3470
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη σύζυγό του Ελένη στην Ελβετία, το 1953 | Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη

Καζαντζάκης: ο Μέγας Κρητικός στις οθόνες μας

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης 23 Νοεμβρίου 2017, 07:10
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη σύζυγό του Ελένη στην Ελβετία, το 1953
|Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη

Καζαντζάκης: ο Μέγας Κρητικός στις οθόνες μας

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης 23 Νοεμβρίου 2017, 07:10

«Ολάκερη η ψυχή μου μια κραυγή. Κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην κραυγή αυτή. Μια λέξη πάντα σ’ όλη μου τη ζωή με τυραννούσε και με μαστίγωνε, η λέξη ανήφορος».

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα θεμελιώδη. Από την ουσία και τη λύτρωση στο έργο, στα γραπτά του Νίκου Καζαντζάκη. Όσο κι αν μια ταινία, εκείνη του Κρητικού επίσης Γιάννη Σμαραγδή, ο «Καζαντζάκης», είναι η αφορμή για τις γραμμές που ακολουθούν, δείτε την ουσία με τα μάτια του ίδιου του Μεγάλου Κρητικού: τον ανήφορο. Τον διαρκή, αέναο ανήφορο του Ανθρώπου, που εξυψώνει και λυτρώνει. Όπως και στους αρχαίους, Πλάτωνα και Πλωτίνο. Κατά τον ίδιο, η νίκη ή η ήττα δεν έχουν σημασία («Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος», έγραφε). Σημασία έχει η πάλη. Η προσπάθεια.

Κρατήστε λοιπόν αυτόν τον ανήφορο ως μάθημα ζωής από τον πιο πολυδιαβασμένο διεθνώς νεοέλληνα λογοτέχνη -και φιλόσοφο, κατά πολλούς, ή «υπαρξιακό διανοητή»- που έχει μεταφραστεί σε 60 γλώσσες και διαλέκτους του κόσμου και πουλάει ασταμάτητα. Μόνο στην Ελλάδα κάπου 40.000 αντίτυπα το χρόνο, από τα 30 συνολικά βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει οι Εκδόσεις Καζαντζάκη. Το δε Εθνικό Κέντρο Βιβλίου είχε καταγράψει κάπου 580 εκδόσεις ξένων μεταφράσεων για έργα του, αν και ο αριθμός αυξάνεται διαρκώς.

Ο πατέρας του γεννημένου το Φεβρουάριο του 1883 Νίκου Καζαντζάκη, ο «Καπετάν Μιχάλης» του έργου του (το οποίο μελοποίησε θαυμαστά ο Μάνος Χατζιδάκις), καταγόταν από τους Βαρβάρους τού νομού Ηρακλείου. Ήταν έμπορος με κατάστημα στο Καμαράκι και κτηματίας. Η δε μητέρα του, Μαρία ή Μαριγώ, το γένος Χριστοδουλάκη, καταγόταν από «άλλον κρητικό κόσμο», από τους Ασύρωτους Ρεθύμνου.

27
Στην Αίγινα, 1927 (Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη). «Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε μια βαθιά αγάπη για την Ελλάδα και για τον Άνθρωπο. Μια ασυνήθιστη αγάπη. Αυτό ήταν που κράτησα και αυτό, νομίζω, ότι μπήκε στην ταινία», μας είπε ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής

Οι μικρότερες αδελφές του, Αναστασία και Ελένη, δεν είχαν τη μοίρα του αδελφού του Γιώργου που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Γεννημένος λίγο καιρό αφότου ο μικρός Νίκος έζησε ως πρόσφυγας στον Πειραιά, για να επιστρέψει στο Ηράκλειο και από εκεί να πάει στη Νάξο και να γραφτεί στη Γαλλική Εμπορική Σχολή τού Τίμιου Σταυρού. Πίσω, στο γυμνάσιο του Ηρακλείου ο Νίκος Καζαντζάκης (τον οποίο στην ταινία ενσαρκώνει ο καθηλωτικός Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) ντύθηκε Κρέων σε μια μαθητική παράσταση του «Οιδίποδα Τύραννου», ένα χρόνο προτού μετακινηθεί και πάλι, στην Αθήνα αυτή τη φορά, για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή.

