Τι νόημα έχει μια σύνοδος κορυφής εν καιρώ πολέμου;
Τι νόημα έχει μια σύνοδος κορυφής εν καιρώ πολέμου;
Αν το γνώριζε και το σκεφτόταν εγκαίρως ο Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αγαπημένο του χρώμα, το χρυσό, για να μετατρέψει την αμερικανική βάση στο Ανκορατζ (όπου την περασμένη Παρασκευή υποδέχτηκε μετά βαΐων και κλάδων τον Βλαντίμιρ Πούτιν) σε ένα Πεδίο του Χρυσού Υφάσματος του 21ου αιώνα, όπως έκαναν ο Ερρίκος Η’ της Αγγλίας και ο Φραγκίσκος Α’ της Γαλλίας κοντά στο Καλέ το 1520.
Περισσότερο από μια διπλωματική συνάντηση μεταξύ των δύο μοναρχών, επρόκειτο για μια ασύστολη επίδειξη πλούτου, με επίσημες συναντήσεις, πλουσιοπάροχα συμπόσια, εντυπωσιακές μονομαχίες, ακόμη και μια λειτουργία. Από την άποψη του θεάματος επρόκειτο για μια εξαιρετική σύνοδο, από διπλωματική άποψη, ωστόσο, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Επειτα από μία διετία ο Ερρίκος θα συμμαχούσε με τον μεγάλο αντίπαλο του Φραγκίσκου, τον ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στην παρατήρηση προβαίνει σε άρθρο της στον Economist η Μάργκαρετ ΜακΜίλαν, ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας στα πανεπιστήμια του Τορόντο και της Οξφόρδης. «Οι σύνοδοι κορυφής συχνά υπόσχονται περισσότερα από όσα μπορούν να αποφέρουν», σημειώνει η διακεκριμένη καναδή ιστορικός, συγγραφέας του βιβλίου «Μια Σύντομη Ιστορία του Πολέμου», σχολιάζοντας τις δύο πρόσφατες συνόδους κορυφής με στόχο τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Οσον αφορά τη σύνοδο στο Ανκορατζ της Αλάσκας, οι Ρώσοι την παρουσίασαν ως μεγάλη νίκη, αλλά οι Αμερικανοί απέφυγαν να αποκαλύψουν τι ακριβώς αποφασίστηκε ώστε να μπει ένα τέλος στη σύρραξη. Ακολούθησε η συνάντηση στον Λευκό Οίκο, με τον Ντόναλντ Τραμπ να υποδέχεται αρχικά τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και αμέσως μετά πλειάδα ευρωπαίων ηγετών, ενώ έπεται συνέχεια, καθώς «μετά το πέρας των συναντήσεων τηλεφώνησα στον πρόεδρο Πούτιν και ξεκίνησα τις διαδικασίες για μια συνάντηση, σε τοποθεσία που θα καθοριστεί, μεταξύ του προέδρου Πούτιν και του προέδρου Ζελένσκι», όπως έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social, προσθέτοντας ότι θα ακολουθήσει τριμερής συνάντηση και με τη δική του συμμετοχή.
Σύμφωνα, όμως, με τη Μάργκαρετ ΜακΜίλαν, «αν αυτή είναι μια ειρηνευτική διαδικασία, δεν είχε το πιο ευοίωνο ξεκίνημα. Ακόμα και οι καλύτερα σχεδιασμένες σύνοδοι κορυφής –και του Ανκορατζ δεν ήταν– εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις προσωπικότητες και τη χημεία μεταξύ των ηγετών», σημειώνει.
Ο Τραμπ βασίζεται κατά μεγάλο βαθμό στην προσωπική του σχέση με τον Πούτιν, αλλά στη σύντομη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντησή τους κατέληξε, μάλλον απροσδόκητα, να παίζει υποστηρικτικό ρόλο, καθώς ο ρώσος ομόλογός του μίλησε πρώτος και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενώ στη συνέχεια… τον αποστόμωσε, προτείνοντας η επόμενη συνάντησή τους να πραγματοποιηθεί στη Μόσχα.
«Μεταξύ των ισχυρών ηγετών τα συναισθήματα έχουν σημασία. Μια υπόθεση ανωτερότητας ή, αντιστρόφως, η πληγωμένη περηφάνεια και η επιθυμία για εκδίκηση, μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στο μέλλον», γράφει η καναδή ιστορικός.
