Τα Γλυπτά μεταξύ σουαρέ και κακοποίησης
Τα Γλυπτά μεταξύ σουαρέ και κακοποίησης
Δεν υπάρχει πιο προβεβλημένη διεθνώς υπόθεση επιστροφής αρχαιοτήτων από τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Το αίτημα για την επανένωσή τους με το μνημείο στο οποίο ανήκουν δεν συναντά όμως μόνο στείρες αρνήσεις από τη Μεγάλη Βρετανία. Προσκρούει και στην κακή μεταχείρισή του από το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο στεγάζονται. Το φιλανθρωπικό δείπνο που διοργανώθηκε προσφάτως στην αίθουσα 18, του Παρθενώνα, με φόντο τα αριστουργήματα του Φειδία, προστέθηκε σε πλείστα όσα συμβάντα προσβλητικά για την υπόστασή τους στον κόσμο του παγκόσμιου πολιτισμού.
Δεν είναι μια και δυο φορές που τα κομμάτια του Μνημείου έχουν υποτιμηθεί και κακοποιηθεί. Την αρχή έκανε ο ίδιος ο λόρδος Ελγιν, όταν απέσπασε βάναυσα από τον ναό αρχιτεκτονικά μέλη, μεταξύ του 1801 και του 1804, την περίοδο που ήταν πρεσβευτής της Αγγλίας στην Υψηλή Πύλη – Οθωμανική Αυτοκρατορία, γαρ.
Τα απέσπασε παράνομα, δωροδοκώντας κόσμο, με άλλοθι ένα φιρμάνι που δήθεν είχε στην κατοχή του – έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται οι Βρετανοί. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια απλή επιστολή που είχε υπογραφεί από τον Καϊμακάν Πασά και απευθυνόταν στον βοεβόδα (διοικητή) και στον καδή (δικαστή) των Αθηνών. Και τα αφαίρεσε από τον ναό για να τα μεταφέρει, χρησιμοποιώντας ακόμη και πριόνι… Μετόπες που σέρνονταν στο δάπεδο, γκρέμισμα των ανάγλυφων της ζωοφόρου και βαρβαρότητες του αισχίστου είδους έχουν ομολογήσει αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Εντουαρντ Ντόντγουελ και ο Ρόμπερτ Σμίρκ.
Εκκλήσεις και αιτήματα
Οι εκκλήσεις για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα χρονολογούνται αμέσως μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, το 1831, αλλά και στη Μεταπολίτευση, το 1975. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Κωνσταντίνος Τρυπάνης, είχε μάλιστα συστήσει επιτροπή για τη διατήρηση των μνημείων της Ακρόπολης, διεκδικώντας την επιστροφή των Γλυπτών.
Παρά ταύτα, το πρώτο επίσημο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης διατυπώθηκε το 1983 με την Μελίνα Μερκούρη στον θώκο του Πολιτισμού.
Η σημερινή υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, σε παλαιότερο άρθρο της, έχει απαριθμήσει έναν προς έναν τους βανδαλισμούς που έχουν υποστεί τα Γλυπτά, χαρακτηρίζοντας καταστροφική τη φύλαξή τους στο Βρετανικό Μουσείο και θέτοντας ερωτηματικά για την αξιοπιστία του μουσειακού οργανισμού – αποδομώντας ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου: ότι τα εκθέματα είναι ασφαλέστερα στο Λονδίνο.
Η Ιστορία θέλει τα παρθενώνια Γλυπτά να υποφέρουν από τον 19ο αιώνα, εκτεθειμένα καθώς ήταν στην ακραία ατμοσφαιρική ρύπανση της βρετανικής πρωτεύουσας. Τα είχαν άλλωστε τοποθετήσει σε αίθουσα στην οποία έκαιγαν κάρβουνο σε θερμάστρες, χωρίς καμινάδα, καταφεύγοντας εν συνεχεία (από το κακό στο χειρότερο) σε τρόπους καθαρισμού κάθε άλλο παρά ενδεδειγμένους για την επιφάνειά τους.
Μέχρι και συρμάτινες βούρτσες έχουν χρησιμοποιήσει (ο λόρδος Duveen, συγκεκριμένα, τη δεκαετία του 1930), μαζί με χημικά, για να απομακρύνουν την αρχαία πατίνα. Απομακρύνοντας μαζί και μάζες μαρμάρου, καταστρέφοντας με δυο λόγια την «επιδερμίδα» του. Τη διαπίστωση έκαναν έλληνες επιστήμονες, εκπρόσωποι του υπουργείου Πολιτισμού, που ταξίδεψαν το 1999 στη Βρετανία για να εξετάσουν τα Γλυπτά.

Ετερη καταστροφή, καταγεγραμμένη τη δεκαετία του 1960, θα μπορούσε να επιγράφεται με τον κωδικό «γλυκόλη πολυαιθυλενίου», καθώς έγινε χρήση αραιωμένου κεριού με τη συγκεκριμένη σύσταση προκειμένου να αφαιρεθούν ρύποι και επικαθίσεις. Το αποτέλεσμα κρίθηκε ολέθριο, αφού το υλικό «πήρε» μαζί του για πάντα και πολλά από τα ευαίσθητα χαρακτηριστικά των Γλυπτών.
