1877
| CreativeProtagon

«Ηθοποιός σημαίνει φως, νερό, τηλέφωνο…»

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 15 Φεβρουαρίου 2023, 10:50
|CreativeProtagon

«Ηθοποιός σημαίνει φως, νερό, τηλέφωνο…»

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 15 Φεβρουαρίου 2023, 10:50

«Ηθοποιός σημαίνει φως», σιγοτραγουδούσε ο Τάκης Χορν, ένας από τους πιο διάσημους ηθοποιούς που έχουμε βγάλει, αν και όχι απαραίτητα ένας από τους καλύτερους. Ο Χορν ήταν ακριβοπληρωμένος και για πολλούς υπερεκτιμημένος. Ηταν και μέλος της κοινωνικής ελίτ της χώρας και δεν γνώρισε –παρά μόνο κινηματογραφικά στην «Κάλπικη λίρα»– την εκδοχή που έδωσαν στην πορεία οι ηθοποιοί και άλλοι καλλιτέχνες στο τραγούδι του: «Ηθοποιός σημαίνει φως, νερό, τηλέφωνο…».

Ο Τάκης Χορν αναφέρθηκε στη μία πλευρά των πραγμάτων. Ηθοποιός σημαίνει φως, διότι η Τέχνη είναι πράγματι φως στον μουντό τούτο κόσμο.

Ο Μπρεχτ, πάλι, ήθελε τους ηθοποιούς αποστασιοποιημένους. Το είπε Verfremdungseffekt, που ερμηνεύτηκε ως απο-οικειοποίηση της υποκριτικής από την καθημερινότητα, καθώς το θέατρο για αυτόν ούτε μιμείται την πραγματικότητα ούτε ταυτίζεται με αυτήν. Ο Μπρεχτ, βέβαια, δεν εννοούσε ότι ο ηθοποιός ζει ως υπερβατικό ον, αποκομμένος από καθετί πρακτικό, άλλο είπε…

Είναι μια δύσκολη Τέχνη αυτή της υποκριτικής, είναι δύσκολη δηλαδή, εάν θέλει κανείς να την κάνει καλά. Και δεν αρκεί το ταλέντο. Το ταλέντο, εξάλλου, είναι κάτι που φαίνεται με τα χρόνια και αυτό οφείλεται στη σκληρή δουλειά που ρίχνουν οι ηθοποιοί, τόσο στις σπουδές τους όσο και στην πορεία για να εξελίξουν την Τέχνη τους και την τεχνική τους.

Ο περισσότερος κόσμος, ατυχώς, πιστεύει ότι ηθοποιός σημαίνει να είσαι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο ή στα καθ’ ημάς ο Πέτρος Φιλιππίδης, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες πούλησε λόγω της γνωστής υπόθεσης τη μεζονέτα του στο Ψυχικό έναντι σχεδόν ενός εκατομμυρίου ευρώ.

Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 5.000 ηθοποιοί εγγεγραμμένοι στο ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) και πολύ περισσότεροι που δεν είναι εγγεγραμμένοι, είτε διότι τώρα ξεκινάνε είτε διότι είναι ημιεπαγγελματίες ή και ερασιτέχνες που ελπίζουν να γίνουν επαγγελματίες. Επαγγελματίας, όμως, σημαίνει ζω από το επάγγελμά μου. Πόσο εύκολο είναι αυτό; Μάλλον καθόλου.

Από όλους αυτούς, περίπου 10% εργάζεται όλον το χρόνο και οι υπόλοιποι απασχολούνται για κάποιους μήνες ή εβδομάδες ή και καθόλου.

