Ανάλυση: Προς δημοσιονομικό αδιέξοδο οι ΗΠΑ από τις πολιτικές Τραμπ
Ανάλυση: Προς δημοσιονομικό αδιέξοδο οι ΗΠΑ από τις πολιτικές Τραμπ
Τις επιπτώσεις για τις ίδιες τις ΗΠΑ, τη διεθνή οικονομία αλλά και τις αγορές από το «μεγάλο και όμορφο» φορολογικό νομοσχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ εξετάζει η Πάολα Σουμπάκι σε άρθρο της στο Project Syndicate. Σημειώνεται ότι η Σουμπάκι, πέραν από αρθρογράφος στο PS, είναι καθηγήτρια και πρόεδρος του τμήματος Κρατικού Χρέους και Χρηματοοικονομικών στο γαλλικό Sciences Po.
Γράφει ότι στις 16 Μαΐου ο οίκος αξιολόγησης Moody’s υποβάθμισε το αξιόχρεο των ΗΠΑ, οι οποίες έχασαν την βαθμίδα «ΑΑΑ» και βρέθηκαν στο «Aa1». Ανάλογες αποφάσεις είχαν λάβει τόσο ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s το 2011 όσο και ο Fitch Ratings το 2023.
Με δεδομένο τον μεγάλο όγκο του αμερικανικού χρέους –εκτιμάται ότι στα 36 τρισ. δολάρια ή στο 124% του αμερικανικού ΑΕΠ– και τη συνεχή αύξηση των επιτοκίων, οι οίκοι αξιολόγησης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα δεδομένα του αμερικανικού χρέους πλέον δεν ταιριάζουν με αξιολογήσεις επιπέδου «ΑΑΑ».
Αυτό σημαίνει, συνεχίζει η Σουμπάκι, ότι οι ΗΠΑ δεν ανήκουν πια στην ελίτ των κρατών με την υψηλότερη αξιολόγηση, όπως οι Γερμανία, Ελβετία και Σιγκαπούρη. Αντίθετα, έχουν περάσει στη δεύτερη κατηγορία, όπου βρίσκονται η Αυστρία και η Φινλανδία. Οι «δεύτερες» χώρες παραμένουν αξιόπιστες και οι πιθανότητες να χρεοκοπήσουν είναι ελάχιστες, αλλά ταυτόχρονα δεν θεωρούνται άτρωτες όπως αυτές με την αξιολόγηση «ΑΑΑ».
Αν και το αμερικανικό χρέος θεωρείται θεμελιωδώς ασφαλές, εντείνονται οι ανησυχίες για την επιθετική δημοσιονομική πολιτική του Τραμπ. Οι εκτεταμένες φοροαπαλλαγές θα αυξήσουν το έλλειμμα και μάλιστα σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ δεν έχουν δημοσιονομικά περιθώρια.
Σύμφωνα με την Επιτροπή για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό (Committee for a Responsible Federal Budget), το φορολογικό νομοσχέδιο που ενέκρινε η Βουλή των Αντιπροσώπων (με μόλις μία ψήφο διαφορά) θα προσθέσει 2,5 τρισ. δολάρια στο πρωτογενές έλλειμμα εντός της επόμενης δεκαετίας και 3,1 τρισ. δολάρια στο χρέος. Γι’ αυτό και ο οίκος Moody’s εκτιμά ότι έως το 2035 το χρέος των ΗΠΑ θα έχει φτάσει στο 134% του ΑΕΠ.
Oπως ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε ο Τραμπ τον Απρίλιο, έτσι και το μέλλον της δημοσιονομικής του ατζέντας εξαρτάται από την αγορά ομολόγων. Σε αντίθεση με το χρηματιστήριο, όπου η μεταβλητότητα μπορεί να αποδοθεί σε ανησυχίες των επενδυτών για υπερτιμημένες μετοχές, οι αναταράξεις στην αγορά ομολόγων είναι πολύ πιο σοβαρές. Αν συνεχιστούν, μπορεί να έχουν εκτεταμένες συνέπειες, όχι μόνο για τη λειτουργία του αμερικανικού κράτους, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία.
Η Σουμπάκι τονίζει ότι ο βασικός λόγος ανησυχίας είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ του αυξανόμενου χρέους των ΗΠΑ και του κόστους εξυπηρέτησής του, σε μια περίοδο όπου τα υψηλά επιτόκια –από το 2022 και μετά– έχουν εκτινάξει τις ομοσπονδιακές δαπάνες για τόκους. Το 2024 οι πληρωμές τόκων έφτασαν τα 881 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας ακόμα και τις δαπάνες για την άμυνα και το Medicare.
