924
| Shutterstock / CreativeProtagon

Πώς η εκμάθηση ξένων γλωσσών αλλάζει τον εγκέφαλο

Protagon Team Protagon Team 30 Μαΐου 2025, 13:31
|Shutterstock / CreativeProtagon

Πώς η εκμάθηση ξένων γλωσσών αλλάζει τον εγκέφαλο

Protagon Team Protagon Team 30 Μαΐου 2025, 13:31

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μάθει κανείς μια νέα γλώσσα: επαγγελματικοί, νέες ερωτικές σχέσεις, προσωπικό ενδιαφέρον για πολιτισμούς ή προσωπικότητες σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Τώρα, επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι οι ξένες γλώσσες ωφελούν και τη συνολική υγεία του εγκεφάλου μας.

Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας είναι σαν να γυμνάζεις τον εγκέφαλό σου – όπως οι μύες δυναμώνουν με τη σωματική άσκηση, έτσι και οι νευρωνικές οδοί του εγκεφάλου αναδιαμορφώνονται όταν μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα. Αυτό εννοούν οι νευροεπιστήμονες όταν λένε πως όσοι μιλούν πολλές γλώσσες επεξεργάζονται τις πληροφορίες διαφορετικά από εκείνους που μιλούν μόνο μία.

Αλλά τι συμβαίνει πραγματικά στον εγκέφαλο κάποιου που μαθαίνει μια νέα γλώσσα – και πόσο ευφυέστερο τον κάνει; Η Deutsche Welle καταγράφει όλα τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την εγκεφαλική λειτουργία κατά την εκμάθηση μιας νέας ξένης γλώσσας.

Η επεξεργασία της γλώσσας περιλαμβάνει δύο βασικά εγκεφαλικά κυκλώματα: ένα για την αντίληψη και την παραγωγή ήχου, που αποτελεί τη βάση της γλώσσας, και ένα δεύτερο για την επιλογή των ήχων της γλώσσας που θα χρησιμοποιηθούν, όπως σημειώνουν οι νευροεπιστήμονες. Τα κυκλώματα επανασυνδέονται κατά την εκμάθηση και την αλλαγή χρήσης της γλώσσας, με μια νέα χαρτογράφηση ήχων εξαρτώμενη από την απόφαση επιλογής γλώσσας προς χρήση από τον εγκέφαλο.

Αισθητήριες περιοχές, όπως ο ακουστικός εγκεφαλικός φλοιός, είναι απαραίτητες για την επεξεργασία των ήχων της ομιλίας, ενώ εκτεταμένα κινητικά δίκτυα του εγκεφάλου συντονίζουν τους μύες που εμπλέκονται στην ομιλία – όπως εκείνοι που ελέγχουν τη γλώσσα, τα χείλη και τις φωνητικές χορδές. Αυτό ισχύει για όλες τις γλώσσες, αλλά για την εκμάθηση μιας νέας απαιτούνται αλλαγές στις περιοχές «υψηλότερης επεξεργασίας» του εγκεφάλου.

Για παράδειγμα, η περιοχή Μπρόκα, που βρίσκεται στον μετωπιαίο λοβό, είναι κυρίως υπεύθυνη για τη σύνταξη των λέξεων – τον τρόπο με τον οποίο δομούμε τις προτάσεις. Βοηθά στη σύνταξη γραμματικά σωστών προτάσεων και στην κατανόηση της δομής τους, ενώ παράλληλα είναι καθοριστική και για την παραγωγή ομιλίας, ενώ διευκολύνει και τον κινητικό έλεγχο που απαιτείται για την άρθρωση των λέξεων.

Αλλες περιοχές του εγκεφάλου, όπως η περιοχή Βέρνικε, παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του λεξιλογίου και στην ανάκτηση λέξεων. Η συγκεκριμένη βοηθάει στην κατανόηση της σημασίας των λέξεων και στην αποθήκευσή τους στη μακροπρόθεσμη μνήμη.

Μια γερμανική μελέτη του 2024 μέτρησε την εγκεφαλική δραστηριότητα σύρων προσφύγων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας. Διαπίστωσε ότι οι εγκέφαλοι των συμμετεχόντων επανασυνδέονταν όσο γίνονταν πιο ικανοί στη χρήση των γερμανικών.

Η «εγκεφαλική επανασύνδεση» σημαίνει ότι οι νευρωνικές δομές του εγκεφάλου αλλάζουν με φυσικό τρόπο. Η διαδικασία, που αποκαλείται «νευροπλαστικότητα», είναι ο μηχανισμός που αποτελεί τη βάση της μάθησης. Συνεπώς η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας απαιτεί νέους τρόπους με τους οποίους ο εγκέφαλος κωδικοποιεί, αποθηκεύει και ανακτά νέες γλωσσικές πληροφορίες.