Επισήμως, η περιπέτεια της καζαντζάκειας γραφής ξεκίνησε το 1906 με το δοκίμιο «Η αρρώστεια τού αιώνος», που το δημοσίευσε στο περιοδικό «Πινακοθήκη» με ένα από τα πολλά ψευδώνυμά του: Κάρμα Νιρβαμή. Και αυτό λίγο προτού κυκλοφορήσει με το ίδιο ψευδώνυμο το πρώτο του βιβλίο, 95 σελίδων, υπό τον τίτλο «Όφις και Κρίνο», που ήταν «αφιερωμένο στην Τοτώ μου», ήτοι την Γαλάτεια Αλεξίου, μετέπειτα πρώτη σύζυγό του. Όμως φαίνεται ότι η πρώτη έμπνευση για γραφή ήρθε πέντε χρόνια πριν, στα 18 του, στο Ηράκλειο, όταν… «μια Ιρλαντέζα είχε φτάσει εκείνο το χρόνο στο Κάστρο και παράδινε μαθήματα εγγλέζικα». Η κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα Καθλίν Φορντ, που χάθηκε άξαφνα από την ζωή του, αλλά τον άφησε με το ιαματικό – του όποιου ερωτικού σκιρτήματος ένιωσε – γραπτό «Όφις και κρίνο».

Βέβαια, το 1911 στο Ηράκλειο παντρεύτηκε την «Τοτώ», την λογοτέχνη, θεατρική συγγραφέα και μεταφράστρια Γαλάτεια Αλεξίου (αδελφή της συγγραφέως, φίλης και συναγωνίστριας του Γιάννη Ρίτσου, Έλλης Αλεξίου και του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου) και έφτασαν ακόμη και να συν-γράψουν με τα ψευδώνυμα Πέτρος και Πετρούλα Ψηλορείτη. Εκείνη, η αριστερή και φεμινιστική της δράση την οδήγησε σε δίωξη από τη δικτατορία Μεταξά, σύλληψη και απαγόρευση να «δημοσιεύει ενυπόγραφα». Δεν ήταν αυτό που τάραξε τον, κατά μία εκδοχή, «ανερωτικό» γάμο τους. «Αλλ’ οι ψυχές τους δεν ταίριαζαν», όπως έγραφε αργότερα ο Καζαντζάκης. Έτσι, το 1926 χώρισαν, με τον όρο να διατηρήσει η Γαλάτεια το επώνυμό του, παρότι συζούσε ήδη και παντρεύτηκε αργότερα τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη. Εκείνος – ο κατά κόσμον Γεώργιος Παπαδόπουλος – την έχασε, τελικά, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1962.

17kaz
Από αριστερά: Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη Αλεξίου, Μάρκος Αυγέρης, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης και Χαρίλαος Στεφανίδης στο χωριό Κράσι της Κρήτης, το 1912 (Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη)

Βασικός κορμός στην ερωτική ζωή του και επί 33 χρόνια σύντροφος και σύζυγός του ήταν η Ελένη, το γένος Σαμίου, συγγραφέας και εκείνη και δη. «Γνωριστήκαμε σε μιαν εκδρομή στην Πεντέλη στα 1924. Παντρευτήκαμε 11.11.45 (σ.σ.: στον Άγιο Γεώργιο Καρύκη, με κουμπάρους τον επιστήθιο φίλο του Άγγελο Σικελιανό και την Άννα Σικελιανού). Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου· χωρίς αυτή θα ‘χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη», έγραφε στον πολύ καλό του φίλο Παντελή Πρεβελάκη, λογοτέχνη και καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης, το 1957, έξι μήνες πριν το θάνατό του. Την ημέρα που γνωρίστηκαν στην Δεξαμενή, είχε προτρέψει την Ελένη για την συνάντηση η πιανίστρια Μαρίκα Παπαϊωάννου. Σύμπτωση: Χρόνια αργότερα, ο Καζαντζάκης προέτρεψε αντίστοιχα τον φίλο του δημοσιογράφο, μεταφραστή και δοκιμιογράφο Αιμίλιο Χουρμούζιο, να συναντήσει τη Μαρίκα Παπαϊωάννου. Και εκείνη η συνάντηση κατέληξε σε γάμο!

