839
|

Αράχωβα εκτός σεζόν

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 6 Μαΐου 2014, 00:16

Αράχωβα εκτός σεζόν

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 6 Μαΐου 2014, 00:16

Έχω πολλές αναμνήσεις από την Αράχωβα. Πριν γίνει μόδα. Μιλάω για το 1980. Η πρώτη εξ Αθηνών που απέκτησε σπίτι, ήταν η Μ. Ψαροπούλου, ιδρύτρια του Μουσείου Κεραμικής τέχνης. Την ακολουθήσαμε τερματίζοντας στη δεύτερη θέση. Έχω να θυμάμαι το ουζάδικο του Ζαμπονίκου, στη μικρή πλατεία, απέναντι από του Κομνά. Την Παγώνα να τηγανίζει μεζέδες. Για κάθε κεφτέ που τσιτσίριζε στο καυτό λάδι και ένα αχχχχ μακρόσυρτο της Παγώνας. Πόσα «αχ!» να μέτρησε στη ζωή της; Θυμάμαι τον Ανδρεούλη με το μακρύ δάκτυλο, να λιάζεται σε μια καρέκλα. Μεγάλο ζόρι το στίγμα, οποιοδήποτε στίγμα, σε επαρχιακή πόλη. Βαρίδι σε ψυχή και ώμους, εκείνο το «μακρύ δάκτυλο» κι ας ήταν όντως το άτιμο, το πιο μακρύ δάκτυλο που έχω δει στη ζωή μου! Θυμάμαι τις βρύσες να τρέχουν και τα γερόντια στα καφενεία να παίζουν ξερή και κολτσίνα. Ένα τουριστικό λεωφορείο να περνάει γεμάτο Τσέχες, με κατεύθυνση Δελφούς και τους νέους να χαμογελάνε μισό. Τι καημό τις είχαν τις «Τσέχες, Τσέχες»! Θυμάμαι το σινεμά όταν γκρεμίστηκε, για να γίνει καφέ Celena και τον Μάρλον Μπράντο στα μπάζα. Τον διέσωσα τον Μάρλον. Κι ας φώναζαν τα μαστόρια «Θα απουστωμθείς χριστιανήμ!». Μάρλον στα μπάζα δεν άφηνα με τίποτα!

Πολλά θυμάμαι. Μέχρι και τον Κολονέλο. Μετά, η ανάπτυξη πήρε στο κατόπι το χωριό. Και άνθισε και η κάτω πλατεία. Δημιούργησε τα στέκια της η νεολαία. Ανάπτυξη. Το είχε τάξει και ο παππούς Καραμανλής «Θα σας κάνω Σαν Μουνί». Είχε ένα θέμα με την προφορά του. Ποτέ δεν έγινε η Αράχωβα ό,τι πρόφερε. Μόνο ομόρφυνε, νάναι καλά οι Αλβανοί πετράδες και τα φθηνά μεροκάματά τους. Μα πάνω απ΄όλα, ότι ήταν διαθέσιμοι χωρίς χρονοτριβή, για οποιαδήποτε εργασία. Ομόρφυνε η Αράχωβα, ασχήμυναν οι επισκέπτες της εξ Ελλάδος. Ήταν τα χρόνια του μεγάλου τζέρτζελου. Μασκαράδες με τζιπ θηριώδη, απλός τρόπος επιμήκυνσης του πέους και Mont Blank χρυσό στυλό στη φόρμα του σκι. Το είχαν σε ετοιμότητα γιατί υπέγραφαν την πιστωτική κάρτα της κυρίας. Κουραστικό να την πηδάνε… Την έστελναν να ζήσει οργασμούς ξοδεύοντας. Κι εκείνοι μπορούσαν ν΄αναλύουν στο «Bonjour» τα χρηματιστηριακά κατορθώματά τους και αργότερα ν΄αναδεύονται με θηλυκές κόμπρες στο «Φλόξ» και στο «Εμπορικό». Και δώστου χαρτοπετσέτες στον αέρα.  Όλοι οι «αυτοδημιούργητοι»… Μετά, τσούλησαν στις πίστες του Κορυδαλλού, άνευ χαρτοπετσετών στον αέρα. Εκείνα τα χρόνια κυκλοφόρησε και κόκα πολύ, για νάχουν δυνάμεις. Θέλει δύναμη να είσαι  μασκαράς! Εντάξει ξεψάρωσαν και οι ντόπιοι «λίγου κουκίτσα ντε!». Αλλά σε γενικές γραμμές, είχαν γερά αντισώματα. Και τους βγάζω το καπέλο. Ίσως ήταν οι Δευτέρες που έσωσαν την παρτίδα. Καθώς ερήμωνε ο τόπος και έρχονταν στα ίσα του. Ξανάπιανε το χωριό τον ρυθμό του. Συνεπείς με το ιστορικό ρολόι του… Που στέκει σαν φάρος σε βουνό. Μάνες με ρόλεϊ στο κεφάλι, φώναζαν στα στενά «Νικουλάκ τσακίς!», στις γιορτές συνέχιζαν ν΄ανταλλάσουν επισκέψεις και να μαγειρεύουν κοκκινιστό και ντολμάδες. Τους νεκρούς τούς ξενύχταγαν στην τραπεζαρία του σπιτιού τους. Του Άι Γιώργη φόραγαν γκαμζόλες, οι γυναίκες σιδέρωναν φουστανέλες και γέμιζαν τα μπούστα τους φλουριά. Ανέκαθεν η ανάπτυξη περπατούσε χέρι-χέρι με την παράδοση σε τούτον τον τόπο. Να πω την αμαρτία μου, σε εκείνο το σημείο του έργου, είχα αλλαξοπιστήσει. Έπιασα Τήνο. Γυρίζαμε στην Αράχωβα τους Αύγουστους. Διαβάτες της απέναντι λωρίδας. Με πεζοπορίες στο βουνό και διανυκτέρευση σε σκηνές, με ζακέτα κάτω από τις μουριές στην κεντρική πλατεία για τσιπουράκι, στο «Tavola» να δοκιμάζουμε συνταγές μαγειρικής, στην «Κυρά Παναγιώτα» με φόντο τη φωτισμένη εκκλησία να μας διηγούνται οι ντόπιοι ιστορίες του χειμώνα. Τα φιλαράκια μου τα παραδέχτηκα γιατί δεν ξιπάστηκαν.