Επιστρέφοντας στο παρελθόν, αναφέρει ενδεικτικά ότι ο Στάλιν, μετά τη νίκη των κομμουνιστών στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο, αντιμετώπιζε τον Μάο ως κατώτερό του, αναγκάζοντάς τον να περιφέρεται στη Μόσχα επί μήνες, προτού προσφέρει, απρόθυμα, μια κάποια βοήθεια στην Κίνα. Αυτή η στάση του σοβιετικού ηγέτη σημάδεψε του Κινέζους, συμβάλλοντας σημαντικά στη μετέπειτα σινο-σοβιετική ρήξη.
Και στη Σύνοδο Κορυφής της Βιέννης, το 1961, ο Νικίτα Χρουστσόφ εκφόβισε και ταπείνωσε τον πρόεδρο Κένεντι. Ο Χρουστσόφ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Κένεντι ήταν αδύναμος, ενώ αργότερα πήρε το τεράστιο ρίσκο της εγκατάστασης πυρηνικών όπλων στην Κούβα, εξαναγκάζοντας τον αμερικανό πρόεδρο να αντιδράσει και να ορκιστεί ότι δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να δεχόταν πιέσεις από κανέναν.
Μια σύνοδος κορυφής μπορεί να αποτελεί ένδειξη περιφρόνησης. Για παράδειγμα, ο Χίτλερ κάλεσε τον καγκελάριο της Αυστρίας στο Μπερχτεσγκάντεν μόνο και μόνο για να απειλήσει τη χώρα του. Αντιθέτως, η σύνοδος στην Αλάσκα ήταν μια ένδειξη συμπάθειας, αν όχι ακριβώς φιλίας, όπως κατέδειξε ο Τραμπ, φτάνοντας στο σημείο να χειροκροτήσει τον Πούτιν κατά την άφιξή του. «Αλλά το θέαμα χρειάζεται ουσία για να έχει νόημα. Εάν μια σύνοδος κορυφής απλώς επισκιάζει τις διαφορές, μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο αντί για ειρήνη», προειδοποιεί η Μάργκαρετ ΜακΜίλαν.
Ο Ναπολέων και ο Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας συναντήθηκαν σε μια περίτεχνη σχεδία στον ποταμό Νέμαν, κοντά στο Τιλσίτ (Σοβιέτσκ), το 1807, για να διαπραγματευτούν ειρήνη και συμμαχία. Διαμέλισαν επίσης την Πρωσία, εξοργίζοντας τους Πρώσους, των οποίων ο βασιλιάς, δεδομένου ότι δεν είχε προσκληθεί στη σύνοδο, περιφερόταν θλιμμένος κατά μήκος του ποταμού. Αλλά οι δύο μεγάλες δυνάμεις δεν έλυσαν τις διαφορές τους, και ο Αλέξανδρος άρχισε να αγανακτεί ολοένα και περισσότερο με τον Ναπολέοντα και τις αθετημένες υποσχέσεις του. Πέντε χρόνια μετά τη σύνοδο στο Τιλσίτ, ο Ναπολέων εισέβαλε στη Ρωσία για να υποτάξει τον Αλέξανδρο.
Στην πρώτη τους συνάντηση εν μέσω Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1941, ανοιχτά της Νέας Γης, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ –«αμφότεροι κορυφαίοι σόουμεν» σύμφωνα με την ΜακΜίλαν– πραγματοποίησαν επίσημες επισκέψεις στα πολεμικά πλοία ο ένας του άλλου και τραγούδησαν ύμνους μαζί με τους ναύτες τους, θέλοντας να τονίσουν τη στενή φιλία μεταξύ των χωρών τους. Οι δυο ηγέτες και οι στρατηγοί τους είχαν σοβαρές συζητήσεις για τον πόλεμο στην Ευρώπη, για τον νέο τους σύμμαχο, τη Σοβιετική Ενωση, για την κλιμακούμενη σύγκρουση με την Ιαπωνία στον Ειρηνικό, αλλά και για τη μορφή του μεταπολεμικού κόσμου. Η σύνοδος αυτή αποτέλεσε ένα ορόσημο σε μια βαθύτερη σχέση, χωρίς την οποία ο πόλεμος δεν θα μπορούσε να είχε κερδηθεί.
«Οι σύνοδοι κορυφής λειτουργούν όταν υποστηρίζονται από κοινούς στόχους, έναν ορισμένο βαθμό εμπιστοσύνης και μια δέσμευση για συνεργασία. Βοηθάει επίσης –όπως ανακάλυψαν οι Αμερικανοί κατά τον Β’ ΠΠ και ανακαλύπτουν ξανά σήμερα– η καλή προετοιμασία», σχολιάζει η καναδή ιστορικός.