Η Ελένη Καζαντζάκη (στην ταινία η γοητευτική Μαρίνα Καλογήρου) ήταν και εκείνη που είχε δώσει απαντήσεις σε όσα αμφιλεγόμενα λέγονταν – ενορχηστρωμένα, από τους εχθρούς του, κυρίως – για τον Νίκο Καζαντζάκη και το «ασεξουαλικό» ή διαφορετικό της ερωτικής του ταυτότητας. Είχε αφηγηθεί, όπως μου λέει ο Γιάννης Σμαραγδής, την πρώτη νύχτα ερωτικής τους συνεύρεσης σε μια καλύβα. Ύστερα από την οποία στο στρώμα τους βρήκαν αμέτρητους κοριούς! Η αλήθεια, πίσω και πέρα από όλα αυτά, μου συμπληρώνει ο σκηνοθέτης, ήταν πως ο Καζαντζάκης φαίνεται ότι «δεν μπορούσε να διεγερθεί σεξουαλικά αν δεν υπήρχε και μια σχέση ή μια διέγερση πνευματική». Άλλωστε και σχέσεις που προηγήθηκαν με την Εβραία Ραχήλ και την όμορφη επίσης Εβραία Ίτκα (στην ταινία, η Γιούλικα Σκαφιδά), πιστοποιούν ότι «ανίκανος να διεγερθεί» δεν ήταν. Η τελευταία δε, τον έφερε ως την μετεπαναστατική Ρωσία και, κατά μία έννοια, «τον έκανε αριστερό». Και θαυμαστή του Λένιν. Κάτι που δεν ισχύει, όπως μου εξηγεί και ο σκηνοθέτης. Αριστερός δεν ήταν. Απλώς ήξερε τι να πάρει από κάθε – πολιτική ή άλλη – πλευρά και να φεύγει. Μέγα προσόν…

8
Με την αγαπημένη του σύζυγο Ελένη σε ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο (Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη)

Μια και μιλάμε, όμως, για γυναίκες και για έρωτες, ίσως δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε μία… όμορφη άγνωστη γυναίκα, που συνάντησε το 1922 σε βιεννέζικο σινεμά, όπως αποτυπώνεται και στην ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Αμέσως μετά τη γνωριμία φέρεται να προσβλήθηκε από μια παράξενη δερματοπάθεια, τη λεγόμενη «Μasque de sexualitè», που έγινε αφορμή για να μυηθεί και στην ψυχανάλυση του Ζίγκμουντ Φρόιντ. Πέρα από το γεγονός ότι ο Κρητικός έδινε έμφαση στα όνειρα και τις ερμηνείες τους (εμφανές και στην ταινία «Καζαντζάκης»), η φροϊδική επίδραση είναι ανάγλυφη στο θεατρικό του «Μέλισσα» (1937). Στην πάλη πατέρα – γιού για επικράτηση, αλλά και με την καταγραμμένη προσπάθεια αποδέσμευσης από το καταπιεστικό προγονικό παρελθόν.

kazantzakis4
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και Μαρίνα Καλογήρου υποδύονται το ζεύγος Καζαντζάκη στην ταινία του Σμαραγδή

Κάτι αντίστοιχο καταγράφεται και στον Φτωχούλη του Θεού: «Παλεύουν μέσα μου η μάνα μου κι ο κύρης κι όλη μου τη ζωή παλεύω να τους φιλιώσω». Φροϊδική αφετηρία θεωρείται πως είχαν, όπως διαπιστώνουν μελετητές του σαν τον καθηγητή, θεατρολόγο Θόδωρο Γραμματά, και ψευδώνυμα – πέρα από το Κάρμα Νιρβανή – που χρησιμοποίησε κατά καιρούς: Α. Γερανός, Mohammed el Cheitan ben Kazan, Ακρίτας, Lacrima rerum.

