Πώς μια κολοκύθα με πουά έγινε το πιο περιζήτητο γλυπτό
Πώς μια κολοκύθα με πουά έγινε το πιο περιζήτητο γλυπτό
Ολα ξεκίνησαν το 1994 στο ιαπωνικό νησί Ναοσίμα, στην Εσωτερική Θάλασσα Σέτο (Σέτοναϊκαϊ), ανάμεσα στα νησιά Χονσού, Σικόκου και Κιούσου: σε μια παλιά προβλήτα στο δυτικό λιμάνι τοποθετήθηκε μια τεράστια κίτρινη κολοκύθα, με μικρά και μεγάλα μαύρα πουά να τη στιγματίζουν κάθετα.
Ενα από τα μεγαλύτερα γλυπτά που είχε δημιουργήσει η Γιαγιόι Κουσάμα μέχρι τότε, η «Κολοκύθα», παρουσιάστηκε στην υπαίθρια έκθεση της Ναοσίμα «Out of Bounds», το 1994. Ηταν διαφορετικό από παλαιότερα έργα της, επειδή σχεδιάστηκε ως το πρώτο που θα εκτίθετο σε εξωτερικό χώρο. Περιτριγυρισμένη από το μπλε του ουρανού και της θάλασσας και το πράσινο των δέντρων, η «Κολοκύθα» υποδέχεται τους τουρίστες που καταφθάνουν μαγνητισμένοι από τα μουσεία και τις εγκαταστάσεις σύγχρονης τέχνης του ιαπωνικού νησιού.
Οι κολοκύθες με τα χαρακτηριστικά πουά της Γιαγιόι Κουσάμα είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου της Ναοσίμα, και όχι μόνο. Μπιχλιμπίδια με κολοκύθες αυθονούν στα καταστήματα δώρων, τα τοπικά λεωφορεία είναι καλυμμένα στα πλάγια με φωτογραφίες τους, ενώ σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας επισκέπτες απαθανατίζουν με iPhones άλλη μια κολοκύθα στη νότια ακτή του νησιού, με φόντο την ήσυχη θάλασσα, γράφει στην Washington Post η Κέλσι Εϊμπλς. Η ίδια στην αρχή αντιμετώπιζε τις κολοκύθες με απάθεια.
Τρία ταξίδια, τέσσερις τεράστιες κολοκύθες
Είχε πάρει ένα αεροπλάνο, ένα αυτοκίνητο, δύο τρένα και ένα πλοίο για να φτάσει στη Νοασίμα, όπου σίγουρα υπήρχαν πιο ενδιαφέροντα πράγματα από ένα γιγάντιο φρούτο που μπορεί κανείς να δει και στο Instagram, γράφει. Αλλά δεν είχε τελειώσει με τις κολοκύθες.
Μία εβδομάδα αργότερα, όταν επέστρεψε στη Νότια Κορέα, όπου ζούσε τότε, περιμένοντας έξω από το Μουσείο Μπόντε στο νησί Τζέτζου για να δει ένα από τα «Infinity Rooms» –τις καλειδοσκοπικές εγκαταστάσεις με τους καθρέφτες της Κουσάμα που δίνουν την ψευδαίσθηση του άπειρου χώρου–, αντίκρισε μια κολοκύθα να ορθώνεται πάνω από την ουρά. Αργότερα, όταν μπήκε στην Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας, στη Μελβούρνη, την υποδέχτηκε στην είσοδο μια τεράστια κολοκύθα με «πόδια αράχνης», που την έκαναν να μοιάζει σαν να χορεύει.
Και σχεδιάζοντας μια επίσκεψη στην πατρίδα της, το Μπάφαλο, η Εϊμπλς έμαθε ότι η «Κολοκύθα» της Κουσάμα, που συνήθως «ζει» στο Μουσείο και Κήπο Γλυπτικής Χίρσχορν (του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν) στην Ουάσινγκτον, θα έκανε επίσης ένα ταξίδι εκεί, για την έκθεση του Μουσείου Τέχνης AKG «One with Eternity: Yayoi Kusama» (2/10/2025 – 2/03/2026).
