910
| Reuters/ Nathan Howard / Creative Protagon

H Ακροδεξιά Διεθνής του Ντόναλντ Τραμπ

Γιαν-Βέρνερ Μίλερ Γιαν-Βέρνερ Μίλερ 19 Ιουλίου 2025, 19:45
|Reuters/ Nathan Howard / Creative Protagon

H Ακροδεξιά Διεθνής του Ντόναλντ Τραμπ

Γιαν-Βέρνερ Μίλερ Γιαν-Βέρνερ Μίλερ 19 Ιουλίου 2025, 19:45

Εως πρόσφατα το φάσμα μιας διεθνούς ακροδεξιάς συμμαχίας λαϊκιστικών κομμάτων σε δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο έγκειτο απλώς σε αυτό: οποιαδήποτε συνεργασία ήταν μια μορφή αυτοπροβολής παρά μια έκφραση αληθινής αλληλεγγύης. Λίγες ακροδεξιές προσωπικότητες έχουν κάνει θυσίες η μία για την άλλη ή έχουν παρέμβει σοβαρά σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών για να στηρίξουν συμμάχους. Και οι προσπάθειες για την ένωση της Ακροδεξιάς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν ευοδώθηκαν.

Αλλά αυτό μπορεί να αλλάζει. Η απειλή του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει τιμωρητικούς δασμούς στη Βραζιλία, με σαφή στόχο την προστασία του ακροδεξιού πρώην προέδρου της, Ζαΐρ Μπολσονάρου από ένα «κυνήγι μαγισσών», σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στις τακτικές. Επιπλέον η ανάμειξη του Τραμπ σε άλλες δημοκρατίες στο όνομα της «ελευθερίας του λόγου» εξυπηρετεί ισχυρά συμφέροντα στις Ηνωμένες Πολιτείες: εταιρείες τεχνολογίας που δεν θέλουν να ρυθμίζονται από ξένες κυβερνήσεις.

Συχνά λέγεται ότι η διεθνής Ακροδεξιά αποτελεί μια αντίφαση. Αλλωστε κάθε ακροδεξιός ηγέτης είναι εθνικιστής, κάτι που φαίνεται να αποκλείει, εξ ορισμού, μια διεθνή συμμαχία. Αλλά αυτή η άποψη στερείται σχεδόν απόλυτα φιλοσοφικής πολυπλοκότητας και, στην πραγματικότητα, ιστορικής επίγνωσης.

Στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα, φιλελεύθεροι όπως ο Τζουζέπε Ματσίνι συνέδραμαν ο ένας τον άλλον στους διάφορους αγώνες τους για ελευθερία και ανεξαρτησία από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Εκείνη την εποχή κανείς δεν παραπονέθηκε ότι ενυπήρχε μια βαθιά αντίφαση σε μια φιλελεύθερη διεθνή συμμαχία αφιερωμένη στην εθνική αυτοδιάθεση.

Παρομοίως οι σημερινοί ακροδεξιοί λαϊκιστές μπορούν να ισχυριστούν ότι σχηματίζουν ένα ενιαίο μέτωπο κατά των «υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης» και τις υποτιθέμενα παράνομες «φιλελεύθερες ελίτ». Αυτή η ρητορική – και οι συναφείς θεωρίες συνωμοσίας συχνά με μια δόση αντισημιτισμού – πέρασαν εύκολα τα σύνορα. Οι ακροδεξιοί πολιτικοί αντέγραψαν επίσης ο ένας από τον άλλον αυτό που οι μελετητές έχουν χαρακτηρίσει ως «χειρότερες πρακτικές» για την υπονόμευση των δημοκρατιών. Απλώς σκεφτείτε τον πολλαπλασιασμό των νόμων που αναγκάζουν οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να εγγραφούν ως «ξένοι πράκτορες» ή άλλες ελαφρώς κεκαλυμμένες κατασταλτικές τακτικές.

Η Ακροδεξιά διαθέτει επίσης μια διεθνική ιδεολογική υποδομή. Βεβαίως δεν υπάρχει κάποια λαϊκιστική Κομιντέρν που να εκδίδει δεσμευτικές ιδεολογικές ερμηνείες. Αλλά η συνεργασία είναι πραγματική: για παράδειγμα, ινστιτούτα της Ουγγαρίας που χρηματοδοτούνται πλουσιοπάροχα από την κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπαν πλέον συνεργάζονται με το (υπερσυντηρητικό) Heritage Foundation στις ΗΠΑ.

Εως τώρα, ωστόσο, υπήρχε έλλειψη ουσιαστικής αλληλεγγύης μεταξύ των λαϊκιστών ηγετών. Οταν ο Τραμπ ισχυρίστηκε δόλια ότι είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές το 2020, οι διεθνείς σύμμαχοί του, από τον ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι έως τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, θα μπορούσαν να αρνηθούν να αναγνωρίσουν τον Τζο Μπάιντεν ως πρόεδρο. Αντιθέτως συνεχάρησαν τον Μπάιντεν για τη νίκη του, επιλέγοντας τον πραγματισμό σε βάρος της ιδεολογικής συγγένειας.