Φροϊδικές προεκτάσεις (και στα «ονείρατα») θεωρείται πως είχε και η πάλη του με μια εικόνα από την παιδική του ηλικία, στην οποία εστιάζει η ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Όταν ο Μιχάλης Καζαντζάκης (ο επιβλητικός Αργύρης Ξάφης στην ταινία), μεσούσης της Κρητικής Επανάστασης κατά των Οθωμανών και μετά τις σφαγές του 1889, αρπάζει τον μικρό Νίκο (ενσαρκωμένο από τον οκτάχρονο Ηρακλειώτη Αλέξανδρο Καμπαξή) και τον πηγαίνει στην Πλατεία των Λεόντων του Ηρακλείου, για να τον βάλει να προσκυνήσει τα παγωμένα πόδια των απαγχονισμένων Κρητών αγωνιστών.

Δεσπότης δεν έγινε ο Νίκος Καζαντζάκης, όπως είχε αποφανθεί – σύμφωνα με την «Αναφορά στον Γκρέκο» – η ηλικιωμένη μαμή που τον ξεγέννησε. Βέβαια, έφτασε κοντά. Όταν οι δάσκαλοι της Σχολής του Τιμίου Σταυρού, στη Νάξο, κάλεσαν καρδινάλιο από το Βατικανό, για να δει τη «μεγάλη προσωπικότητα που φοιτούσε στη σχολή και θα μπορούσε να ακολουθήσει ιερατική καριέρα», όπως μου θυμίζει ο Γιάννης Σμαραγδής. Ήταν να μην το μάθει ο πατέρας του. Νύχτα έφτασε στη Σχολή και, με δεμένα σε «σχοινί» τα σεντόνια του, τον φυγάδευσε από το παράθυρο. «Αλλάζοντάς του τη μοίρα».

7schoolkaz
Ο Καζαντζάκης (πέμπτος από αριστερά, στη μεσαία σειρά) με τους συμμαθητές του της Στ΄Τάξης του Γυμνασίου Ηρακλείου, το 1901

Βέβαια, ούτε δικηγόρος έγινε ο Νίκος Καζαντζάκης, όπως τον ήθελε ο «Καπετάν Μιχάλης» του, παρά το πτυχίο, με άριστα, από τη Νομική, με την υπογραφή του – γραμματέα – ποιητή Κωστή Παλαμά. Ζώντας με αμοιβές για άρθρα του, με δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό πρόσημο, σε εφημερίδες της εποχής, ακολούθησε το «όραμά» του. Αυτό που καταγράφηκε στην ιδιότυπη, «βιογραφία του μέσα ανώτερου σώματός του», όπως την χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης του «Καζαντζάκη», ήτοι την «Αναφορά στον Γκρέκο», στην οποία βασίστηκε και η ταινία. Εκεί και τα ταξίδια και τα ονείρατα και ο δρόμος, ο ανηφορικός, προς την εξύψωση. Προς εκείνο που ο σκηνοθέτης ονομάζει «ευγενές μεγαλείο». Ένα μεγαλείο που ήξερε ακόμη και ζώντας σε μεγάλη λιτότητα – όπως μου επισημαίνει – να είναι γενναιόδωρο. Ακόμη κι όταν δεν είχε πολλά να δώσει, έδινε ένα πορτοκάλι.

