913
|

Η χάλια περίοδος του Α

Avatar Νίκη Κόλλια 20 Ιουλίου 2014, 00:16

Η χάλια περίοδος του Α

Avatar Νίκη Κόλλια 20 Ιουλίου 2014, 00:16

Tο πρώτο πρόβλημα με τον Α είναι οι τελείες. Ό,τι κι αν γράψει, τρώει πάντα μια, την πιο ακρινή στα δεξιά, κι έτσι κουτσές και ανολοκλήρωτες του μένουν οι προτάσεις, βεβαίως, πάντα ανοικτές στο μέλλον. Η συνήθειά του αυτή, θα έλεγε κάποιος που τον ξέρει καλύτερα, δεν είναι ζήτημα περιορισμένης αποφασιστικότητας, μιας και ο Α παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα και με τα θαυμαστικά του. Μ’ αυτά, ωστόσο, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, παρόλο που η φύση του δεν είναι και τόσο αισιόδοξη εκ γενετής της. Έτσι, στις κοντές του απαντήσεις προσθέτει πάντα έναν σκασμό θαυμαστικά, φυσικά πολύ περισσότερα από όσα χρειάζεται η στιγμή, για να δηλώσει τον ενθουσιασμό του, αν κι είναι εξόχως αβέβαιο εάν διαθέτει για κάποιον ή κάτι ίχνος αληθινού ενθουσιασμού.

Αυτό τον καιρό ο Α είναι χάλια.

Βεβαίως στην περίπτωσή του υπάρχουν πάντα οι αναγκαίες διαβαθμίσεις. Για παράδειγμα, άλλες ημέρες δεν είναι απλά στα καλύτερά του και βαριέται να κουνηθεί απ' το κρεβάτι και κάποιες άλλες δεν μιλάει και δεν μιλιέται ούτε για τα βασικά, ενώ στην τρίτη φάση που έχει μόλις μπει, θα έβαζε κανείς με άνεση τρία θαυμαστικά και ύστερα την τελευταία των αποσιωπητικών τελεία, για να καταδείξει με ευκρίνεια την οριστικότητα της απουσίας εξόδου του απ' τη "μελαγχολία", τη φοβερή απουσία αέρα.

Η κατάσταση αυτή του Α περιγράφεται γλαφυρά με διάφορες στιγμές και κάθε λεπτομέρεια, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζεται στο ελάχιστο η αιτία της ύπαρξής της. Με κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, γένια και ύφος μοναχού σε άδεια, με την προσδοκία ενός νέου αναμμένου τσιγάρου λίγο πριν σβήσει το παλιό, ριγμένος άτσαλα σε κάθε κάθισμά του, ψελλίζοντας τα απολύτως ουσιώδη και αυτά λίγο πριν πρωτόγονες τρομακτικές κραυγές, σε διαρκή θυμό και με πολλά απανωτά σκαμπανεβάσματα, αν και ακόμη ποιητικός μέσα στην ομίχλη της μικρής του ανελέητης ταλαιπωρίας.

Το ανίατο του προβλήματός του, αν και αποφεύγει με καρτερία να το συζητεί, το επικαλείται με γκρίνια όπου σταθεί και με όποιον βρεθεί, πηδώντας κυριολεκτικά κάθε τρόπο, φεύγοντας ξαφνικά δίχως περισσότερη εξήγηση και φυσικά λειτουργώντας ως η μέγιστη, σοφή δικαιολογία. Γιατί ο Α δρα δολίως και με τρόπο. Έτσι, εκεί που κάτι "υφαινόταν" με τις Φ, Χ, Ψ και Ζ «θα πάρω εγώ, όταν ηρεμήσω», είπε με στυλ πολύ θλιμμένου ποιητή πριν το μεγάλο ποίημα, χαμογέλασε σβησμένα και ερωτικά και μετά ωραίος και δροσερός εξαφανίστηκε, σα να αποσύρθηκε για το μεγαλύτερο αυτομαστίγωμα στο σκοτεινό κελί του. Και τα κορίτσια τρόμαξαν στα αλήθεια, τόσο, που κάθε βράδυ μες τον ύπνο τους προσεύχονται για εκείνον και τη σωτηρία του, και ύστερα σα πυγολαμπίδες πετούν με τη σκέψη του, κρατώντας του στωικά το χέρι. Μηνύματα συγκινητικής συμπαράστασης και ειλικρινούς αγάπης, έφθασαν από κάθε μέρος στην ποδιά του, και εκείνος, αρχοντικός, ακούνητος και αλύγιστος, παρά τη λεπτή συγκίνηση κάτω απ' τα μουστάκια, κατάπιε την μπίρα του νυσταγμένος, άνοιξε το κινητό και αφού πέρασε κανά τρίωρο τους ζήτησε να περιμένουν με υπομονή και ελπίδα, περνά μια φάση, αλλά δεν ξεχνά το ενδιαφέρον. Και η Λ, που είναι δική του, βαρέθηκε και τη βλέπει σαν αποκλειστική που φυλάει τον ασθενή με το κώμα.

