Η γνωστή-άγνωστη Μέριλιν Μονρόε
Η γνωστή-άγνωστη Μέριλιν Μονρόε
«Συγχώρεσέ με που είμαι μελοδραματική… Χαίρομαι που ζω την ίδια εποχή με εσένα», γράφει η Μέριλιν Μονρόε στην ευχετήρια κάρτα για τα γενέθλια του φίλου της Νόρμαν Ρόστεν. Είναι μια εποχή που νομίζουμε ότι την ξέρουμε, και όμως, την ίδια στιγμή μένει μακριά μας.
Εκεί όπου ένα καστανό κορίτσι πλατσουρίζει στην παραλία του Λος Αντζελες και λίγα χρόνια αργότερα στέφεται ξανθιά θεά του έρωτα. Εκεί όπου οι πρωταγωνίστριες κάνουν στριπτίζ χωρίς να γδύνονται, τραγουδώντας το «I wanna be loved by you» μπροστά από μια ορχήστρα «πεινασμένων» αρσενικών. Εκεί όπου ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του παντρεύεται την αμαρτωλή αγία του Χόλιγουντ.
Οσα πίξελ και αν προσθέσουμε, η εικόνα δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Τα κενά στη μυθολογία των 60’s είναι το πιο δυνατό τους σημείο. Γι’ αυτό και η Μέριλιν Μονρόε παραμένει και σε αυτή την ανάμνηση του θανάτου της – στις 4 Αυγούστου 1962 – και γνωστή και άγνωστη. Σαν να ανανεώνει το ραντεβού των σινεφίλ με την Ιστορία.
Αν κάτι μένει από εκείνη την περίοδο, πάντως, είναι οι σημειώσεις, οι επιστολές και οι απόπειρες ποιημάτων της Μονρόε, όπως διασώζονται στον τόμο «Fragments». Την έρευνα είχε κάνει η Αννα Στράσμπεργκ, χήρα του Λι Στράσμπεργκ, ιδρυτή του Actors Studio και κληρονόμου της αμερικανίδας σταρ. Μέχρι σήμερα θεωρείται το πιο εξαντλητικό βιβλίο, καθώς περιέχει όλα τα γραπτά της Μονρόε εκτός από τα σεμινάρια υποκριτικής.

Μέσα στις 200 σελίδες η σινεμασκόπ σεξοβόμβα δίνει τη θέση της σε ένα ανασφαλές κορίτσι που πασχίζει με νύχια και με δόντια να κρατηθεί από την καθημερινότητα με λέξεις και σκέψεις. «Τοοοοόσα φώτα στο σκοτάδι/ φτιάχνουν σκελετούς από κτίρια/ κι απ’ τη ζωή στους δρόμους», ξεκινάει ένα από τα ποιήματά της τον Σεπτέμβριο του 1955. Η θεά του ερωτισμού δεν μπορεί να γιατρέψει τις πληγές της κακοποιημένης σεξουαλικά Νόρμα Τζιν Μπέικερ: «Το σώμα μου είναι το σώμα μου – κάθε κύτταρό του», γράφει στο μαύρο σημειωματάριο της ίδιας χρονιάς, ελάχιστες αράδες μετά την εξομολόγηση ότι «φοβάται τα γεννητικά της όργανα».
Η «ντροπή» του Αρθουρ Μίλερ
Γράφει όπου βρει. Στα μπλοκάκια των ξενοδοχείων, σε μια ιταλική ατζέντα, σε σελίδες φθηνών τετραδίων. Μόνη της, στο δωμάτιο με την εκκωφαντική σιωπή, ακούει τα γέλια των συναδέλφων της όταν τους εκμυστηρεύεται την επιθυμία να παίξει την Γκρουσένκα στους «Αδελφούς Καραμάζοφ» (οι ίδιοι ξεχνούν ότι στα 23 της είχε υποδυθεί τη Μόλι του Τζόις στο θέατρο). Φέρνει συνέχεια στο μυαλό της το σνομπίστικο ύφος του Λόρενς Ολίβιε (εξ ου και το γκροτέσκο σκίτσο στη σελίδα 121), ο οποίος τη σκηνοθετεί και παίζει μαζί της στον «Πρίγκιπα και τη χορεύτρια» (1957).