Σε μια άλλη κρίσιμη συνάντηση, στην Καζαμπλάνκα τον Ιανουάριο του 1943, όπου ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ επρόκειτο να αποφασίσουν τη συνολική στρατηγική για τον πόλεμο τους επόμενους μήνες, οι Βρετανοί, οι οποίοι είχαν φέρει λεπτομερή έγγραφα και ένα πλοίο γεμάτο ειδικούς, έπεισαν τελικά τους Αμερικανούς να καθυστερήσουν την απόβαση στη Γαλλία μέχρι το 1944.
Οπως παραπονέθηκε ένας αμερικανός στρατηγός, «ήρθαμε, ακούσαμε και κατακτηθήκαμε». Και σύμφωνα με τη Μάργκαρετ ΜακΜίλαν το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τη σύνοδο Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα, δεδομένου ότι «ήταν ένας θρίαμβος για τη Ρωσία και μια ατίμωση για την Αμερική, η οποία άφησε την Ουκρανία μετέωρη και τους συμμάχους των ΗΠΑ να ανησυχούν ακόμη περισσότερο για την αξιοπιστία της κυβέρνησης Τραμπ».
Οσο για το αποτέλεσμα, «ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν προσέφερε τίποτα, ούτε καν μια κατάπαυση του πυρός. Το να ισχυρίζονται οι Αμερικανοί ότι η επίτευξη μιας μεγάλης συμφωνίας είναι πιο σημαντική αποτελεί ευσεβή πόθο, καθώς ο Πούτιν σίγουρα θα προβάλλει συνεχώς προσκόμματα στις συνομιλίες, εάν μπορεί να συνεχίσει να πολεμά και να κατακτά περισσότερα εδάφη».
Εστιάζοντας περισσότερο στη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν παρά στη σύνοδο στον Λευκό Οίκο, η ΜακΜίλαν κρίνει πως «το Ανκορατζ μπορεί να παράξει κάτι χρήσιμο εγείροντας το ερώτημα αν οι σύνοδοι κορυφής είναι ο καλύτερος τρόπος διεξαγωγής διεθνών σχέσεων».
Πολύ συχνά, όπως συμβαίνει με τις συναντήσεις της G7 ή της G20, είναι υπερβολικά χορογραφημένες, ενώ η ουσιαστική δουλειά έχει ήδη γίνει. Η, όπως συμβαίνει με τον Τραμπ, οι ηγέτες μπορούν να αγνοούν τους συμβούλους τους και τα όποια κρίσιμα δεδομένα και να επαίρονται ότι επικοινωνούν απευθείας με τους ομολόγους τους για να συνάπτουν συμφωνίες. Ομως η εν λόγω μέθοδος, πέρα από απρόβλεπτη, μπορεί επίσης να είναι αντιπαραγωγική, όπως απέδειξε στην Αλάσκα ο αμερικανός πρόεδρος.
Οι σύνοδοι κορυφής άρχισαν να αυξάνονται μετά το 1945, εν μέρει επειδή αρέσουν στους ηγέτες, τόσο των δικτατοριών όσο και των δημοκρατιών, καταρχάς γιατί αποσπούν την προσοχή των πολιτών από εσωτερικά ζητήματα, αλλά και επειδή οι ηγέτες αρέσκονται να αισθάνονται ότι γράφουν Ιστορία.
Ομως συχνά τα αποτελέσματα είναι πολύ κατώτερα από αυτά που προβάλλονται. Ο Νέβιλ Τσάμπερλεν, για παράδειγμα, επέστρεψε από το Μόναχο με ένα κομμάτι χαρτί υπογεγραμμένο από τον ίδιο και τον Χίτλερ, το οποίο συμβόλιζε, όπως δήλωσε, την επιθυμία των λαών τους να μην εμπλακούν ποτέ ξανά σε πόλεμο.
Τι θα αποφέρουν, λοιπόν, οι σύνοδοι στο Ανκορατζ και στην Ουάσινγκτον, πέρα από περισσότερες συναντήσεις και τη συνέχιση του πολέμου;, διερωτάται η Μάργκαρετ ΜακΜίλαν ολοκληρώνοντας την ανάλυσή της. «Πίεση από την Αμερική στην Ουκρανία να παραιτηθεί ακόμη και από εδάφη που η Ρωσία δεν έχει καταλάβει; Αντίσταση από την Ουκρανία και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις; Μια επίσκεψη Τραμπ στη Μόσχα; Ισως όχι ακόμα το Νόμπελ Ειρήνης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