Είναι προφανώς αριθμοί που δύσκολα μπορεί να αντέξει μια χώρα με τον πληθυσμό και την οικονομία της Ελλάδας. Με την εξαίρεση των δύο κρατικών θεάτρων, στα οποία οι μισθοί αρχίζουν από τα 900 ευρώ και φτάνουν μέχρι τα 1.850, τα υπόλοιπα θέατρα λειτουργούν συχνά και με τη λογική των ποσοστών: Εάν η παράσταση «τσουλήσει», θα πάρεις χρήματα, εάν όχι… Σε πολλές περιπτώσεις οι ηθοποιοί αμείβονται με 30 ευρώ μεροκάματο ή περιμένουν για μήνες μέχρι ο παραγωγός να τους πληρώσει, συχνά δε χάνουν εντελώς τα χρήματά τους.

Γι’ αυτό και πολλοί κάνουν δύο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα, κάτι που προφανώς επηρεάζει αρνητικά την απόδοσή τους και την ποιότητα της δουλειάς που τελικά παρουσιάζουν.

Εναλλακτικές πηγές εσόδων, η τηλεόραση φυσικά, ο κινηματογράφος και η διαφήμιση. Στη δεκαετία του ’90 και του ’00, όταν ο Πέτρος Φιλιππίδης αγόραζε την πολυτελή μεζονέτα του, οι αμοιβές –όπως και τα πάντα στην Ελλάδα– ήταν φουσκωμένα και η Αθήνα νόμιζε ότι είναι Χόλιγουντ, άντε Μπρόντγουεϊ. «Ολος ο κόσμος μια σκηνή» που έλεγε και ο Σαίξπηρ, αλλά κι αυτός άλλο εννοούσε.

Στην Αθήνα σήμερα υπάρχουν περίπου 150 χειμερινές σκηνές και γενικά είναι δύσκολο να τις καταγράψεις ακριβώς, ανοίγουν νέες κάθε μέρα, άλλες χρεοκοπούν ταχύτατα και κλείνουν. Ενδεικτικό είναι ότι το 17% των υφιστάμενων θεατρικών σκηνών λειτουργεί πριν από τη δεκαετία του 1980, το 26% λειτούργησε πρώτη φορά κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, ενώ το 57% λειτούργησε μετά το 2000. Μέσα σε μια δεκαετία, με απλά λόγια, άνοιξαν πάνω από 80 θέατρα. Το 2016, εν μέσω οικονομικής κρίσης, αλλά προ πανδημίας, ανέβηκαν στην Αθήνα 1.542 παραστάσεις κάθε είδους. Σταθείτε λίγο στο νούμερο. Είναι αστρονομικό.

Είναι στ’ αλήθεια τόσο θεατρόφιλος ο Ελληνας;

Εκείνη την εποχή, όπως συνέβη και με το μπάσκετ όταν πήραμε το Ευρωπαϊκό και γέμισε η Ελλάδα μπασκέτες και μικρούς Γκάληδες, τα πιτσιρίκια ήθελαν να μπουν στο θαυμαστό κόσμο του θεάματος, ο οποίος είχε μόνο καλά: Δόξα, λάμψη και πάρα πολύ χρήμα. Είναι γνωστές οι δηλώσεις διάφορων πρωταγωνιστών της εποχής για τα μυθικά ποσά που έπαιρναν στα σίριαλ ανά επεισόδιο. Αυτό που ξέχασαν να συμπληρώσουν είναι ότι τα μυθικά ποσά τα έπαιρναν ελάχιστοι και ότι ανάμεσα σε αυτούς τους ελάχιστους και τους υπόλοιπους μεσολαβούσε χάος. Οπως και σήμερα εξάλλου.

Τα τελευταία 2-3 χρόνια η ελληνική μυθοπλασία στην τηλεόραση επανέκαμψε, ύστερα από χρόνια οικονομικής δυσπραγίας και ανυπαρξίας, τα ποσά που ακούγονται ζαλίζουν και πάλι, όμως η πραγματικότητα παραμένει ίδια: Οι ηθοποιοί πρώτης γραμμής στα επιτυχημένα σίριαλ εισπράττουν 15.000-20.000 ευρώ τον μήνα. Αλλοι αμείβονται με 8.000-10.000 ευρώ τον μήνα και άλλοι με 4.000 ευρώ.