Το 1956 γράφει στην ιταλική ατζέντα της για τον Αρθουρ Μίλερ: «Είναι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύομαι όσο και τον εαυτό μου». Δύο χρόνια μετά επανέρχεται: «Δεν μπορεί να με αντέξει – έρχεται από άλλο κόσμο». Και τελικά χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν, στο ανοιχτό ημερολόγιό του, διαβάζει τη λέξη «ντροπή» για τις φορές που ο συγγραφέας τη συνέστησε στον κοινωνικό του κύκλο. «Νομίζω ότι πάντοτε με τρόμαζε η ιδέα να γίνω η γυναίκα κάποιου. Η ίδια η ζωή μού έχει μάθει ότι κανείς δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί στ’ αλήθεια».

Μέσα σε όλα ανακαλύπτει κανείς τις αναφορές της στα σεμινάρια υποκριτικής, στη λογοτεχνία και στην παγκόσμια τέχνη (οι σημειώσεις για τον πολιτισμό της Αναγέννησης μάλλον θα αιφνιδιάσουν τον ανυποψίαστο αναγνώστη). Στην πραγματικότητα, δεν αρκούν για να αλλάξει η εικόνα της ξανθιάς που προσγειώνεται στον πλανήτη Χόλιγουντ και παίζει εξυπνότερα από οποιαδήποτε άλλη τον ρόλο της. Είναι, όμως, οι ολόδικοί της ψίθυροι στο σκοτάδι που ξορκίζουν το συμβόλαιό της με το πλήθος.
Ο επαγγελματισμός ήταν το μόνο όπλο που της είχε απομείνει: η έρημος που έπρεπε να περάσει για να φτάσει στην προσωπική λύτρωση. Από μια άποψη, στα σεμινάρια υποκριτικής και στο στούντιο ξανάβρισκε τον εαυτό της. «Ο φόβος βρίσκεται πάντα πάνω στη σκηνή. Αλλά υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις γι’ αυτό: η τεχνική. Μόνο αν κάνεις την προσπάθεια, αν εκτελέσεις τις τεχνικές ασκήσεις, θα τον ξεπεράσεις», σημειώνει για τα μαθήματα του Λι Στράσμπεργκ στο Actors Studio.
Η ψυχανάλυση
Η διάθεση ενδοσκόπησης διαπερνά όλες τις μαρτυρίες και εξηγείται ίσως από τις επαφές που είχε η Μονρόε με πολλούς ψυχαναλυτές (από το 1955 μέχρι τον θάνατό της είχε δει τους Μάργκαρετ Χερτς Χόχενμπεργκ, Αννα Φρόιντ, Μαριάν Ρι Κρις, Ραλφ Γκρίνσον, Μίλτον Γουέξλερ). Η εξομολόγηση για τα πάθη του παρελθόντος ξεκινάει για πρώτη φορά στα 25 της, με παρότρυνση του Στράσμπεργκ.
Σε ένα μακροσκελές γράμμα προς τον Γκρίνσον επισημαίνει πόσο σοβαρά έβλεπε αυτή την επένδυση: «Χθες το βράδυ πάλι δεν έκλεισα μάτι. Ωρες ώρες αναρωτιέμαι σε τι χρειάζεται η νύχτα. Σχεδόν δεν υπάρχει για μένα – όλα μου μοιάζουν σαν μια μεγάλη, απαίσια ημέρα. Τέλος πάντων, προσπάθησα να κάνω κάτι εποικοδομητικό και έτσι διάβασα τις επιστολές του Ζίγκμουντ Φρόιντ. Με το που άνοιξα το βιβλίο είδα τη φωτογραφία του και ξέσπασα σε δάκρυα – φαινόταν τόσο θλιμμένος προς το τέλος της ζωής του…»

Το καλοκαίρι του 1957 αγοράζει ένα σπίτι στο Κονέκτικατ μαζί με τον Αρθουρ Μίλερ. Ο συγγραφέας προσπαθεί –ματαίως– να γράψει το σενάριο των «Αταίριαστων» και η Μέριλιν βαριέται πολύ γρήγορα τον ρόλο της νοικοκυράς (παρεμπιπτόντως, το λεύκωμα περιέχει και τρεις χειρόγραφες συννταγές της). Για πρώτη φορά κοιτάζει με μεγεθυντικό φακό τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό της –«ένταση, λύπη, νεκρά μάτια»– και αιφνιδιάζεται από τον ερχομό της άνοιξης. Τα φύλλα στα κλαδιά των δέντρων της θυμίζουν τα παιδιά που δεν θα αποκτήσει ποτέ.
