Σι και Πούτιν εκμεταλλεύονται τον ζήλο του Τραμπ για deals
Σι και Πούτιν εκμεταλλεύονται τον ζήλο του Τραμπ για deals
Πριν από τρεις εβδομάδες ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δέχθηκε τηλεφώνημα από τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ. Ο Τραμπ ανήρτησε μήνυμα στην πλατφόρμα Truth και σημείωσε ότι η συζήτηση αφορούσε τη Ρωσία και την Ουκρανία, τη φεντανίλη, αλλά και τη σόγια και άλλα γεωργικά προϊόντα που το Πεκίνο είχε υποσχεθεί να αγοράσει από τις ΗΠΑ.
Η Wall Street Journal, ωστόσο, ήταν από τις πρώτες που ανέφεραν ότι ο πραγματικός λόγος για τη συνδιάλεξη ήταν άλλος: η Ταϊβάν. «Πρόκειται για το σημείο τριβής που επανεμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες, αφότου η Ιαπωνία υιοθέτησε πιο αποφασιστική στάση σχετικά με την αυτονομία του νησιού» έγραψε το μέσο της Νέας Υόρκης.
Οι Κινέζοι ενοχλήθηκαν, οι Ταϊβανέζοι ευχαρίστησαν την Ιαπωνία. «Είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο για τον Σι να τηλεφωνεί αυτός, κάτι που δείχνει ότι πιστεύει πως μπορεί να επηρεάσει τον Τραμπ» παρατήρησε στην WSJ ο Εβαν Μεντέιρος, πρώην ανώτερος αξιωματούχος εθνικής ασφαλείας στην κυβέρνηση Ομπάμα και νυν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Georgetown.
Η ίδια εφημερίδα ισχυρίζεται ότι ο Σι έχει δίκιο για την ικανότητα πειθούς του: «Αμέσως μετά την ημίωρη συνδιάλεξη ο Τραμπ τηλεφώνησε στην πρωθυπουργό της Ιαπωνίας και τη συμβούλεψε να μην προκαλεί την Κίνα για το ζήτημα της Ταϊβάν, δήλωσαν ιάπωνες αξιωματούχοι και ένας Αμερικανός με γνώση του τηλεφωνήματος.
»Η συμβουλή του Τραμπ δόθηκε με διακριτικό τρόπο. Δεν πίεσε την πρωθυπουργό να ανακαλέσει τα σχόλιά της. Αλλά οι ιάπωνες αξιωματούχοι δήλωσαν ότι το μήνυμα ήταν ανησυχητικό: ο πρόεδρος δεν θέλει οι εντάσεις περί την Ταϊβάν να θέσουν σε κίνδυνο την ύφεση που επετεύχθη τον περασμένο μήνα με τον Σι, η οποία περιλαμβάνει και την υπόσχεση αφοράς αμερικανικών αγροτικών προϊόντων».
Η ικανοποίηση της αγγλόφωνης κινεζικής εφημερίδας Global Times ήταν προβλέψιμη: «Σε εποχές που η μεταπολεμική τάξη αμφισβητείται από ορισμένες χώρες και αναδύονται νέοι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες για την περιφερειακή ειρήνη, αυτή η τηλεφωνική κλήση καταδεικνύει ότι η επικοινωνία και η συναίνεση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ στα θεμελιώδη ζητήματα είναι υψίστης σημασίας».
Προτού γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες της συνδιάλεξης Σι-Τραμπ, εμφανίστηκε άρθρο στο Foreign Affairs με τίτλο «Πώς ο Σι έπαιξε με τον Tραμπ» και με υπότιτλο «Το Πεκίνο έβαλε ένα στοίχημα και τώρα το κερδίζει». Ο αρθρογράφος του είναι ο Τζόναθαν Α. Σζιν, πρώην αναλυτής της CIA και από το 2021 έως το 2023 (επί προεδρίας Μπάιντεν) διευθυντής του Τμήματος Κίνας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ.
Ο Σζιν επισημαίνει ότι όχι μόνο το Πεκίνο δεν έχει υποκύψει στις αμερικανικές απειλές περί δασμών, αλλά «ο Σι έχει εξασφαλίσει τη δέσμευση του Τραμπ για αρκετές συναντήσεις το 2026, καθώς και για αμερικανικές παραχωρήσεις στο ζήτημα της Ταϊβάν και στο εξαγωγικό εμπόριο». Ετσι «η Κίνα βρίσκεται σε καλύτερη διπλωματική, στρατηγική και τεχνολογική θέση από ό,τι ήταν πριν από έναν χρόνο».
