538
|

Ποιος φταίει μη ρωτάς

Ποιος φταίει μη ρωτάς

Δεν ήταν από κείνους τους τραγουδιστές που ζούσαν από το φως της δημοσιότητας. Τουναντίον, ακόμη και στα τηλεοπτικά αφιερώματα, επέλεγε να μιλάει λίγο. Δεν ήταν από αυτούς που επένδυε σε κοινωνικούς κύκλους για να μαζέψει γκλαμουριά στα πρώτα τραπέζια. Ούτε φυσικά ανήκε στα ονόματα που έπαιζαν καθημερινά στα πρωτοσέλιδα. Ακόμη κι όταν αρρώστησε, φρόντισε να μην «πουλήσει» συγκίνηση. Ο Δημήτρης Μητροπάνος, που πέθανε από οξύ πνευμονικό οίδημα ακριβώς πριν από τρία χρόνια, ήταν μια παραδειγματική ιστορία σεμνότητας. Υπηρετούσε το τραγούδι όπως ακριβώς του άξιζε: αναδείκνυε με τη φωνή του στίχους και ρυθμούς, δίχως να τα επισκιάζει με το «εγώ» του. Κατά μια διαβολεμένη σύμπτωση, μας αποχαιρέτισε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Νίκος Παπάζογλου.

Την ιστορία ετούτη, του παιδιού που ξεκίνησε πανί με πανί από τα Τρίκαλα, θήτευσε δίπλα στον Γιώργο Ζαμπέτα, συνεργάστηκε με τους πιο ένδοξους Έλληνες συνθέτες και συμμετείχε σε πάνω από τριάντα δίσκους, θα μπορούσε να την είχε γράψει σίγουρα ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που ούτε αυτός γλίτωσε από την κατάρα της 17ης Απριλίου. Χωρίς να έχει κάποια κλισέ ταμπέλα να τον ακολουθεί, όπως «τραγουδιστής του έρωτα» και τα ρέστα, χωρίς να έχει στο ρεπερτόριο του ελαφρολαϊκές σουξεδιές, δίχως αβανταδόρικα τσιφτετέλια και καψουροτράγουδα του πόνου, κατόρθωσε να παραμείνει γνήσιος εκφραστής του λαϊκού τραγουδιού, είτε αυτό είχε τη μορφή εφηβικής μπαλάντας είτε σκληρού ζεϊμπέκικου.

Για το θάνατό του είχα γράψει στις 17 Απριλίου του 2013. Αν και δεν τον είχα δει πολλές φορές στην πίστα, ο ένας χρόνος απουσίας του με είχε επηρεάσει. Όπως αδυνατώ να κατανοήσω πολλούς από τους στίχους που είχε ερμηνεύσει –τι άραγε να σημαίνει «η πόλη μοιάζει γενικώς τάφος οικογενειακός;»-, έτσι, πριν από δύο χρόνια, δε μπορούσα να καταλάβω γιατί μου λείπει. Η μαμά μου για άγνωστους λόγους τον αντιπαθούσε, ο πατέρας μου από τη στιγμή που είχε ακούσει τον Μπιθικώτση αρνιόταν οποιαδήποτε συζήτηση για άλλον καλλιτέχνη, κι εγώ, όλον κι όλον είχα αγοράσει ένα του δίσκο. Πέρσι, απέφυγα να γράψω διότι θεωρούσα ότι θα ήταν κουραστικό για τους αναγνώστες.

Φέτος όμως, η απουσία του ήρθε σαν ερωτοχτυπημένο καναρίνι έξω από το μπαλκόνι του γραφείου μου. Κάθισε στο μάρμαρο και με φόντο τις ανθισμένες νεραντζιές, τις αγέρωχες ελιές και τους μεταλλωρύχους της Χαλκιδικής, άρχισε να τραγουδά: «ποιος φταίει μη ρωτάς, στο χτες μας μη γυρνάς, παλιές πληγές ανοίγεις, ποιος φταίει μη ρωτάς, πες μου πως μ’αγαπάς και φίλα με πριν φύγεις». Ξέρω, ότι το παρόν κείμενο δεν αποκαλύπτει τίποτα συγκλονιστικό από τη ζωή του. Ξέρω, ότι ενδεχομένως να φτάσατε σε τούτες τις γραμμές και να ψελίσατε ένα αργόσυρτο χασμουρητό βαριεστημάρας. Ωστόσο, ξέρω ότι σίγουρα μια φορά στη ζωή σας αναζητήσατε κάποιον στη «Σαλονίκη». Κι επειδή πλέον με βεβαιότητα όλοι ζούμε την εποχή της απόλυτης παράνοιας, θα ήταν ευεργετικό να μη ρωτάμε επιτέλους ποιος φταίει- έφτασε η στιγμή να ανοίξουμε τις παλιές πληγές για να ξεπηδήσουν από μέσα τους οι πιο καθαρές αλήθειες. Και τότε οι νύχτες, σαν τη χθεσινή, θα σταματήσουν να μας προσπερνάνε.

Αντ’ αυτού, θα ρίχνουν άγκυρα στο χρόνο και θα φτιάχνουν βυθούς στους οποίους θα κρυβόμαστε στο φως της ημέρας. Κι αυτό είναι τελικώς που μένει από την τρίχρονη απουσία του Μητροπάνου- το μέγεθος της ανεπιτήδευτης αλήθειας που εξέφρασε μέσα από τα τραγούδια του, αυτά τα καταφύγια αλήθειας που τρέχουμε ακόμη να κρυφτούμε μόλις μας πιάσει πανικός στο πρωινό φως. Αλίμονό μας.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News