Η πρώτη σύζυγός του, Γαλάτεια, το γένος Αλεξίου, δεν περνάει από την ταινία. Και μόνον λίγο στις όποιες βιογραφικές αναφορές του, ειδικά σε σύγκριση με την Ελένη. «Μα δεν την αναφέρει στον Γκρέκο. Μάλλον δεν ήθελε να την εκθέσει», εκτιμά ο Γιάννης Σμαραγδής. Όμως περνάει η ελληνίδα φίλη και γειτόνισσα στην Αντίμπ της Νότιας Γαλλίας, όπου έζησε και δημιούργησε παρέα με την Ελένη Καζαντζάκη (την εκφραστικότατη Μαρίνα Καλογήρου): η Χρυσούλα Πουαριέ (ενσκαρκωμένη από την Ελληνοαμερικανίδα Ανθούλα Κατσιματίδη). Βγαλμένη, λέξη προς λέξη, όχι μόνον από την ζωή τους με τον Νίκο Καζαντζάκη, αλλά και από το βιογραφικό πόνημα της Ελένης «Ο ασυμβίβαστος» (Εκδόσεις Καζαντζάκη, επιμέλεια: Πάτροκλος Σταύρου). Ακόμη και την ώρα που βλέπει τα… σημεία στο άδειο φλιτζάνι του ελληνικού καφέ και προειδοποιεί το ζεύγος να μην κάνει ποτέ το ταξίδι στην Κίνα. Το μοιραίο, όπως αποδείχθηκε, καθώς μετά από κείνο κατέληξε σε Πανεπιστημιακή Κλινική στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, το 1957, ο Μέγας Κρητικός.

21
Με την Ελένη στην ταράτσα του σπιτιού «Maison Rose» στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας, 1948 (Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη)

Στο ίδιο βιβλίο η Ελένη περιγράφει – και με πειστήρια αλληλογραφίας – πώς δύο φορές οι «αντικαζαντζακικοί» κατάφεραν να στερήσουν από τον Κρητικό το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Την πρώτη, με τον όρο, από πλευράς Καζαντζάκη, να προταθούν από ελληνικής πλευράς μαζί με τον επιστήθιο φίλο του, ποιητή Άγγελο Σικελιανό (στην ταινία τον ενσαρκώνει ο Νίκος Καρδώνης). Τη δεύτερη, το 1956, έχασε το βραβείο για δύο ψήφους, έναντι του ισπανού ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Στον αποκλεισμό του φαίνεται ότι είχε αναμιχθεί έως και το Παλάτι και η διαβόητη Φρειδερίκη, υποστηρίζοντας ότι ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός ήταν «ριζοσπαστικοί» και κόντρα στην «ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων».

«Ο μοναδικός έλληνας λογοτέχνης που έδωσε στο έργο του τόση θέση στο Θεό και το Χριστό που ούτε ο Παπαδιαμάντης δεν έδωσε» (Πέτρος Χάρης), και «ο θρησκευτικότερος όλων των συγγραφέων» (Κωνσταντίνος Τσάτσος) ή «ένας άνθρωπος, που πάλεψε δεινά με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τη μοίρα, με την ανθρώπινη αδυναμία» (Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος), εκείνος που έφερε τη «θεολογία της πάλης» και τη «μεταφυσική της ανταρσίας» (σύμφωνα με ξένους μελετητές του), ο Νίκος Καζαντζάκης βούτηξε και στον κόσμο του Βούδα. Με τη μελέτη βουδιστικών έργων και μέσω του Πρώσου φιλοσόφου Άρθουρ Σοπενχάουερ, του «βραχμάνου του Βορρά». Το 1922, έγραψε το έργο Γιαγκ–Τσε, σε 3.000 στίχους, που έγινε πρόζα το 1932. Ο Βούδας υπήρξε για το Καζαντζάκη η άγια και ηρωική μορφή, «η ανώτατη αποκορύφωση της επιθυμίας του» με το μήνυμα της μακαριότητας της ανυπαρξίας, που επιτυγχάνεται με τη νίκη πάνω στην επιθυμία.

