Ισως η πιο καθηλωτική πολεμική ταινία
Ισως η πιο καθηλωτική πολεμική ταινία
«Δείξε πόσο όμορφος είμαι», λέει στην κάμερα ο Μπορς, ένας νεαρός ουκρανός στρατιώτης, καθώς περιπλανιέται σε ένα χαράκωμα. Δευτερόλεπτα αργότερα το ρωσικό πυροβολικό χτυπά και ένα drone αυτοκτονίας εκτοξεύεται και εκρήγνυται από πάνω τους σαν πύρινη σφαίρα. Δύο άνδρες πέφτουν νεκροί. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας στοιβάζονται σε ένα τεθωρακισμένο όχημα, το οποίο όμως κολλάει στη λάσπη, οπότε βουτάνε σε ένα άλλο χαράκωμα. Οι Ρώσοι αρχίζουν να τους χτυπούν και ο Μπορς ουρλιάζει, έχοντας και τα τέσσερα άκρα του θρυμματισμένα.
«Αυτό ήταν για μένα, αδελφέ», λέει.
«Μπαντάρισέ το και σύρσου», του απαντά ο σύντροφός του.
«Δεν μπορώ να συρθώ».
«Μπορείς».
«Σύρε με, σε παρακαλώ».
Ο φίλος του φεύγει για να φέρει βοήθεια. «Θα γυρίσω», λέει. «Μη σκεφτείς καν να ανατιναχτείς».
Με αυτή τη σκηνή ανοίγει η εξαιρετική νέα ταινία «2000 μέτρα μέχρι την Αντρίιβκα», με θέμα την προσπάθεια της Τρίτης Ταξιαρχίας Εφόδου της Ουκρανίας να απελευθερώσει το χωριό Αντρίιβκα το 2023, μια στρατηγικής σημασίας ρωσική βάση κοντά στην ανατολική πόλη Μπαχμούτ.
Θα ήταν αρκετά δραματική αν επρόκειτο για ταινία μεγάλου μήκους ή βιντεοπαιχνίδι. Είναι όμως ντοκιμαντέρ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προέρχεται από πλάνα που τράβηξαν στρατιώτες στην πρώτη γραμμή του μετώπου, γράφει στους βρετανικούς Times ο Εντ Πότον. Η σκηνοθεσία είναι του Μστίσλαβ Τσερνόφ, του ουκρανού σκηνοθέτη και δημοσιογράφου που κέρδισε Οσκαρ για το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «20 Μέρες στη Μαριούπολη» και βραβείο Πούλιτζερ για το ρεπορτάζ του από την πολιορκημένη πόλη.
Με επικεφαλής τον χαρισματικό Φέντια, ο οποίος εργαζόταν σε μια αποθήκη, οι στρατιώτες πολεμούν μέσα από μια στενή λωρίδα δάσους μήκους 2.000 μέτρων με ναρκοπέδια και στις δύο πλευρές. Εχει περιγραφεί ως η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και τα μικροσκοπικά εδαφικά κέρδη, όπως και τα κολασμένα χαρακώματα, τα σκελετικά δέντρα και το σπαρμένο με πτώματα έδαφος θυμίζουν περισσότερο τον Μεγάλο Πόλεμο (Α’ Παγκόσμιος).
Ο Τσερνόφ, ο οποίος τους συνόδευσε σε μερικές από τις επιθέσεις τους, σκέφτηκε τους πίνακες του Πολ Νας και του Οτο Ντιξ από τα πεδία των μαχών και τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» του Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Με ένα απόσπασμα από το βιβλίο αυτό, εξάλλου, ξεκινά η ταινία: «Μόνο τα ονόματα των τόπων είχαν αξιοπρέπεια».