Είναι αυτές οι επικρίσεις αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας ενός παράγοντα του βαθέος κράτους των ΗΠΑ που εχθρεύεται τον Τραμπ; Ισως. Αλλά ο Czin κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «Η απόφαση της Κίνας να αντεπιτεθεί αντί να συνθηκολογήσει αντικατοπτρίζει τη βασική διαφορά μεταξύ του Σι και του Τραμπ. Σε αντίθεση με τον Αμερικανό, ο Σι δεν ενδιαφέρεται να κάνει κάποια μεγάλη συμφωνία. Το Πεκίνο έχει συνδέσει την Ουάσινγκτον με σχετικά περιθωριακές εμπορικές διαπραγματεύσεις. Ο δε Σι είναι πρόθυμος να παραπλανήσει τον Τραμπ και να εκτρέψει την πίεση των ΗΠΑ από τις πραγματικές προκλήσεις της σχέσης τους».
♦ Διαβάστε: Σε σύρραξη για την Ταϊβάν ποιος θα νικήσει;
Η Ταϊβάν είναι μία από αυτές. Αλλά δεν είναι η μόνη. Εγραψε ο Czin: «Η απόλυτη προτεραιότητα στο εμπόριο έχει οδηγήσει σε απόκρυψη σοβαρών τριβών της διπλωματικής διαμάχης. Στρατηγικά ζητήματα έχουν παραλειφθεί από την ημερήσια διάταξη, συμπεριλαμβανομένων της κινεζικής πίεσης στα εδάφη που διεκδικούν οι Φιλιππίνες στη Νότια Σινική Θάλασσα και των μεγάλης κλίμακας κινεζικών κυβερνοεισβολών, όπως ο Salt Typhoon και ο Volt Typhoon, στα συστήματα ψηφιακών υποδομών των ΗΠΑ.
Οι μακροχρόνιες ανησυχίες των ΗΠΑ για τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα – μια αξιοσημείωτη μετατόπιση από την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, η οποία έφερε στο προσκήνιο τη σοβαρή κακομεταχείριση της μειονότητας των Ουιγούρων. Η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται ικανοποιημένη με το να αφήνει το Πεκίνο ατιμώρητο αντί να το θεωρεί υπεύθυνο, εφόσον η Ουάσινγκτον μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει καταλήξει σε κάποια ηχηρή συμφωνία, ανεξάρτητα από το πόσο επιφανειακή, περιορισμένη ή εύθραυστη μπορεί να είναι.
»Οι τακτικές παραχωρήσεις που έκανε το Πεκίνο στην Ουάσινγκτον απλώς επανέφεραν τις διμερείς σχέσεις στο status quo πριν από την ανακοίνωση των δασμών, στις 2 Απριλίου. Και η συμφωνία περί το TikTok φαίνεται να είναι άλλο ένα παράδειγμα υποβάθμισης ενός στρατηγικού ζητήματος σε εμπορικό».
Ο Λούκα Αντζελίνι ,της Corriere della Sera, συνέχισε με δικά του σχόλια: «Ο Φεντερίκο Φουμπίνι έχει δίκιο που γράφει τα εξής: “Ο Τραμπ θέλει να δημιουργήσει ένα κενό γύρω από την Κίνα, προσπαθώντας να κλέψει συμμάχους από το Πεκίνο και μετατρέποντάς τους σε επιχειρηματικούς εταίρους που υπόκεινται στις ΗΠΑ. Το σχέδιο που παρουσίασε ο Γουίτκοφ στοχεύει ακριβώς σε αυτό το αποτέλεσμα, να αποσπάσει τον Πούτιν από την αγκαλιά του Σι, ώστε να δημιουργηθεί στρατηγική σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, που θα σπάσει την εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα. Δεν έχει σημασία αν η Ουκρανία και η Ευρώπη θα πληρώσουν τον λογαριασμό».
Και ο Σζιν έγραψε: «Ερμηνεύοντας τις συζητήσεις με την Ουάσινγκτον ως εμπορικές διαπραγματεύσεις, η Κίνα παγιδεύει τους αμερικανούς πολιτικούς. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επανειλημμένως καταπιεί το δόλωμα, επιδιώκοντας ‘‘νίκες’’ που θα τραβήξουν την προσοχή των πρωτοσέλιδων και όχι οποιαδήποτε πρόοδο στη διαδικασία απόκτησης πραγματικής ικανότητας άσκησης πίεσης στο Πεκίνο».