2sikelianos
Με τον Αγγελο Σικελιανό, το 1921 (Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη)

Τη σχέση του με τον Χριστό – αν και δεν ήταν υπέρμαχος της χριστιανικής θρησκείας – ο Καζαντζάκης την είχε εξηγήσει, κατά τον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη, στο νορβηγό συγγραφέα και εκδότη Μαξ Τάου («Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη», σε 888 σελίδες των Εκδόσεων Καζαντζάκη): «Από τα παιδικά μου χρόνια ο Χριστός με βασάνιζε – αυτή η ένωση η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού, αυτή η Sehnsucht (λαχτάρα, πόθος), η τόσο ανθρώπινη και τόσο υπεράνθρωπη, μιας συμφιλίωσης του Θεού και του ανθρώπου στο υψηλότερο επίπεδο που ένα ον μπορεί να ποθήσει. Όταν μεγάλωσα, θέλησα να λυτρωθώ απ’ αυτή την έμμονη ιδέα μ’ ένα έργο τέχνης. Σε ηλικία 25 χρονών έγραψα μιαν τραγωδία σε στίχους, το Χριστό – το Χριστό ύστερα από τη Σταύρωση, όταν η Μαγδαληνή κι οι μαθητές τον ξανάπλασαν μέσα στην καρδιά τους και του έδωσαν το νέο του σώμα, το αθάνατο, ανασταίνοντάς τον. Αλλ’ αυτή η τραγωδία δε με λύτρωσε· σε ηλικία 45 χρόνων, αναγκάστηκα ν’ αντιμετωπίσω ξανά το Χριστό στην εποποιία μου Οδύσσεια, αφιερώνοντάς του μιαν ολόκληρη ραψωδία, αλλά κι αυτό δε με λύτρωσε· αργότερα επεχείρησα νέα έφοδο. Έγραψα το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, κι ευθύς αμέσως τον Τελευταίο Πειρασμό. Αλλά παρ’ όλες αυτές τις απελπισμένες προσπάθειες, το θέμα παραμένει για μένα ανεξάντλητο, γιατί το μυστήριο της πάλης του ανθρώπου και του Θεού, της σάρκας και του πνεύματος, του θανάτου και της αθανασίας, είναι ανεξάντλητο».

«Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα· από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερεις: τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και το Ζορμπά… Ο Ζορμπάς ((στην ταινία τον εκσαρκώνει ο Θοδωρής Αθερίδης) μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο». Και μιλάμε για το φίλο του Γιώργη Ζορμπά, που στο βιβλίο του ονομάστηκε… Αλέξης και έγινε και ταινία ελληνοβρετανικής παραγωγής, με τον Άντονι Κουίν, από το Μιχάλη Κακογιάννη, το 1964. Έργο εμβληματικό πλέον, με παγκόσμια αναγνώριση – όχι μόνον για τη βραβευμένη με Όσκαρ μουσική του Μίκη Θεοδωράκη – το οποίο οι New York Times έκριναν ως «μια αναζωογονητική εξόρμηση στις πιο ηλιόλουστες περιοχές τού ανθρώπινου πνεύματος».

Το Γιώργη Ζορμπά πήρε μαζί του ο Νίκος Καζαντζάκης όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον έστειλε το 1919 στον Καύκασο «για τον επαναπατρισμό των εκεί Ελλήνων Ποντίων, που υπέφεραν μετά την επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία». Και αυτό, αφού τον είχε διορίσει Διευθυντή και αργότερα Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως. Ο Κρητικός βοήθησε να εγκατασταθούν στη Μακεδονία και τη Θράκη κάπου 150.000 Έλληνες του Καυκάσου.

kazantzakis6
«Ο Νίκος Καζαντζάκης ξυπνούσε πάντα στις 6 το πρωί και έπινε τσάι με ένα είδος τηγανίτας που έφτιαχνε, μαζί με πέντε έξι ελιές. Δεν άφηνε τα πράγματα της ζωής. Τα ζούσε απλώς με δικό του τρόπο», λέει για τον Καζαντζάκη που γνώρισε (και τον είδε κινηματογραφικά με το πρόσωπο του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου) ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής. Ο Θοδωρής Αθερίδης ενσαρκώνει τον φίλο του Γιώργη Ζορμπά

Και μια και μιλάμε για τα πολιτικά αξιώματα, χρημάτισε το 1945-46 και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη, αλλά παραιτήθηκε, μη αντέχοντας τα «αιτήματα για ρουσφέτια». Ακόμη βρέθηκε σε θέση δημοτικού συμβούλου στον δήμο Αθηναίων και, το 1947-1948, σε θέση τμηματάρχη της Unesco στο Παρίσι, από την οποία επίσης παραιτήθηκε. Για να αφοσιωθεί στην γραφή του και στον ανήφορο προς την περίφημη «Κρητική ματιά» του.