Βέβαια, το χωριό έφαγε και τρώει σφαλιάρες με την οικονομική κρίση. Κάθε σπίτι τον σταυρό του, το απλήρωτο δάνειό του, το σκοινί στο λαιμό του. Αλλά δεν τους παίρνει κι από κάτω. Προχθές ανεβήκαμε για Πρωτομαγιά μετά από πολύ καιρό. Είχε κλείσει η φετινή τουριστική τους σεζόν και πολλοί ετοιμάζονται για εσωτερική μετανάστευση. Θα δουλέψουν σε νησιά. Έλειπε και μια τεράστια αμυγδαλιά από το τοπίο μου. «Για ξύλα την έκοψαν». Το λες και έγκλημα. Έψαχνε και ο Κώστας τους αλβανούς φίλους του «Τον Ματέο, τον Αρμάντο, τον Σίντρη», «Έφυγαν για Αλβανία. Δεν έβρισκαν πια δουλειές οι γονείς τους». Πάντα συγκινούμαι με τους μικρούς-ενήλικους που μεγάλωναν σχεδόν αυτοφυώς, αλλά ήταν εξαιρετικά υπεύθυνοι. Μιλήσαμε για πολλές αλλαγές, είχαν όλοι μια μελαγχολική ιστορία, αλλά κουβέντα την κουβέντα ξαναγύρισε ο χρόνος εκεί που τον είχαμε αφήσει. «Πάμε στο βουνό να ψήσουμε κοντοσούβλι;», «Φύγαμε». Η ζωή είναι απλή εκτός των τειχών της Αθήνας και ωραία απρογραμμάτιστη. Μια καρό κουβέρτα, μια σούβλα, τα παιδιά ν΄ ακούγονται από μακριά, μια μπάλα να σκάει που και που και να γίνεται χαμός «κουλουπαίδ!», χιούμορ βαρύ, κουτσομπολιά, ανέκδοτα, γέλια και ξανά γέλια. Οι κάτοικοι με κλεισμένους τους ισολογισμούς της χρονιάς. Αυτά μπόρεσαν, αυτά έκαναν, χρέη και ξανά χρέη, αγώνας, σφίξεις, στεναχώριες, αλλά στο βάθος πάντα ένα «Δε γαμιέται!». Η ευλογία της επαρχίας είναι το «Δε γαμιέται» της. Αλίμονο στους μοναχικούς σταυροφόρους της πρωτεύουσας. Στην παγωμένη αγωνία των διαμερισμάτων με τα κλεισμένα καλοριφέρ. Και μέσα στην ατμόσφαιρα που σας περιέγραψα, στο βουνό, …νάσου σκάνε μύτη και όργανα! Νταούλι και κλαρίνο. Και «Ιτιά-ιτιά» στο πουθενά. Στο δάσος στην Παλιοπαναγιά. Και βρέθηκα να μονολογώ «α ρε πατρίδα!». Την επομένη φύγαμε. Έχει και το σουρεάλ τα όριά του!    

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News