Μια μάχη σε απόσταση 600 μέτρων γυρίστηκε με επτά κάμερες, ανάμεσα στις οποίες και αυτές που τοποθετήθηκαν σε drone, για να μεταφέρουν «την πλήρη εμπειρία του πεδίου της μάχης», λέει στους Times ο 40χρονος Τσερνόφ. Και τα κατάφεραν. Η ταινία επαινέθηκε από τους κριτικούς, είναι η πιο καθηλωτική απεικόνιση του πολέμου που έχει δει ποτέ, υπογραμμίζει ο Εντ Πότον στο άρθρο του στη βρετανική εφημερίδα.
Οταν ο Τσερνόφ ήταν με την ταξιαρχία, η ζωή του «βρισκόταν συνεχώς σε κίνδυνο. Αυτή η ταινία θα μπορούσε να γίνει με πλάνα από κάμερα σώματος χωρίς να μπω σε εκείνο το δάσος, αλλά για να δείξω την εμπειρία που βίωναν αυτοί οι άντρες έπρεπε να είμαι εκεί. Υπάρχει μόνο μία κατεύθυνση: προς τα εμπρός, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. Από τη στιγμή που δεν έχεις επιλογή, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», λέει ο ουκρανός σκηνοθέτης και δημοσιογράφος.
Η Αντρίιβκα είναι κοντά στο σπίτι του Τσερνόφ.Η γενέτειρά του, το Χάρκοβο στην περιοχή του Ντονμπάς, απέχει δύο ώρες με το αυτοκίνητο. «Τα πάντα είναι οικεία από την παιδική μου ηλικία», λέει. Η γιαγιά του αφηγείται ιστορίες για τον προπάππου του, που πολέμησε εναντίον των Γερμανών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η πρώτη γραμμή του μετώπου, όπως τώρα, ήταν κατά μήκος των συνόρων Ντονμπάς-Ρωσίας. «Αυτά τα δάση ήταν τα ίδια μέρη που πολέμησε κι εκείνος», σχολιάζει.
Πόσο δύσκολο ήταν να κερδίσει την εμπιστοσύνη των στρατιωτών; «Είναι δύσκολο να φτάσεις στα χαρακώματα, αλλά μόλις φτάσεις εκεί όλοι είναι φίλοι σου», λέει. «Κάθε δευτερόλεπτο μπορείς να πεθάνεις και αυτό φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Ολα είναι πιο απλά στο πεδίο της μάχης, όλοι είναι ίσοι. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι τόσο δύσκολο για έναν στρατιώτη να επιστρέψει στην πολιτική ζωή», παρατηρεί ο Τσερνόφ μιλώντας στον δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας.
Παρόλα αυτά, ήταν σημαντικό για τους στρατιώτες «να νιώθουν ότι δεν είμαι εκεί για να τους χρησιμοποιήσω». Οταν φαίνονται μαζί στην οθόνη να καπνίζουν στριφτά τσιγάρα και να μιλούν για τις οικογένειες, το πανεπιστήμιο και το μέλλον της χώρας τους, «δεν είναι συνεντεύξεις, αλλά συζητήσεις. Μερικές φορές δεν θυμόμουν καν να ανοίξω την κάμερα. Προσπαθώ να βάλω το κοινό στην εμπειρία τού να βρίσκεται εκεί».
Κάποιες στιγμές η ταινία είναι επίσης όμορφη, μήπως αυτό φάνηκε ηθικά μπερδεμένο; «Πείτε μου πού είναι όμορφη, και θα τη διαγράψω αυτή τη στιγμή», λέει. Λοιπόν, τα πλάνα από drone με τα ανατιναγμένα δέντρα και τις στήλες καπνού είναι αναμφισβήτητα φωτογενή. «Μερικές φορές είναι ποιητικά, αλλά μόνο τις στιγμές που είσαι έξω από την εμπειρία των στρατιωτών. Η εμπειρία τους είναι γεμάτη πόνο και απώλεια, αλλά και συγκίνηση, για να είμαι ειλικρινής», εξηγεί ο Τσερνόφ.
