Πιάστε τον κοντό» (1995), «Οικογένεια Τενενμπάουμ» (2001) και «Καρδιοκατακτητές» (2001). Εκτός από τα Οσκαρ, δε, ο θρυλικός «σκληρός» του αμερικανικού σινεμά είχε επίσης βραβευθεί με τρεις Χρυσές Σφαίρες και δύο BAFTA.
Το 2003 συμπρωταγωνίστησε με τον παλιό του φίλο Ντάστιν Χόφμαν στην ταινία «Οι ένορκοι» («Runaway Jury») και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το βραβείο Σέσιλ Μπ. ΝτεΜιλ για τη συνολική προσφορά του στην έβδομη τέχνη. Εναν χρόνο αργότερα, ακολουθώντας τη συμβουλή του καρδιολόγου του, ο Τζιν Χάκμαν θα έκανε την τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση στην ταινία «Ολοι οι άνθρωποι του δημάρχου» («Welcome to Mooseport», 2004).
Και μετά, συγγραφέας και ζωγράφος
Εξηγώντας την απόφασή του, δήλωσε το 2008 στο Reuters ότι δεν ήθελε να ρισκάρει: «Αυτή η δουλειά είναι πολύ αγχωτική για μένα. Οι συμβιβασμοί που πρέπει να κάνεις στις ταινίες είναι απλώς μέρος του θηρίου […] Είχα φτάσει σε ένα σημείο που απλά δεν ένιωθα ότι ήθελα να το κάνω άλλο πια».
Μια δεκαετία αργότερα ο Τζιν Χάκμαν επέστρεψε ως αφηγητής σε δύο ντοκιμαντέρ για την ιστορία του Σώματος των Πεζοναυτών των ΗΠΑ, αλλά κατά τα άλλα έμεινε σταθερός στο σχέδιό του, προτιμώντας να ασχολείται με πιο ήρεμα πράγματα, όπως η ζωγραφική, το ψάρεμα και το γράψιμο.
Μάλιστα, αφού εγκατέλειψε την υποκριτική, απέκτησε νέα φήμη, ως συγγραφέας. Εγραψε τέσσερα βιβλία μαζί με τον γείτονά του, τον κορυφαίο υποβρύχιο αρχαιολόγο Ντάνιελ Λένιχαν: «Wake of the Perdido Star» (1999), «Justice for None» (2004), «Vermillion» (2004) και «Escape from Andersonville» (2008). Ακολούθησαν, δε, δύο αποκλειστικά δικά του βιβλία, τα «Payback at Morning Peak» (2011) και «Pursuit» (2013).
«Στην πραγματικότητα μού αρέσει η μοναξιά [της συγγραφής]. Μοιάζει κατά κάποιον τρόπο με την υποκριτική, αλλά [το γράψιμο] είναι πιο προσωπικό και νιώθω ότι έχω περισσότερο έλεγχο σε αυτό που προσπαθώ να πω και να κάνω» δήλωσε στο Reuters. «Υπάρχει πάντα ένας συμβιβασμός στην υποκριτική και στον κινηματογράφο, δουλεύεις με πάρα πολλούς ανθρώπους και όλοι έχουν άποψη» εξήγησε (γελώντας). «Αλλά με τα βιβλία είναι μόνο ο Νταν, εγώ και οι απόψεις μας. Δεν ξέρω αν μου αρέσει περισσότερο από την υποκριτική, είναι απλώς διαφορετικό. Το βρίσκω χαλαρωτικό και ανακουφιστικό» πρόσθεσε.
Ο Τζιν Χάκμαν είχε παντρευτεί σε πρώτο γάμο την Φέι Μαλτέζ το 1956. Απέκτησαν τρία παιδιά και χώρισαν το 1986. Πέντε χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Μπέτσι Αρακάγουα, η οποία διατηρούσε ένα κατάστημα πολυτελών επίπλων στη Σάντα Φε του Νέου Μεξικού.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Κόπολα ανέβασε στο Instagram μια φωτογραφία από τα γυρίσματα της «Συνομιλίας» με πρωταγωνιστή τον Τζιν Χάκμαν
Στη διάρκεια της καριέρας του γύρισε περισσότερες από 80 ταινίες, ταυτόχρονα, δε, κατάφερε να γίνει έμπειρος παίκτης του γκολφ και καλός ζωγράφος. Ακόμα, υπήρξε επιθετικός οδηγός πίστας με αυτοκίνητα Formula Ford, ενώ πήρε μέρος και στον αγώνα αντοχής Daytona του 1983.
Σε όλη του τη ζωή ο Χάκμαν απέφυγε τον τρόπο ζωής των διασημοτήτων: «Αν βλέπεις τον εαυτό σου σαν σταρ», είχε πει, «έχεις ήδη χάσει κάτι στην απεικόνιση μιας ανθρώπινης ύπαρξης».
Αποτίνοντάς του φόρο τιμής, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, σεναριογράφος, παραγωγός και σκηνοθέτης της «Συνομιλίας» (1974), όπου πρωταγωνιστούσε ο Χάκμαν, έγραψε στον λογαριασμό του στο Instagram: «Η απώλεια ενός μεγάλου καλλιτέχνη είναι πάντα αιτία πένθους και τιμής: Τζιν Χάκμαν, ένας σπουδαίος ηθοποιός, εμπνευσμένος και υπέροχος στο έργο του και στην πολυπλοκότητά του. Πενθώ για την απώλειά του και τιμώ την ύπαρξη και την προσφορά του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