Από το Βρετανικό Μουσείο δεν λείπουν και οι κακοήθειες, όπως χαραγματιές σε μορφές του αετώματος το 1966, αλλά και το 1970 – «επαναστατικές», άραγε, πράξεις ή εκφράσεις ασυνειδησίας;
Ας μη μιλήσουμε για τα ατυχήματα, όπως αυτό που προκάλεσαν δυο ανήλικοι που, αντί να τσακωθούν σε γειτονιά του Μπρίξτον, πήγαν και σπρώχθηκαν μπροστά από έναν Κένταυρο, με αποτέλεσμα ο ένας να πέσει πάνω στα Γλυπτά, προκαλώντας αποκόλληση του ποδιού του Κενταύρου – ζημιά που ουδέποτε αποκαταστάθηκε πλήρως.
Κένταυρος έπεσε ξανά θύμα, τυχαίου αυτή τη φορά περιστατικού, τη δεκαετία του 1980, όταν εργάτης που συντηρούσε μέρος της οροφής της Duveen Gallery έχασε την ισορροπία του παρασύροντας τμήμα της. Το κομμάτι έπεσε πάνω στο δυτικό αέτωμα, προκαλώντας στο γλυπτό ελαφρά ραγίσματα και εκδορές.
Μέχρι και σε αντικείμενο κλοπής, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, έχουν μετατραπεί τα Γλυπτά: το 1974 λωποδύτες επιχείρησαν να αφαιρέσουν τον μόλυβδο που είχε χρησιμοποιηθεί κατά την Αρχαιότητα για τη σύνδεση των λίθων.
Κοινή λογική
Τι παραπάνω πρέπει άραγε να συμβεί για να θορυβηθεί ο κόσμος του πολιτισμού για τα Γλυπτά του Παρθενώνα; Η Ειρήνη Σταματούδη, εξειδικευμένη στο Δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας, καθώς και στο Δίκαιο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σύμβουλος επί δεκαετίες του υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και μετέχουσα σε διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα, έχει αναδείξει σε κείμενά της μια ενδιαφέρουσα διάσταση της όλης υπόθεσης. Τη δυσκολία/βραδυπορία των Βρετανών στη λήψη σημαντικών αποφάσεων.
«Ο λίθος επί του οποίου γινόταν η ενθρόνιση των βασιλιάδων της Σκωτίας (Stone of Scone), και ο οποίος μετακινήθηκε στην Αγγλία ως λάφυρο πολέμου από τον Εδουάρδο Ι το 1296, επεστράφη στη Σκωτία, ύστερα από συνεχή αιτήματα, 700 χρόνια αργότερα, ήτοι το 1996. Και δεν ήταν παρά μία λίθος!», έχει γράψει σκωπτικά η νομικός, απορρίπτοντας τα σενάρια περί ανησυχιών, μήπως δηλαδή ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και για άλλες επιστροφές – έχουν διενεργηθεί και διενεργούνται επιστροφές αρχαιοτήτων, τόσο από μουσεία της Βρετανίας όσο και άλλων χωρών, επιμένει η κυρία Σταματούδη.
Ισως το πειστικότερο επιχείρημα να είναι αυτό της κοινής λογικής, όπως η ίδια το παρουσιάζει: «Είναι παντελώς παράλογο να υποστηρίξει κανείς ότι τα Μάρμαρα θα πρέπει να μένουν διαμελισμένα, σπασμένα και μοιρασμένα μεταξύ δύο κυρίως μουσείων, όταν μπορούν να εκτεθούν μαζί, ως ένα ενιαίο όλο, εντός του γεωγραφικού, ιστορικού, αρχαιολογικού, πολιτιστικού τους πλαισίου, εντός του φυσικού τους περιβάλλοντος (in context), σε απευθείας οπτική επαφή με τον ναό. Είναι σαν να ισχυρίζεται κανείς ότι η Μόνα Λίζα, σε περίπτωση που έσπαγε σε κομμάτια, θα εξυπηρετούσε διαφορετικές ανάγκες και σκοπούς αν τα μέλη της μοιράζονταν μεταξύ δύο ή περισσότερων μουσείων. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που δεν μπορεί να πείσει εύκολα, ακόμη και αν κανείς το εντάξει στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου μουσείου και του ρόλου που αυτό επιτελεί.
»Τα Μάρμαρα μπορούν να εξυπηρετήσουν τη βασική τους αποστολή και να παρέχουν στον επισκέπτη, αρχαιολόγο ή ερευνητή ολοκληρωμένη πληροφόρηση μόνον ενταγμένα στο περιβάλλον, φυσικό και ιστορικό, στο οποίο συνελήφθη η ιδέα της δημιουργίας του ναού και στη συνέχεια εκτελέστηκε. Μόνον εάν επανενωθούν με τα Γλυπτά, από τα οποία βίαια αποσπάστηκαν, θα μπορεί κανείς με βεβαιότητα να ισχυριστεί ότι τελικά διασώθηκαν τόσο προς όφελος του μνημείου, της πολιτιστικής ταυτότητας των Ελλήνων, όσο και προς όφελος ολόκληρης της ανθρωπότητας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