Ζούμε όλοι στον κολοκυθόκηπο της Κουσάμα, παρατηρεί η δημοσιογράφος τέχνης της Washington Post, επισημαίνοντας ότι οι δημιουργίες της γιαπωνέζας εικαστικού εξαπλώνονται παντού εδώ και χρόνια, χωρίς να διαφαίνεται καμία επιβράδυνση. Από το «Espace Louis Vuitton» στην Οσάκα μέχρι τη «Fondation Beyeler» κοντά στη Βασιλεία της Ελβετίας, δεν υπάρχει περίπτωση να μη συναντήσετε μια κολοκύθα (ή και δέκα…)
Μια κολοκυθα με αναρίθμητα «εξαδέλφια» παντού
Κάθε καλλιτέχνης έχει τα μοτίβα του: ο Μονέ τα νούφαρά του, η Ο’Κιφ τα λουλούδια της. Και τα ιδρύματα τέχνης είχαν ανέκαθεν τα δικά τους αγαπημένα έργα τέχνης, είτε πρόκειται για πίνακες με «πιτσιλιές» του Τζάκσον Πόλοκ είτε για κινούμενα γλυπτά (mobiles) του Αλεξάντερ Κάλντερ. Τώρα, όμως, φυτρώνουν παντού κολοκύθες, που λειτουργούν ως ορόσημα, βάζοντας στον χάρτη της τέχνης ένα απομακρυσμένο νησί, ένα μικρό μουσείο ή απλώς μια γκαλερί. Το Μουσείο Μπόντε της Νότιας Κορέας το αναγνωρίζει αυτό, γράφοντας για την αγαπημένη του κολοκύθα ότι «μπορεί να βρεθεί σε διάσημους πολιτιστικούς χώρους σε όλον τον κόσμο».
Ενα μουσείο που διαφημίζει ότι το έκθεμά του έχει «εξαδέλφια» αλλού, μπορεί να φαίνεται ασήμαντο στην εποχή της φρενίτιδας των Λαμπούμπου, αλλά αντιβαίνει τη λογική ότι η αξία ενός έργου τέχνης συνδέεται με τη σπανιότητά του, παρατηρεί στο άρθρο της στην Washington Post η Κέλσι Εϊμπλς.
Καθώς οι κολοκύθες πολλαπλασιάζονται –από γλυπτά μέχρι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και από φθηνά μπιχλιμπίδια μέχρι πολυτελείς τσάντες, όπως το συλλεκτικό πουγκί της Louis Vuitton–, η δύναμη που έλκει τους ανθρώπους προς αυτές φαίνεται ότι, με κάποιο τρόπο, ενισχύεται ολοένα και περισσότερο.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η εμβληματική κίτρινη «Κολοκύθα» της Κουσάμα στην παλιά προβλήτα της Ναοσίμα
Γεννημένη στην πόλη Ματσουμότο της Ιαπωνίας το 1929, η Γιαγιόι Κουσάμα άρχισε να παρουσιάζει δημόσια την τέχνη της ενώ ήταν ακόμα έφηβη. Το πρώτο έργο της με κολοκύθες ήταν ένας παραδοσιακός πίνακας σε στιλ Νιχόνγκα, τον οποίο εξέθεσε το 1946. Ακολούθησε ένα μακρύ διάλειμμα δεκαετιών, κατά το οποίο ανέπτυξε άλλα οπτικά μοτίβα, όπως τα χαρακτηριστικά πουά της και τα ψυχεδελικά δωμάτια με καθρέφτες, η δημοτικότητα των οποίων απογειώθηκε τη δεκαετία του 2010.
Με το έργο της, στο οποίο κάνει εκτεταμένη επανάληψη κουκκίδων, η Κουσάμα επιδιώκει αυτό που η ίδια αποκαλεί «αυτοεξάλειψη». Η ειρωνεία, όμως, είναι ότι αυτή καθαυτή διαδικασία έχει τροφοδοτήσει την πανταχού παρουσία της στα μουσεία τέχνης, καθώς τα εντυπωσιακά –και απίστευτα φωτογενή– σχέδια και μοτίβα της έχουν γίνει διάσημα για την αύξηση της επισκεψιμότητας.
Γοητευμένη από αυτό που αποκαλεί «γενναιόδωρη ανεπιτήδευτη απλότητά» τους, η Κουσάμα έχει επιστρέψει επανειλημμένα στο μοτίβο της κολοκύθας, καθιστώντας άμεσα αναγνωρίσιμες τις παράξενες πουαντιγέ απεικονίσεις της κολοκύθας. Στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1993, οπότε επανεμφανίστηκε στον διεθνή κόσμο της τέχνης μετά από μια κρίση ψυχικής υγείας τη δεκαετία του 1970, η Κουσάμα αγκάλιασε ολοκληρωτικά την κολοκύθα, παρουσιάζοντας το «Mirror Room (Pumpkin)», ένα έργο με άπειρες κολοκύθες σε αντανακλάσεις, μοίραζε μάλιστα μικρές κολοκύθες στους επισκέπτες.