Οι νευροεπιστήμονες επισημαίνουν στην DW ότι δομικά η εκμάθηση μιας γλώσσας αυξάνει τη δομή της φαιάς ουσίας σε τομείς που σχετίζονται με την επεξεργασία της και την εκτελεστική λειτουργία του εγκεφάλου. Οι δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο αλλάζουν με τη σειρά τους τον τρόπο λειτουργίας του, καθώς μεταλλάσσουν τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνούν οι νευρώνες μεταξύ τους.

Αυτή η επονομαζόμενη «νευρωνική πλαστικότητα» μάς βοηθάει να θυμόμαστε λέξεις πιο γρήγορα, να αναγνωρίζουμε καλύτερα νέους ήχους και να βελτιώνουμε την προφορά μας στη χρήση μιας γλώσσας ελέγχοντας τους μύες του στόματος. Λειτουργικά, η γλωσσική εκμάθηση ενισχύει τη συνδεσιμότητα μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου, επιτρέποντας την πιο αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των δικτύων που εμπλέκονται με την προσοχή, τη μνήμη και τον γνωστικό έλεγχο.

Μελέτες δείχνουν ότι χρησιμοποιούμε τα ίδια εγκεφαλικά δίκτυα για όλες τις γλώσσες, αλλά ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται διαφορετικά στη μητρική μας γλώσσα. Μια από αυτές τις μελέτες διαπίστωσε ότι η εγκεφαλική δραστηριότητα στα γλωσσικά δίκτυα μειωνόταν όταν οι συμμετέχοντες σε αυτήν άκουγαν τη μητρική τους γλώσσα.

Αυτό υποδηλώνει ότι η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει από τα παιδικά του χρόνια κάθε άνθρωπος υπόκειται σε διαφορετική εγκεφαλική επεξεργασία – με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια. Οι έρευνες δείχνουν, έτσι, ότι τα μικρά παιδιά μαθαίνουν ευκολότερα νέες γλώσσες από τους ενήλικες.

Οι εγκέφαλοι των ανηλίκων βρίσκονται ακόμη σε ανάπτυξη και είναι πιο προσαρμόσιμοι στη νευρωνική πλαστικότητα και στη μάθηση. Σε αντίθεση με τους ενήλικες, δεν χρειάζεται να μεταφράζουν τα πάντα από τη μητρική τους γλώσσα, επομένως μαθαίνουν ήχους, συντακτικό και λέξεις πιο εύκολα.

Αντιθέτως, οι εγκέφαλοι των ενηλίκων είναι ήδη δομημένοι γύρω από τη μητρική τους γλώσσα, επομένως μια δεύτερη γλώσσα πρέπει να προσαρμοστεί στην υπάρχουσα γνώση, αντί να αναπτυχθεί ανεξάρτητα – καθώς βασίζεται σε προηγουμένως ανεπτυγμένα νευρωνικά δίκτυα.

Ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι η πολυγλωσσία βελτιώνει τις γνωστικές ικανότητες όπως η μνήμη και οι ικανότητες επίλυσης προβλημάτων. Αλλά αυτό σημαίνει αυτόματα ότι οι πολύγλωσσοι άνθρωποι είναι πιο ευφυείς; Οι  νευροεπιστήμονες απαντούν πως είναι περίπλοκο, αλλά μάλλον όχι. Η πολυγλωσσία αυξάνει το λεκτικό ρεπερτόριο με περισσότερες λέξεις σε διαφορετικές γλώσσες – και σίγουρα περισσότερες έννοιες.

Αλλά δεν είναι σαφές αν το ευρύτερο λεξιλόγιο οφείλεται σε μεγαλύτερο γνωστικό απόθεμα ή απλώς στις περισσότερες λέξεις που είναι αποθηκευμένες στις τράπεζες μνήμης του εγκεφάλου. Το δεύτερο δεν ισοδυναμεί με νοημοσύνη. Για να ελέγξουν πραγματικά αν οι πολύγλωσσοι είναι πιο έξυπνοι, οι επιστήμονες πρέπει να θέτουν ασκήσεις που δεν σχετίζονται με τη γλώσσα – και μέχρι στιγμής δεν είναι σαφές αν οι πολύγλωσσοι έχουν καλύτερες επιδόσεις σε τέτοιες ασκήσεις.

Παράλληλα, οι νευροεπιστήμονες δεν έχουν καταλήξει αν οι αλλαγές στις γνωστικές δεξιότητες των πολύγλωσσων οφείλονται στην εκμάθηση γλωσσών ή σε άλλους παράγοντες, όπως η εκπαίδευση ή το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν. Υπάρχουν υπερβολικά πολλές παράμετροι που εμπλέκονται στις γνωστικές δεξιότητες για να απομονωθεί αποκλειστικά εκείνη της εκμάθησης γλωσσών.

Σε κάθε περίπτωση –και ανεξάρτητα από το αν οι καλύτερες γνωστικές δεξιότητες τελικά ισοδυναμούν με εξυπνάδα– δεν απαιτείται επιστημονική έρευνα για να αποσαφηνιστεί ότι η εκμάθηση νέων γλωσσών ανοίγει νέες πολιτισμικές εμπειρίες στη ζωή μας.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...