Οι πραγματικές μάχες μπορούν να είναι και συναρπαστικές για τους θεατές: ο Τσερνόφ λέει ότι ο κίνδυνος, όπως και το οπτικό θέαμα, «κρατά το κοινό προσκολλημένο. Είμαστε 11 χρόνια σε αυτόν τον πόλεμο, τρία χρόνια μετά την εισβολή πλήρους κλίμακας και υπάρχουν πολλές άλλες σημαντικές ιστορίες σε όλο τον κόσμο. Εκεί μπαίνουν στο παιχνίδι τα παλιά καλά δραματικά εργαλεία. Το “20 Μέρες στη Μαριούπολη” γυρίστηκε σαν δελτίο ειδήσεων, αλλά το “2000 Μέτρα μέχρι την Αντρίιβκα ” σχεδιάστηκε ως ταινία», λέει και προσθέτει ότι «Αυτή είναι πιθανότατα η τελευταία ταινία που θα δούμε για τον [συμβατικό] πόλεμο».
Η αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των μη επανδρωμένων σκαφών (drones) και των συστημάτων στόχευσης, που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, σημαίνει ότι «ο πόλεμος αλλάζει τόσο γρήγορα ώστε μετά βίας μπορείς να τον παρακολουθήσεις». Στην ταινία βλέπουμε Ουκρανούς και Ρώσους «να συγκρούονται πρόσωπο με πρόσωπο, ουρλιάζοντας ο ένας στον άλλον από το ένα χαράκωμα στο άλλο», αλλά στα δύο χρόνια που πέρασαν από τότε οι μάχες έχουν γίνει πιο απρόσωπες. Πρόσφατα, ο Τσερνόφ ήρθε σε επαφή με έναν έναν πιλότο drone. «Βλέπει τον στόχο, ρίχνει τη βόμβα και προχωρά. Μέσα σε τρία χρόνια έχει σκοτώσει περίπου 500 ανθρώπους. Τι ψυχολογικό κόστος είχε αυτό;», αναρωτιέται.
Οι στρατιώτες αναφέρονται στους Ρώσους σε όλη τη διάρκεια ως «γαμ***ες» («motherf***ers»), αλλά αντιμετωπίζουν τους αιχμαλώτους πολέμου με αφοπλιστικό σεβασμό. «Νομίζεις ότι ήταν το όνειρό μου στα 19 μου να πολεμήσω μαζί σου;» ρωτάει ένας Ουκρανός τον αιχμάλωτό του. «Είναι η ανθρωπιά, υποθέτω», λέει ο Τσερνόφ. «Υπάρχει επίσης ένας πρακτικός λόγος: κάθε άντρα που πιάνουν μπορουν να τον ανταλλάξουν με έναν ουκρανό αιχμάλωτο».
Πολλοί από τους άντρες με τους οποίους ο Τσερνόφ περνάει χρόνο στην ταινία σκοτώθηκαν μέσα σε λίγους μήνες. «Ενα από τα πιο θλιβερά πράγματα είναι ότι ανακαλύπτεις τα πραγματικά ονόματα αυτών των ανθρώπων μόνο στις κηδείες τους», λέει, επειδή πάντα χρησιμοποιούσαν παρατσούκλια. Οι στρατιώτες παρουσιάζονται φοβισμένοι, τραυματισμένοι, ετοιμοθάνατοι, αλλά ο Τσερνόφ προσπάθησε να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στην ειλικρίνεια και της υπερβολική γραφικότητα, γράφει ο Εντ Πότον στους Times. Το καρέ ενός άνδρα τη στιγμή που πυροβολείται έχει αντικατασταθεί σε μεταγενέστερη επεξεργασία με μια μαύρη οθόνη, την οποία ο Τσερνόφ θεωρεί ρεαλιστική αλλά και ένδειξη σεβασμού. «Οταν ο φίλος σου πυροβολείται, το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να κλείσεις τα μάτια σου», λέει.