Και μετά έρχονται εκατοντάδες «δεύτεροι ρόλοι» όπου ο μισθός τους δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, δουλεύοντας σε καθημερινές σειρές όπου τα γυρίσματα είναι πολύωρα και επίπονα. Και κυρίως περιορισμένου χρόνου, διότι κάποια στιγμή το σίριαλ θα τελειώσει και θα μείνεις πάλι χωρίς μεροκάματο.

Την κατάσταση σκιαγράφησε εξαιρετικά ο Τάσος Χαλκιάς, ο οποίος εμφανίστηκε σε γκεστ ρόλο τον Ιανουάριο του 2020 στις «Αγριες Μέλισσες»: «Υπάρχουν ηθοποιοί που παίρνουν 600 ευρώ τον μήνα, οπότε ντράπηκα να ζητήσω λεφτά για ένα γκεστ»…

Ο ίδιος υπήρξε επίσης ιδιαίτερα ακριβοπληρωμένος στη χρυσή εποχή των σίριαλ, όμως πρόσφατα δήλωσε οικονομικά κατεστραμμένος. Ισως επειδή δεν επένδυσε τα κέρδη του σε μεζονέτα αλλά σε δραματική σχολή…

Πεθαίνοντας στην «ψάθα»

Με αυτά τα δεδομένα η καθημερινότητα των ηθοποιών είναι δεδομένο ότι απέχει πολύ από εκείνη που πολλοί φαντάζονται.

Η αγωνία για τον επόμενο ρόλο, τα απλήρωτα μεροκάματα (ενώ οι ίδιοι έχουν πληρώσει τον ΦΠΑ από την τσέπη τους), η αστάθεια και οι απανωτές κρίσεις, συμφωνίες που έκλεισαν αλλά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, σίριαλ που ξεκίνησαν και σταμάτησαν στα μισά της σεζόν, τα θέατρα που έκλεισαν λόγω της πανδημίας, είναι τα βασικά στοιχεία της καθημερινότητας χιλιάδων ανθρώπων που προσπαθούν να ξεχωρίσουν από τη μετριότητα –όχι τους ταλέντου τους απαραίτητα, αλλά της κατάστασής τους– και να βρεθούν στην «πρώτη γραμμή».

Πόσοι θα είναι αυτοί; Το 1%-2%. Οι υπόλοιποι μοιράζονται πανάκριβα διαμερισματάκια και τα έξοδά τους στο Παγκράτι και το Κέντρο, για να είναι κοντά στα θέατρα, κάνουν κι άλλες δουλειές, ευελπιστούν ότι η τάδε ανεξάρτητη παραγωγή σε θέατρο μεγέθους τσέπης θα πάει καλά και ο δείνα παραγωγός θα τους φωνάξει να παίξουν στην τηλεόραση, έναν ρόλο που ίσως δεν θα επέλεγαν ποτέ καλλιτεχνικά, αλλά θα τους φέρει στα εξώφυλλα των περιοδικών με επίκεντρο την προσωπική τους ζωή, κάτι που επίσης δεν θα επέλεγαν ποτέ, αλλά τι να κάνεις τώρα, έτσι λειτουργεί το σύστημα.

Υπήρξε, εξάλλου και η γενιά ηθοποιών που δεν τα έκανε αυτά· επέμεναν στην ποιότητα, δεν υπήρχε και τηλεόραση τότε, αλλά ούτε και σκανδαλοθηρικός Τύπος, τα κατάφεραν εκείνοι καλλιτεχνικά, γράφτηκαν με χρυσά γράμμα στην Ιστορία της υποκριτικής και αργοπεθαίνουν τώρα, ένας-ένας, στο «Σπίτι του Ηθοποιού», πένητες και με συντάξεις που δεν επαρκούν ούτε για τα φάρμακα.

Είναι τρομακτικά θλιβερό κάθε φορά που ο Σπύρος Μπιμπίλας ανεβάζει στο fb του μια τέτοια είδηση.