Τις νύχτες απλώνει τα βιβλία του, η ώρα είναι κάπου τρεις, αλλά ο Α δεν δίνει σημασία στις ώρες της νύχτας, εκεί μέσα νιώθει καλά αφού οι άλλοι κοιμούνται, κανείς δεν τον πρήζει πια και όλα έχουν γίνει ήσυχα, τα κορίτσια του κοιμούνται και δεν χρειάζεται να το παίζει καλός, έτσι είναι η δική του αληθινή ησυχία, μακριά από ήχους, αυτός και το τραπέζι του, τα χαρτιά, η λάμπα του, όλα και όλα 10 εκατοστά τριγύρω. Κάθεται δίπλα σε παράθυρο μα δεν κοιτά έξω ποτέ και ας έχει φεγγάρι δυνατό και επίμονο, το φως της λάμπας του αρκεί, τα γράμματα τρέχουν πάνω στα χαρτιά του και αυτός πρέπει να εμπιστευθεί όλα αυτά τα φύλλα, μερικές φορές δεν τα καταλαβαίνει όλα και με αυτό εκνευρίζεται, μερικές φορές τα μάγουλά του γίνονται κάτω απ’ τα γένια και το δέρμα τους κατακόκκινα και το κεφάλι του πάει να σπάσει, μα αυτός εκεί επιμένει πάνω στα γραπτά, μετρά ευθεία ως το εκατό κρατώντας το κεφάλι του, θα μπορούσε να μην επιμένει, να βγει, να πάει μια βόλτα, να πάρει αέρα, ο αέρας εδώ μέσα στη βιβλιοθήκη μερικές φορές δεν περισσεύει, χαζεύει τα κορίτσια μπροστά του, εκείνες νυσταγμένες του χαμογελάνε, μάλλον, κατά βάθος δεν έχει στα αλήθεια όρεξη, πρέπει όμως να συνεχίσει, να πάει παρακάτω, να φτάσει αυτό που επιθυμεί. Ο χρόνος είναι δικός του και για εκείνον, και ας μην τον προλαβαίνει, πρέπει να προσπαθήσει, ο χρόνος δεν φτάνει και αυτός είναι πίσω και όλα τα υπόλοιπα ενοχλήσεις βαθιά ενοχλητικές. Αν ανοίξει το παράθυρο, ο βραδινός αέρας θα ανακατέψει τα χαρτιά του και δεν θα προλάβει να τα βάλει εγκαίρως σε τάξη ξανά.

Ένα αεράκι θα φυσήξει στην πόλη και θα φέρει κάτι, το υποσχέθηκε. Ένα παράθυρο στο πλάι, θα δώσει λύση. Μετράει ανάποδα εκατό, την πρώτη φορά χωρίς ανάσα, τις επόμενες με μικρές παύσεις, υψώνοντας τα μάτια της τακτικά στον ουρανό. Ύστερα, ζωγραφίζει καραβάκια πάνω στο βιβλίο και τα δένει ανάμεσα στα γράμματα. Δεν θα περιμένει άλλο, είναι ανυπόμονη. Κλειδώνει το σπίτι, παίρνει το σάκο της, μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει για το λιμάνι. Από το ανοικτό της παράθυρο, ο αέρας φυσά στο πρόσωπό της και τη δροσίζει. Στο νησάκι της ο Ω θα της χαμογελά στην προκυμαία, θα της δείχνει πώς να ψαρεύει και μετά να βουτά, χωρίς να βουλώνουν τα αυτιά της. Ο Ω, που πατά και τα δυο του πόδια στη γη και την κάνει να νιώθει ωραία.

Ηλίθιε, καλά να πάθεις, λέει μέσα απ’ τα δόντια της, η φλεβίτσα της πετά πάλι γαλάζια στο μέτωπο και χτυπά με φόρα την πόρτα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News