Η αντιπαράθεση για τις σπάνιες γαίες καταδεικνύει, για τον Czin, ότι «ενώ ο Τραμπ θεωρεί τον εαυτό του επιδέξιο διαπραγματευτή, ο Σι προτιμά να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει τον αντίπαλό του και να διαχειριστεί τυχόν επιπτώσεις. Κινέζοι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η Ουάσινγκτον έχει χαρτιά να παίξει. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να διακόψει την πρόσβαση της Κίνας σε σημαντικές αλυσίδες εφοδιασμού που διέρχονται από τις ΗΠΑ. Αλλά η Κίνα πιστεύει ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα υιοθετήσει τέτοια μέτρα επειδή ανησυχεί πολύ για την εγχώρια αντίδραση στα κινεζικά οικονομικά αντίποινα».
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες εκλογές, σχολίασε ο Αντζελίνι: «Το Πεκίνο πιθανότατα σχεδιάζει τη διπλωματία του ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του επόμενου έτους, στοιχηματίζοντας ότι ο Τραμπ θα είναι πρόθυμος να εξασφαλίσει συμφωνία που μπορεί να διαφημίσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των Ρεπουμπλικανών και ότι, μέσα στην ανυπομονησία του, μπορεί να καταλήξει να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις».
Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον Σζιν: «Ο Σι δεν ενδιαφέρεται για σημαντική συμφωνία ή ύφεση, επειδή πιστεύει ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της Κίνας, ότι η Κίνα θα βρίσκεται σε ακόμη ισχυρότερη θέση τα επόμενα χρόνια και ότι τυχόν συμφωνία τώρα θα περιόριζε μόνο το Πεκίνο. Επιπλέον, το Πεκίνο είναι καχύποπτο για τα δομικά στοιχεία μιας βαθύτερης ύφεσης, όπως οι διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των όπλων που επιδίωξε ο Τραμπ κατά την πρώτη θητεία του, θεωρώντας τες ψυχροπολεμικού τύπου. Η ιδέα ότι η κινεζική ηγεσία επιδιώκει σταθερότητα στις διμερείς σχέσεις έχει γίνει συνηθισμένη στην Ουάσιγκτον, αλλά τέτοια εκτίμηση είναι στην καλύτερη περίπτωση ανακριβής και στη χειρότερη παραπλανητική».
Η Wall Street Journal, εφημερίδα που σίγουρα δεν είναι προκατειλημμένη αρνητικά με τον Τραμπ, προσέθεσε στο επιχείρημα υποστηρίζοντας ότι και ο Πούτιν, εκτός από τον Σι, εκμεταλλεύεται την προθυμία του Τραμπ να γίνει άριστος διαπραγματευτής. Μια κοινή ανάλυση από ανταποκριτές στο Τόκιο, στη Σιγκαπούρη και στο Βερολίνο αναφέρει: «Οι αντίπαλοι της Αμερικής εκμεταλλεύονται την προθυμία του προέδρου Τραμπ να συνάψει συμφωνίες ως ευκαιρία για να προκαλέσουν διχόνοια μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και να αποδυναμώσουν την τάξη ασφαλείας υπό την ηγεσία της Ουάσινγκτον.
»Στην Ευρώπη η Ρωσία επιδιώκει να εκμεταλλευθεί την επιθυμία του Τραμπ να σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με τη Μόσχα, καταρτίζοντας ειρηνευτικό σχέδιο που εκπληρώνει πολλούς από τους στρατηγικούς στόχους της, συμπεριλαμβανομένης της κατάληψης εκτάσεων ουκρανικού εδάφους και της διάλυσης των ελπίδων του Κιέβου για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Στην Ασία, ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ προσπαθεί να πείσει τον Τραμπ να εγκαταλείψει την Ταϊβάν με αντάλλαγμα μια ολοκληρωμένη εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας, που είναι βασικός στόχος του Τραμπ».
Ο Κρίστοφερ Τζόνστοουν, συνεργάτης στην Asia Group, εταιρεία στρατηγικής συμβουλευτικής με έδρα την Ουάσινγκτον, ο οποίος έχει διατελέσει σε ανώτερες θέσεις εθνικής ασφαλείας σε αρκετές αμερικανικές κυβερνήσεις, επιβεβαίωσε στην αμερικανική εφημερίδα WSJ ότι στη Μόσχα και στο Πεκίνο «υπάρχει σίγουρα η αίσθηση ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να προωθήσουν την ατζέντα τους, να υπονομεύσουν την ηγεσία των ΗΠΑ τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία». Και συμπλήρωσε: «Νομίζουν ότι έχουν καταλάβει πώς είναι ο Τραμπ»…
Ισως να μην είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαία η πρόσφατη αποκάλυψη της WSJ ότι ο Τραμπ έχει διαμορφώσει το δικής του εμπνεύσεως σχέδιο «ειρήνευσης» στην Ουκρανία στη βάση αμερικανικών επενδύσεων και deals όχι μόνο για την ανόρθωση της καταστραμμένης χώρας αλλά ακόμα και στην ίδια τη Ρωσία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