Ας πάμε όμως πρώτα πίσω, στην προϊστορία της:

Μοναδικό φαινόμενο εργατικότητας στα ελληνικά Γράμματα, ο Καζαντζάκης έστεργε να εξετάσει τον τρόπο του βίου, το πώς ζούμε εν τέλει, με τι αρχές και τι στόχους. Ήτοι το «πώς βιωτέον» και «όντινα τρόπον χρη ζην» του Σωκράτη. Επηρεασμένος, από το 1907 έως το 1909, που έζησε στο Παρίσι, από το δάσκαλό του Ανρί Μπερξόν (1859 – 1941) ξεκίνησε να διαμορφώσει την «κοσμοθεωρία» του, όπως αναφέρεται στην «Οδύσσεια» του, έργο ζωής που δημοσίευσε το 1938, αποτελούμενο από 33.333 στίχους: «Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού του ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτή, συστηματικά μ’ ορισμένο σκοπό και πρόγραμμα, να γράφω – ό,τι γράφω».

8 (1)
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο σπίτι του, το «κουκούλι», στη Γαλλία, το 1954 (Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη)

Η «Οδύσσεια», που στην ταινία «Καζαντζάκης» δακτυλογραφείται από την «ασπίδα της ζωής του» Ελένη Σαμίου, είναι ένα πρώτο δείγμα ομηρικής επιρροής του. Εδώ ο Καζαντζάκης πιάνει το νήμα της αφήγησης από εκεί που το αφήνει ο Όμηρος. Από την Ιθάκη. Ο Οδυσσέας του, ύστερα από περιπέτειες, πεθαίνει στο Νότιο Πόλο, άφοβος και λεύτερος. Και κάτι ακόμη ομηρικό: συνεργάστηκε το 1942 με τον Ι.Θ. Κακριδή στη μετάφραση της Ιλιάδας του.

Στην καζαντζακική Οδύσσεια, η μούσα η πολύτροπος υμνεί τις περιπέτειες του ίδιου του συγγραφέα και τη μοναδική αξία που αναγνώριζε στην ζωή του: τον «αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα – στην κορυφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά». Κρητική ματιά ήταν και το να κοιτάζει κάποιος «την άβυσσο χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο όρθιος στην άκρα του γκρεμού». Πίστευε δε ακόμη ότι «κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του».

Ο Καζαντζάκης έγραφε ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του το Θεό αλλά πρέπει να αγωνισθεί για να τον σώσει. Γι’ αυτό και στην «Ασκητική» του έβαλε τον υπότιτλο Salvatores Dei – Σωτήρες του Θεού. Εδώ ας ξεκαθαρίσουμε κάτι ακόμη: προτάθηκε για αφορισμό από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά η πρόταση δεν ακολουθούνταν από το «ανάθεμα» και τελικά ποτέ δεν αφορίστηκε επισήμως, παρά το μύθο του «αφορισμένου» (για τον «Τελευταίο Πειρασμό» και κάποια σημεία του «Καπετάν Μιχάλη» του).

kazantzakis7psaqltia
ολιγόλεπτη υποβλητική ερμηνεία του Στάθη Ψάλτη, ως ιερέα στη Μονή Σινά, όπου ο Νίκος Καζαντζάκης έψαξε το… Θεό του, σημάδεψε την ταινία ως ύστατη του καλλιτεχνικού βίου του

