Γιατί η Ιστορία δεν θα απαλλάξει τον Μπίμπι
Γιατί η Ιστορία δεν θα απαλλάξει τον Μπίμπι
Την 7η Οκτωβρίου του 2023, λίγες ώρες μετά τις σφαγές, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου σκεφτόταν μόνον ένα πράγμα: πώς να σώσει τoν εαυτό του, όπως το θέτει ο Τζανλούκα Μερκούρι, αρθρογράφος της Corriere della Sera. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός μόλις είχε οδηγήσει το Ισραήλ και τον εβραϊκό λαό στη χειρότερη τραγωδία μετά το Ολοκαύτωμα.
Ενας από τους ισχυρότερους στρατούς στον κόσμο καθώς και οι διαβόητες ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες καταλήφθηκαν εξαπίνης από μαχητές της Χαμάς και μέλη πολιτοφυλακών που εισέβαλαν στο Ισραήλ από μια περιοχή που υποτίθεται ότι ήταν ερμητικά κλειστή και απόλυτα ελεγχόμενη και δολοφόνησαν 1.200 Ισραηλινούς, το 1/3 των οποίων ήταν πάνοπλοι στρατιώτες ή αστυνομικοί.
Επιπλέον, από μια χώρα όπου η απαγωγή ενός και μόνο πολίτη ή στρατιώτη βιώνεται ως συλλογικό τραύμα που μπορεί να επουλωθεί μόνο με την απελευθέρωσή του και με κάθε κόστος, απήχθησαν επίσης 251 άνθρωποι, οι οποίοι κατέληξαν στα τούνελ της Χαμάς.
«Επρόκειτο για την αποτυχία μιας εικοσαετίας προσωπικής και πολιτικής κυριαρχίας [του ισραηλινού πρωθυπουργού]. Αλλά εκείνες τις δραματικές στιγμές ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε πραγματικά μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του: να σώσει τον εαυτό του πολιτικά, να σώσει τον εαυτό του από τη δικαιοσύνη, να σώσει τον εαυτό του από την κρίση της Ιστορίας», σχολιάζει ο Τζανλούκα Μερκούρι.
Τις ώρες αμέσως μετά τις επιθέσεις ήταν, φυσικά, και εκείνος σοκαρισμένος, σχεδόν ανίκανος να αντιδράσει, τόσο που καθυστέρησε να μεταβεί στη Χακιρία, το γενικό επιτελείο άμυνας στο Τελ Αβίβ, ενώ διοικητές σε όλη τη χώρα προσπαθούσαν να οργανωθούν για να μεταβούν στα κιμπούτς που είχαν δεχτεί επίθεση καθώς και για να αποτρέψουν πιθανές παρόμοιες επιδρομές στον Βορρά από τη Χεζμπολάχ.
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος της Corriere, οι αυταρχικοί ηγέτες τείνουν να συνάπτουν συμμαχίες και να συνεργάζονται με ανθρώπους ικανούς να διατηρούν την ψυχραιμία τους ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, λαμβάνοντας τις κατάλληλες αποφάσεις με γνώμονα, πάντα, «το συμφέρον του ηγεμόνα» και, κατ’ επεκτάση, και το δικό τους.
Ο άνθρωπος-κλειδί για τον Μπενιαμίν Νετανιάχου στην προκειμένη ήταν ο Γιάριβ Λεβίν, υπουργός Δικαιοσύνης του Ισραήλ και αρχιτέκτονας της δικαστικής μεταρρύθμισης (με στόχο την αποδυνάμωση και την πολιτικοποίηση του ανώτατου δικαστηρίου) που τους μήνες πριν από το πογκρόμ της Χαμάς είχε φέρει την κυβέρνηση του Νετανιάχου σε σύγκρουση με σημαντικά τμήματα της ισραηλινής κοινωνίας που εναντιώνονταν στις προσπάθειες υποταγής της δικαστικής εξουσίας στην εκτελεστική.