Αλλά ο Τραμπ το αλλάζει αυτό κατά τη δεύτερη θητεία του, υιοθετώντας μια ιδεολογικά καθοδηγούμενη στάση απέναντι σε άλλες χώρες, που προφανώς υπονομεύει διεθνείς κανόνες πολλών ετών. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, χρησιμοποιεί την απειλή δασμών 50% για να πιέσει την κυβέρνηση να τερματίσει την ομοσπονδιακή ποινική δίωξη εναντίον του Μπολσονάρου για την προσπάθειά του να οργανώσει πραξικόπημα μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 2022. Σε αντίθεση με τον Τραμπ, ο οποίος δεν λογοδότησε ποτέ για τον ρόλο του στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, ο Μπολσονάρου – που συχνά αποκαλείται «Τραμπ των Τροπικών» – δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα έως το 2030.

Στην επιστολή του προς την κυβέρνηση της Βραζιλίας μέσω της οποίας επέσεισε την απειλή των δασμών φόρο, ο Τραμπ την κατηγόρησε επίσης για «ύπουλες επιθέσεις στα… θεμελιώδη δικαιώματα ελευθερίας του λόγου των Αμερικανών», περιλαμβανομένης της λογοκρισίας των «πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης των ΗΠΑ».

Αυτό υπογραμμίζει μια άλλη διάσταση του οικονομικού εκφοβισμού του Τραμπ: την σταυροφορία της κυβέρνησής του κατά των προσπαθειών απαγόρευσης της ρητορικής μίσους και ρύθμισης της ψηφιακής σφαίρας. Τον Φεβρουάριο ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς επέπληξε τους Ευρωπαίους για την υποτιθέμενη έλλειψη σεβασμού στην «ελευθερία του λόγου». Εν τω μεταξύ το State Department φέρεται να έχει βάλει στο στόχαστρό του τον εξέχοντα βραζιλιάνο δικαστή Αλεξάντρ ντε Μοράες, ο οποίος κάποια στιγμή μπλόκαρε το X του Ελον Μασκ στη Βραζιλία και πήρε την πρωτοβουλία να προβεί στην απόδοση ποινικών ευθυνών στον Μπολσονάρου για τη συμπεριφορά του.

Οι τεχνολογικοί κολοσσοί είναι σαφώς δυσαρεστημένοι με τους εκτεταμένους κανονισμούς που έχουν επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Βραζιλία στη βιομηχανία τους. Οπως και σε άλλους τομείς – ιδίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – οι τραμπιστές χρησιμοποιούν την ελευθερία του λόγου ως όπλο για να ασκήσουν εξουσία επί υποτιθέμενων πολιτικών αντιπάλων.

Η υποκρισία είναι εμφανής: ενώ υποστηρίζει την απορρύθμιση των πλατφορμών δήθεν για την προστασία της ελευθερίας του λόγου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ψάχνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλοδαπών για απόψεις που δεν της αρέσουν (και στη συνέχεια αρνείται την έκδοση βίζας ή την είσοδο στις ΗΠΑ). Η συζήτηση για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ως κοινής δυτικής αξίας έρχεται σε αντίθεση με την απόλυτη ασέβεια προς το δικαίωμα άλλων χωρών να καθορίζουν τη δική τους τακτική όσον αφορά τη ρύθμιση των πλατφορμών.

Ενώ οι ακροδεξιοί ηγέτες μικρότερων χωρών περιορίζονται από τον πολιτικό ρεαλισμό, ο Τραμπ μπορεί να χρησιμοποιήσει την ισχύ της Αμερικής για να προωθήσει την τιμωρητική και λαϊκιστική του ατζέντα κατά το δοκούν. Aλλωστε ένα ενδοτικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν θα αμφισβητήσει την κατάχρηση του Νόμου περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Εκτακτης Ανάγκης του 1977. Είναι αλήθεια ότι τα δικαστήρια μπορεί, τελικά, να αποφανθούν ότι η επιθυμία του για πολιτική εκδίκηση δύσκολα συνιστά «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», αλλά η ζημιά θα έχει γίνει. Οπως και σε άλλους τομείς στους οποίους η κυβέρνησή του έχει προβεί σε σαφώς παράνομες ενέργειες, πολλοί από αυτούς που στοχοποιούνται θα επιδιώξουν μια συμφωνία αντί για μια μάχη.

Η αλληλεγγύη είναι δαπανηρή, αλλά όχι για τον Τραμπ.


Ο Jan-Werner Muller, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, είναι ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του «Democracy Rules». Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...