Οι εχθροί του Νίκου Καζαντζάκη είχαν αργότερα ενορχηστρώσει και τον σάλο που είχε ξεσπάσει μετά την προβολή του «Τελευταίου Πειρασμού», στην κινηματογραφική εκδοχή του Μάρτιν Σκορσέζε, το 1988. Ο ίδιος ο Σκορσέζε είχε δηλώσει ότι δουλεύοντας με το έργο ήταν «σαν να προσευχόταν». Το 2012 ένας πάπυρος του 4ου αιώνα, που παρουσιάστηκε από την καθηγήτρια στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Κάρεν Κινγκ, στο 10ο Διεθνές Συνέδριο Κοπτικών Σπουδών, περιλάμβανε διάλογο στον οποίο ο Ιησούς αναφέρεται στη σύζυγό του Μαρία (Μαγδαληνή) και «επιβεβαίωνε», κατά κάποιον τρόπο, τον καζαντζακικό Πειρασμό. Σύμφωνα με την καθηγήτρια, επρόκειτο για μετάφραση στα κοπτικά ενός ευαγγελίου που γράφτηκε στα ελληνικά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. «Η φράση «ο Ιησούς τούς είπε, η γυναίκα μου…» στον πάπυρο δεν αποδεικνύει ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος, αλλά μας λέει ότι το ζήτημα αυτό ήρθε στην επιφάνεια στο πλαίσιο των έντονων αντιπαραθέσεων για την σεξουαλικότητα και το γάμο, την εποχή εκείνη». Και ο εν λόγω πάπυρος «είναι η πρώτη απόδειξη ότι ορισμένοι Χριστιανοί στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος».

23cannesmer
Ελένη, Νίκος Καζαντζάκης, Μελίνα Μερκούρη και Ζιλ Ντασέν, στην πρεμιέρα της ταινίας «Εκείνος που πρέπει να πεθάνει», στις Κάννες τον Απρίλιο του 1957 (Aρχείο Εκδόσεων Καζαντζάκη)

Πίσω στα κινηματογραφικά, το έργο του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» πέρασε από τη μεγάλη οθόνη με τη ματιά του Ζυλ Ντασσέν και την Μελίνα Μερκούρη (εμφανίζονται και στην ταινία «Καζαντζάκης» με τις μορφές του Αλέξανδρου Κολλάτου και της Ζέτας Δούκα), το 1956, στα γαλλικά, υπό τον τίτλο «Εκείνος που Επρεπε να Πεθάνει». Εποχή άφησε στην ελληνική τηλεόραση η σειρά σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, το 1975, ενώ πρόσφατα έκλεισε η συμφωνία των Εκδόσεων Καζαντζάκη με τον Κρητικό σκηνοθέτη του «Νησιού» Θοδωρή Παπαδουλάκη για μια νέα κινηματογραφική μεταφορά. Σε συνεργασία, όπως φαίνεται, με τον εμπνευσμένο μουσικό (και του «Νησιού») Μίνω Μάτσα, που έντυσε εντυπωσιακά τα πλάνα στον «Καζαντζάκη» του Γιάννη Σμαραγδή. Ο οποίος, να θυμηθούμε, με τον «El Greco» του, σε μουσική Vangelis, είχε κόψει 1.200.000 εισιτήρια. Το κλου του «Καζαντζάκη» του είναι πως στο τέλος ο Μέγας Κρητικός ενώνεται με τον άλλο μεγάλο της Κρήτης, το Δομίνικο Θεοτοκόπουλο / El Greco. Σαν σε Ανάληψη στους ουρανούς. Μαζί.

Αν κάτι, μικρό και λίγο από τα πολλά και μεγάλα γραπτά, θα κρατούσαμε από τον Καζαντζάκη, εκείνο θα ήταν ίσως, τελικά, το πιο προσωπικό: «Ό,τι επιθυμείς, να το φωνάζεις δυνατά. Αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα».

INFO

Η ελληνογαλλική κινηματογραφική συμπαραγωγή «Καζαντζάκης» του Γιάννη Σμαραγδή προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από σήμερα, Πέμπτη, 23 Νοεμβρίου.
Σενάριο- σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής.
Διεύθυνση φωτογραφίας: Άρις Σταύρου.
Μουσική: Μίνως Μάτσας.
Συμπαραγωγοί: Nova, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Νέλλη Κάτσου.
Μεγάλοι χορηγοί: Εθνική Τράπεζα, Aegean. Στους χορηγούς και οι Εκδόσεις Καζαντζάκη.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...