«Νομίζω ότι μισώ το μέρος επειδή δεν υπάρχει αγάπη πουθενά… Είναι και αυτά τα λεία πράσινα φύλλα στα δέντρα των 175 ετών. Σαν να κάνεις παιδιά στα 90 σου». Λίγες μέρες αργότερα στο κόκκινο σημειωματάριό της εξομολογείται τη θλίψη για τη χαμένη μητρότητα: «Μην κλαις, κουκλίτσα μου, μην κλαις/ εγώ θα σε κρατήσω και θα σε νανουρίσω/ στα ψέματα το έκανα/ δεν είμαι η μαμά σου που πέθανε».
Το τέλος
Η επιθυμία του θανάτου είναι πιο φανερή από ποτέ. Μόνο που στα βήματά του πατάει η… ζωή: «Βοήθεια, βοήθεια/ βοήθεια/ νιώθω τη ζωή να έρχεται πιο κοντά μου/ όταν το μόνο που θέλω/ είναι να πεθάνω… Ενα ουρλιαχτό – ξεκίνησε και τελειώνει στον αέρα/ αλλά πού πήγε ό,τι υπήρξε ανάμεσα;». Φυσικά, η εικόνα που επανέρχεται και κατά την ανάγνωση των «Αποσπασμάτων» προέρχεται από το Λος Αντζελες – ξημερώματα 4ης προς 5η Αυγούστου 1962.

Η οικονόμος της, Γιούνις Μάρεϊ, πηγαίνει να ρίξει μια ματιά στο δωμάτιο της ταλαιπωρημένης αφεντικίνας. Αντικρίζει μια εικόνα που έκτοτε θα περνούσα σε όλα τα σχετικά ντοκιμαντέρ: «Ξαπλωμένη στα στραπατσαρισμένα σεντόνια, γυμνή και ακίνητη. Στο χέρι, παγωμένο από την ακαμψία του θανάτου, κρατούσε ακόμη το ακουστικό τού τηλεφώνου και δίπλα της στο κομοδίνο υπήρχαν δύο άδεια φιαλίδια ηρεμιστικών».
Για να φτάσει εκεί, ο αναγνώστης θα περάσει συνολικά από 32 φωτογραφίες της Μονρόε (ανάμεσά τους και μια σπάνια, στην οποία κοιτάζει τη νεαρή χορεύτρια του Ντεγκά). Η φυλλομέτρηση ξεκινάει με το χέρι της φωτογραφημένο το 1946 και κλείνει με τη φωτογραφία όπου τη βλέπουμε να διαβάζει τις τελευταίες σελίδες του «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. Μπορεί να μοιάζει με την πιο ξένη στον μύθο της, αλλά ταιριάζει απολύτως στην εικόνα που ήθελε να έχει για τον εαυτό της. Οπως είχε πει κάποτε ο Αρθουρ Μίλερ, «είναι μια ποιήτρια στη γωνιά του δρόμου που πασχίζει να απαγγείλει στίχους σε ένα πλήθος που της τραβάει τα ρούχα».
Το σημείωμα βασίστηκε στον τόμο «Fragments», σε επιμέλεια των Stanley Buchthal and Bernard Comment, εκδ. HarperCollins, 2010
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