Οταν έδειξαν την ταινία στους άντρες και τις οικογένειές τους, «ανησυχήσαμε γιατί είναι μια θλιβερή ταινία, δεν είναι πατριωτική», λέει ο Τσερνόφ. «Αλλά τότε συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό ήταν για τους στρατιώτες να δουν την εμπειρία τους να απεικονίζεται με ειλικρίνεια. Είπαν, “Μστίσλαβ, επιτέλους η οικογένειά μου μπορεί να δει τι περνάω”». Ακόμα πιο σημαντική ήταν η ευκαιρία για τους συγγενείς των πεσόντων να τους δουν στην οθόνη, συχνά για πρώτη φορά μετά τον θάνατό τους. Μια χήρα παρακολούθησε τον άντρα της «να μιλάει γι’ αυτή σε ένα χαράκωμα και ένιωσε τη θλίψη εκατοντάδων ανθρώπων σε εκείνον τον κινηματογράφο. Αυτό είναι πολύ πιο πολύτιμο από το να κάνω εγώ μια φλυαρία για τους ήρωες αυτού του πολέμου. Εξακολουθούμε να τιμούμε τον ηρωισμό τους, αλλά δεν είναι προπαγάνδα τύπου Σοβιετικής Ενωσης», σχολιάζει ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Μστίσλαβ Τσερνόφ παρουσίασε το ντοκιμαντέρ του στο Φεστιβάλ Καννών
Ο Μστίσλαβ Τσερνόφ μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Ουκρανίας και Γερμανίας, αλλά «για λόγους ασφαλείας» προτιμά να μην πει περισσότερα πράγματα για την οικογενειακή του ζωή. «Κάθε δημοσιογράφος με κάμερα είναι πλέον στόχος», λέει και τονίζει ότι «η πληροφορία θεωρείται όπλο». Σύμφωνα με τον νόμο, δεν μπορεί να φύγει για πολύ καιρό από την Ουκρανία, επειδή μπορεί να επιστρατευτεί, όπως πολλοί από τους φίλους του κινηματογραφιστές. Ο ίδιος δεν θα είχε αντίρρηση, λέει, «αλλά θα μπορούσα να είμαι πιο χρήσιμος γυρίζοντας ταινίες όπως αυτή».
Η ζωή του Μστίσλαβ Τσερνόφ είναι παράξενη, γράφει ο Εντ Πότον στους Times. Θυμάται ότι η ταινία του «20 Μέρες στη Μαριούπολη» έκανε πρεμιέρα το 2023, το ίδιο σουρεαλιστικό καλοκαίρι με την «Μπάρμπι» και τον «Οπενχάιμερ». «Πήγαινα σε εκδηλώσεις στην Αμερική, παρουσίαζα την ταινία και έπινα κοκτέιλ, αλλά λίγες μέρες αργότερα έπαιρνα μια πτήση για την Πολωνία, ένα αυτοκίνητο για να περάσω τα σύνορα, ένα τρένο για την περιοχή του Ντονμπάς, ένα άλλο αυτοκίνητο κοντά στην Αντρίιβκα και άρχιζα πάλι τα γυρίσματα. Ηταν σαν να ταξίδευα 100 χρόνια πίσω στον χρόνο», θυμάται.
Ωστόσο ο πόλεμος δεν φεύγει ποτέ από τις σκέψεις του. Το Χάρκοβο βομβαρδίστηκε το βράδυ πριν μιλήσει με τον δημοσιογράφο των Times στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Σέφιλντ. «Και μετά πάλι τηλεφωνώ σε όλους τους φίλους μου: “Είστε ζωντανοί;” Αυτή είναι μια ρουτίνα για όλους μας», λέει ο Τσερνόφ, ο οποίος γυρίζει ήδη άλλη μια ταινία για τη σύγκρουση. «Το δυσάρεστο με ένα ντοκιμαντέρ είναι ότι δεν ξέρεις πώς θα τελειώσει. Αλλά πραγματικά ελπίζω ότι αυτό θα αφορά το τέλος αυτού του πολέμου», τονίζει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