Χωρίς σοβαρή δημοσιονομική εξυγίανση –είτε με περικοπές δαπανών είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων– η διαχείριση αυτού του βάρους προϋποθέτει ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και σταθερό πληθωρισμό. Ομως και τα δύο φαίνονται απίθανα, αν κρίνουμε από την αλλοπρόσαλλη, αντιφατική και αποσταθεροποιητική προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ στη χάραξη πολιτικής.
Ενα άλλο σημείο ανησυχίας σχετίζεται με την παγκόσμια θέση των αμερικανικών κρατικών ομολόγων ως το απόλυτο «ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο». Κανένα άλλο νόμισμα δεν υποστηρίζεται από αγορά τόσο μεγάλη και ρευστή όσο αυτή του δολαρίου. Οι διεθνείς επενδυτές –ιδίως οι διαχειριστές αποθεματικών– παραδοσιακά θεωρούν τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου ως θεμέλιο της χρηματοοικονομικής ασφάλειας.
Η εμπιστοσύνη σε αυτά βασιζόταν στην αξιοπιστία των θεσμών, της διακυβέρνησης και του κράτους δικαίου των ΗΠΑ. Ομως οι ασυνεπείς και επικίνδυνες αποφάσεις του Τραμπ έχουν διαβρώσει ραγδαία αυτή την εμπιστοσύνη – κάτι που συνέβαλε και στην πρόσφατη υποβάθμιση από τον οίκο Moody’s.
Η διεθνής ζήτηση για κρατικά ομόλογα είναι αυτή που στηρίζει την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου και προσφέρει στις ΗΠΑ ένα προνόμιο που δεν διαθέτει καμία άλλη χώρα: τη δυνατότητα να δανείζονται φθηνά, παρά τα χρόνια ελλείμματα στον προϋπολογισμό, τα οποία το 2024 έφτασαν το 6,4% του ΑΕΠ. Αν όμως η εμπιστοσύνη στο δολάριο και στα αμερικανικά ομόλογα κλονιστεί, οι επενδυτές μπορεί να ζητήσουν υψηλότερες αποδόσεις – άρα μεγαλύτερο κόστος δανεισμού για το αμερικανικό κράτος. Ηδη οι αποδόσεις των 30ετών ομολόγων ξεπέρασαν το 5% μετά την ανακοίνωση του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.
Ασφαλώς, δεν πρέπει να ερμηνεύεται κάθε αύξηση απόδοσης ως ένδειξη αποχώρησης των επενδυτών. Η ζήτηση παραμένει ισχυρή. Ομως ολοένα και περισσότεροι επενδυτές αρχίζουν να τιμολογούν μεγαλύτερο ρίσκο και να εξετάζουν τη διαφοροποίηση των τοποθετήσεών τους. Οι ευρωπαϊκές και κινεζικές νομισματικές αρχές παρακολουθούν στενά αυτές τις τάσεις, καθώς επιδιώκουν να ενισχύσουν τον διεθνή ρόλο των δικών τους νομισμάτων.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το δολάριο και τα δολαριοποιημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν είναι μόνο εσωτερική υπόθεση των ΗΠΑ. Είναι παγκόσμια υπόθεση που αφορά τους πάντες. Υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στο βασικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα –μέσο συναλλαγών, λογιστική μονάδα και μέσο αποθήκευσης αξίας– ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί του Κογκρέσου απειλούν να προκαλέσουν ευρύτερη χρηματοπιστωτική αποσταθεροποίηση. Και όσο ανεβαίνει το κόστος δανεισμού τόσο περισσότερο κινδυνεύουν αναπτυσσόμενες χώρες που εξαρτώνται από δολαριακό χρέος.
Σε έναν παγκοσμιοποιημένο οικονομικό κόσμο –ακόμα κι αν κινείται προς έναν πιο κατακερματισμένο ορίζοντα– οι αποφάσεις της Ουάσινγκτον έχουν διεθνείς επιπτώσεις. Το δύσκολο είναι να πείσει κανείς τον Τραμπ να λάβει υπόψη του τους κινδύνους που αντανακλούν τα τελευταία δημοσιονομικά του μέτρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