Εκείνες τις ώρες σχεδόν όλοι οι στενότεροι συνεργάτες του Νετανιάχου ήταν βέβαιοι ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι η παραίτησή του ήταν θέμα ωρών. Ο Λεβίν, ωστόσο, χωρίς να πει τίποτα στο αφεντικό του, κάλεσε τους ηγέτες της αντιπολίτευσης Μπένι Γκαντς και Γιαΐρ Λαπίντ. Ο Γκαντς τσίμπησε το δόλωμα και προσέφερε σανίδα σωτηρίας σε έναν συντετριμμένο ηγέτη. Η είσοδός του στην κυβέρνηση κατέστησε αδύνατο κάθε κοινοβουλευτικό ελιγμό για άμεση αντικατάσταση της ηγεσίας και ταυτόχρονη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, όπως συνέβαινε ανέκαθεν στο Ισραήλ μετά από κάθε κρίση και αποτυχία.
Eπαναπροσδιορισμός προτεραιοτήτων
Σε αυτό το πλαίσιο ο Νετανιάχου ανέκαμψε γρήγορα και μέσα σε λίγες ημέρες επαναπροσδιόρισε τις προσωπικές προτεραιότητές του: καταρχάς να γλιτώσει την κυβέρνησή του από μια μοίρα που έμοιαζε βέβαιη (πτώση, πρόωρες εκλογές, ήττα), να μην προβεί σε καμία αποδοχή ευθύνης προσωπικά, επιρρίπτοντάς την μάλιστα, εξ ολοκλήρου στις υπηρεσίας ασφαλείας, και να αποφύγει με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος να μείνει στην Ιστορία ως ο ηγέτης που οδήγησε το Ισραήλ σε μία πραγματικά ανείπωτη τραγωδία, «ως άνθρωπος που είχε επαναφέρει στους Ισραηλινούς την αίσθηση της διαρκούς ευαλωτότητας από την οποία νόμιζαν –οι πρώτοι εβραίοι στην Ιστορία– ότι είχαν, επιτέλους απαλλαγεί», όπως γράφει ο Τζανλούκα Μερκούρι.
Δεδομένων των εξαιρετικών συνθηκών, υπήρχε, φυσικά, ένας και μοναδικός τρόπος να επιδιώξει ο Νετανιάχου να πετύχει και τους τρεις στόχους του: ο διαρκής πόλεμος, ο πόλεμος κατά της Χαμάς και όλων των άλλων εχθρών του Ισραήλ και η «ολοκληρωτική καταστροφή» τους. Ο πόλεμος όχι μόνο θα ένωνε τη χώρα, που διψούσε για εκδίκηση, αλλά θα εξασφάλιζε και τη σταθερότητα της κυβέρνησης ακόμη και σε περίπτωση αποχώρησης του Γκαντς, όπως και συνέβη.
Συγχρόνως θα ανέβαλε επ’ αόριστον την απόδοση ευθυνών και την υποχρέωση του ισραηλινού πρωθυπουργού να λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του ενώπιον όλων όσων το απαιτούσαν, ενώπιον των δικαστών που τον κατηγορούσαν για διαφθορά, ενώπιον των μελών μιας μελλοντικής, αναπόφευκτης, εξεταστικής επιτροπής για την 7η Οκτωβρίου και, φυσικά, ενώπιον των ψηφοφόρων.
Σύμφωνα με τον Μερκούρι, όμως, τον Νετανιάχου τον έκαιγε περισσότερο ο τρίτος στόχος του: «Ο Μπίμπι ήθελε και θέλει ακόμα να ανατρέψει την Ιστορία, να ορίσει ο ίδιος τη θέση του στα βιβλία, όχι ως ο υπεύθυνος για τη χειρότερη στιγμή του Ισραήλ, αλλά, αντιθέτως, ως ο αρχιτέκτονας της καταστροφής όλων των εχθρών του και της “οριστικής” –ακούγεται ανατριχιαστικό– λύσης του παλαιστινιακού προβλήματος», γράφει ο αρθρογράφος της ιταλικής εφημερίδας.