Πίσω από τις νότες, μεροκάματα πείνας

Στην περίπτωση των μουσικών, τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τραγουδιστής σημαίνει Αντώνης Ρέμος, βίλα στη Μύκονο, τόνοι γαρίφαλα και νυχτοκάματα που αγοράζουν ένα πολυτελές αυτοκίνητο το καθένα.

Ναι, υπάρχουν και τέτοιοι, φυσικά. Ομως, όπως το είχε θέσει πολύ πρακτικά ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Τραγουδιστών, Δημήτρης Κοντογιάννης, «στην Ελλάδα υπάρχουν 4.000 τραγουδιστές και μόνο οι 25 είναι πλούσιοι».

Υπάρχουν πιθανώς πολύ περισσότεροι από 4.000 τραγουδιστές, με δεδομένο ότι τα τελευταία χρόνια οι δισκογραφικές ανακάλυψαν το χρυσωρυχείο που λέγεται «διαγωνισμοί ταλέντων». Δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες πραγματικά ταλαντούχοι άνθρωποι περνούν από τις οθόνες μας σε σημείο που χάνεις πλέον την αίσθηση του τι είναι πραγματικό ταλέντο.

Τα σόου αυτά έχουν «φορτώσει» μια ήδη φορτωμένη αγορά με τραγουδιστές, οι περισσότεροι από τους οποίους τραγουδάνε ως δεύτερες και τρίτες φωνές σε κέντρα διασκέδασης με μεροκάματα που δεν ξεπερνούν τα 150 ευρώ, κι αυτό για δύο φορές την εβδομάδα. Ή καταφεύγουν, όπως και πληθώρα μουσικών, στα κέντρα της επαρχίας, όπου σπάνια έχει σημασία τι τραγουδάς, αλλά κυρίως το πώς φαίνεσαι και αν μπορείς να ξεσηκώσεις το κοινό να κάνει κατανάλωση.

Στην Ελλάδα υπάρχει επίσης ένα πάρα πολύ ευρύ μουσικό φάσμα, δεν τραγουδάνε όλοι «Ξημερώματα δίνεις Δικαιώματα», αν και πολλοί καταλήγουν να το κάνουν προκειμένου να βγει το μεροκάματο.

Από το λυρικό τραγούδι και τους τραγουδιστές της Οπερας που περιμένουν την πολύ περιορισμένη παραγωγή κυρίως της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του Φεστιβάλ Αθηνών για να μπορέσουν να δουλέψουν, ως τους παραδοσιακούς, τους ρεμπέτες, τους έντεχνους, παντού υπάρχουν τα «ονόματα» και οι υπόλοιποι.

Για το λυρικό τραγούδι και παρά τις προσπάθειες που γίνονται τα τελευταία χρόνια από την ΕΛΣ, τα πράγματα είναι δυσοίωνα και αυτό είναι διεθνές φαινόμενο: Η συγκέντρωση του ρεπερτορίου σε έναν αριθμό παλαιών έργων, η γήρανση του κοινού και η δυσκολία να προσελκύσουν νεότερο, και κυρίως η εξάρτησή τους από το κράτος ή διάφορα Ιδρύματα προκειμένου να καλυφθούν τα ουρανομήκη κόστη, καθιστούν την Οπερα και τις Συμφωνικές Ορχήστρες είδος υπό προστασία, αν όχι προς εξαφάνιση. Και φυσικά δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε πόσο επίπονο είναι να γίνει κανείς είτε μουσικός είτε τραγουδιστής σε αυτό το είδος, είναι ίσως από τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορεί να επιλέξει σε επίπεδο επιμόρφωσης και καριέρας, μια δουλειά που δεν σε αφήνει ποτέ να σταματήσεις να φτάνεις στα όριά σου, να τα ξεπερνάς και να «καίγεσαι».