Οσο για το αποτέλεσμα, όπως έγραψε η Haaretz σε κεντρικό άρθρο της την παραμονή της δεύτερης μαύρης επετείου των σφαγών της 7ης Οκτωβρίου, «ο πόλεμος συνεχίζεται άσκοπα εδώ και δύο χρόνια. Οι όμηροι έχουν εγκαταλειφθεί. Το Ισραήλ έχει περιπέσει σε διπλωματική, οικονομική και ηθική απομόνωση. Τα χέρια της κυβέρνησης είναι λερωμένα με το αίμα δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της Γάζας. Οι Ισραηλινοί φοβούνται να ταξιδέψουν στο εξωτερικό. Η χώρα, οι θεσμοί της και ο κοινωνικός της ιστός βρίσκονται σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Οσα έπρεπε να είχαν γίνει τον Οκτώβριο του 2023 -η παραδοχή της ευθύνης από την κυβέρνηση, η παραίτησή της και η σύσταση εξεταστικής επιτροπής- αντικαταστάθηκαν από μια μακρά εκστρατεία με στόχο την πολιτική επιβίωση. Και η κυβέρνηση, πράγματι, επέζησε, αλλά η χώρα πεθαίνει […] Η επιβίωση της κυβέρνησης καταδεικνύει πόσο πολύ οι Ισραηλινοί έχουν συνηθίσει στο ψέμα ότι η απαίσια ηγεσία του Νετανιάχου είναι στην πραγματικότητα η καλύτερη διαθέσιμη».
Η ανάλυση είναι σίγουρα ελλιπής, καθώς παραλείπονται τα συντριπτικά και πιθανώς μοιραία πλήγματα που κατάφεραν οι Ισραηλινοί στη Χαμάς, στη Χεζμπολάχ και στο Ιράν, αναδιαμορφώνοντας τον χάρτη της Μέσης Ανατολής, και καθιστώντας, έτσι, την πατρίδα τους ηγεμονική και άτρωτη, (τουλάχιστον στην παρούσα φάση) δύναμη στην περιοχή.
Ομως σύμφωνα με τον Μερκούρι αυτή η υπερβολική ισχύς κατέληξε να αποτελεί αυτοσκοπό που διαβρώνει τη δημοκρατική ψυχή του εβραϊκού κράτους ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να φέρει τη χώρα σε σύγκρουση με την Τουρκία, το μοναδικό αντίβαρο στην απόλυτη κυριαρχία του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Και με τον πόλεμο να συνεχίζεται –εάν ο Τραμπ δεν καταφέρει να τον τερματίσει ως εκ θαύματος– ο Νετανιάχου θα συνεχίσει επίσης να διαιωνίζει την ψευδαίσθηση της επίλυσης του παλαιστινιακού ζητήματος, καταστρέφοντας, πρακτικά, τον παλαιστινιακό λαό.
Στην παρούσα φάση ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, περισσότερο από τις διαπραγματεύσεις στην Αίγυπτο, ενδέχεται να σκέφτεται την επόμενη μεγάλη μάχη για την επιβίωσή του, τις εκλογές του 2026, οι οποίες είναι προγραμματισμένες για το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς, ενώ δεν αποκλείεται να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, εάν το κρίνει βολικό, ενδεχομένως συνάπτοντας νέες συμμαχίες, αναλόγως με τις εξελίξεις.
Ο Ανσίλ Πέφερ, ένας διάσημος ισραηλινός δημοσιογράφος, ανταποκριτής του Economist στο Ισραήλ και συγγραφέας μιας μη εξουσιοδοτημένης βιογραφίας του «Μπίμπι», έγραψε σχετικά: «Το επόμενο έτος, ακόμη και εάν τερματιστεί ο πόλεμος, θα είναι το τρίτο έτος ενός πολιτικού πολέμου στο πλαίσιο του οποίου οι ψηφοφόροι θα πρέπει να αποφασίσουν εάν ο Νετανιάχου νίκησε τελικά ή εάν θα μείνει στην Ιστορία ως ένας θλιβερός ηττημένος, εάν ολόκληρη η καριέρα του ήταν μια τραγωδία που κατέστρεψε ένα έθνος.
»Αυτή δεν θα έπρεπε να είναι η τραγωδία του Νετανιάχου. Είναι η τραγωδία τόσων πολλών Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Αλλά δεν έχει ίχνος αξιοπρέπειας και δεν προτίθεται υποχωρήσει και να αναλάβει την ευθύνη για τη μνημειώδη αποτυχία του. Το τρίτο έτος αυτού του πολέμου θα είναι η τελευταία μάχη του Νετανιάχου. Η Ιστορία θα πρέπει να περιμένει». Κάποια στιγμή, όμως, αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα της κρίσεως και πιθανώς να είναι αμείλικτη για τον ισραηλινό πρωθυπουργό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