Πέρα από ’κει, μόνο το λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που βγάζει εν δυνάμει τεράστια χρήματα, γι’ αυτό και μουσικοί μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας «σπρώχνονται» για μια θέση στην ορχήστρα του Οικονομόπουλου, εκεί κάπου πίσω από τα μπαλέτα, τα γαρύφαλλα και τις μίνι στραφταλίζουσες φούστες που χορεύουν τσιφτετέλια. Νοιάστηκε ποτέ κανείς ποιος είναι ο ντράμερ του Οικονομόπουλου; Ο ντράμερ του Οικονομόπουλου, στο μεταξύ, πιθανότατα έχει πολλαπλάσια καλλιτεχνική αξία από τον ίδιον.

Και πάλι, αυτοί είναι οι τυχεροί. Οσοι δεν μπορέσουν να διασφαλίσουν μια τέτοια θέση, εργάζονται περιστασιακά σε κλαμπ και συναυλίες με μεροκάματα των 50 ευρώ, μη διασφαλισμένα και όχι σταθερά. Και τα συγκροτήματα που εμφανίζονται σε περιστασιακά gigs από ’δώ κι από ’κεί, μοιράζονται συνήθως (όσα κι αν είναι τα μέλη τους) 400-500 ευρώ. Αν πάει καλά η βραδιά.

Η συντριπτική πλειοψηφία των μουσικών στην Ελλάδα βιοπορίζεται με άλλους τρόπους: Δημόσιοι υπάλληλοι, ταξιτζήδες, ντελίβερι και το βράδυ πρόβα όπου υπάρχει χώρος. Με την ελπίδα να τους ξεχωρίσει το «κύκλωμα» και να τους αγκαλιάσει. Στην περίπτωση των μουσικών το κύκλωμα είναι οι δισκογραφικές και παρότι πλέον κανείς δεν αγοράζει δίσκους και cd, το μυστικό δεν είναι εκεί, αλλά στην προώθηση που σου διασφαλίζει: Να μαθευτείς. Αν μαθευτείς, τα υπόλοιπα είναι σχετικά εύκολα.

Πόσο «περιττή» είναι τελικά η Τέχνη;

Χρειαζόμαστε τους καλλιτέχνες; Δεν υπάρχει συζήτηση επ’ αυτού, φυσικά και τους χρειαζόμαστε, ένας κόσμος χωρίς Τέχνες είναι ένας άσχημος και λάθος κόσμος. Πρέπει να μπορούν να ζήσουν από την Τέχνη τους; Και τι πάει να πει τελικά «είναι πολλοί»; Θα λέγαμε το ίδιο στην περίπτωση που έβγαινε σήμερα από ένα σόου η Κάλλας; «Είναι πολλοί ήδη, δεν χωράει άλλη μία»;

Είναι δεδομένο ότι χρειάζεται ένα υγιές και κυρίως όχι απαξιωτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο να μπορούν να εργάζονται και να υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς να αισθάνονται ότι αυτό που κάνουν είναι «περιττό» και άρα είναι τα πρώτα θύματα της κάθε κρίσης. Κρίση είναι κι αυτό, εξάλλου: Να ξεφορτώνεσαι σαν περιττό βάρος την Τέχνη. Απλώς είναι κρίση άλλου είδους, πιο αξιακή.

Το ερώτημα, όμως, που προκύπτει τελικά από όλα αυτά είναι άλλο: Ποιος και πώς πρέπει να εκπαιδεύσει και την κοινωνία ώστε να μπορεί αυτή να καθορίζει και τελικά να επιβάλλει –και πρακτικά– την αξία και τη χρησιμότητα της Τέχνης;

Διότι η Τέχνη στο κοινό απευθύνεται. Εμείς την αξιολογούμε και της δίνουμε την όποια αξία ή υπεραξία. Εμείς είμαστε εκείνοι που πρέπει να μπορούμε να δούμε και πίσω από το «πρώτο όνομα» και να αντιληφθούμε την Τέχνη στην ολότητά της.

Εμάς, όμως, ποιος μας δείχνει τον δρόμο; Και πώς; Ηδη από το σχολείο ίσως, με καλλιτεχνική παιδεία και εκπαίδευση; Χμμ…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...