Στην ουσία, ο δρόμος για την πληθώρα που θα ακολουθούσε άνοιξε το 1994, όταν εγκαταστάθηκε στη Ναοσίμα το πρώτο υπαίθριο γλυπτό κίτρινης κολοκύθας. Είναι αμέτρητες, οι περισσότερες, δε, έχουν το ίδιο όνομα. Στην κίτρινη της Ναοσίμα προστέθηκε το 2006 άλλη μια κόκκινη, κοντά της. Εκείνη του Μουσείου Μπόντε αποκτήθηκε το 2013 και του Χίρσχορν το 2016.
Η ψηλότερη χάλκινη κολοκύθα της Κουσάμα μέχρι σήμερα, με ύψος σχεδόν έξι μέτρα, αποκαλύφθηκε πέρυσι στους Κήπους του Κένσινγκτον, στο Λονδίνο. Αλλες πρόσφατες παραλλαγές περιλαμβάνουν το άγαλμα της κολοκύθας με τα πέντε κεφάλια στο SFMOMA, «Aspiring to Pumpkin’s Love, the Love in My Heart» (2023), και την εκρηκτική «Dancing Pumpkin» (2020) στην Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας, με πόδια σαν αράχνης.
Στο μεταξύ, το Μουσείο Τέχνης του Ντάλας παρουσιάζει αυτές τις μέρες την εγκατάσταση «All the Eternal Love I Have for the Pumpkins», με καθρέφτες και κολοκύθες που τείνουν στο άπειρο.
«Παρηγορητικά» εκθέματα που δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις σύγχρονης τέχνης
Η 96χρονη εικαστικός, που από το 1977 διαμένει σε ψυχιατρικό ίδρυμα, εργάζεται καθημερινά με μια ομάδα βοηθών στο ατελιέ της στην άλλη πλευρά του δρόμου, σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών Phillips. Πήγαινε στο δημοτικό σχολείο όταν είδε για πρώτη φορά κολοκύθες, επισκεπτόμενη με τον παππού της ένα φυτώριο. Τις έχει αποκαλέσει «μεγάλη παρηγοριά για μένα, από την παιδική μου ηλικία».
Σε χώρους τέχνης, δε, που συχνά περιέχουν δυσνόητα εννοιολογικά έργα και κείμενα γεμάτα με καλλιτεχνική ορολογία, πολλοί επισκέπτες νιώθουν την ίδια αίσθηση άνεσης βλέποντας αναπαραστάσεις της κολοκύθας.
«Μεγάλο μέρος της σύγχρονης τέχνης απαιτεί κάποια προηγούμενη γνώση ή γνώση της ιστορίας της τέχνης», δήλωσε στην Washington Post η Μαίρη Ιτελσον, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και ιδρύτρια του Art Business Lab. «Αλλά τις κολοκύθες είναι πραγματικά εύκολο να τις κατανοήσει κανείς», πρόσθεσε.
Καθώς, όμως, τα μουσεία αντιμετωπίζουν όλο και πιο συχνά δυσκολίες χρηματοδότησης, η προσέλκυση ενός ευρέος κοινού είναι ζωτικής σημασίας. Και η Γιαγιόι Κουσάμα έχει γίνει φυσική επιλογή, καθώς το έργο ενέχει έναν παράγοντα εντυπωσιασμού και θεωρείται ως επί το πλείστον απολιτικό. Η έκθεσή της αυτό το καλοκαίρι στην Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώρια ήταν η πιο δημοφιλής στην ιστορία του ιδρύματος και η έκθεση με τους περισσότερους επισκέπτες που έγινε ποτέ στην Αυστραλία. Κάτι ανάλογο συνέβη και στο Χίρσχορν το 2017, όταν μια blockbuster έκθεση της Κουσάμα έσπασε το ρεκόρ προσέλευσης στο μουσείο, το οποίο είδε, επιπλέον, τα μέλη του να αυξάνονται κατά 6.566%.
Οι «Κολοκύθες», εξάλλου, αποτελούν σημαντική επένδυση. Η Κουσάμα είναι η καλλιτέχνις με τις περισσότερες πωλήσεις παγκοσμίως για δύο συνεχόμενα χρόνια, και από τα 25 πιο ακριβά έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν μετά το 2000 και πουλήθηκαν πέρυσι, τρία ήταν γλυπτά κολοκύθας. Ενα από αυτά, μάλιστα, πουλήθηκε στον οίκο Christie’s για 5,6 εκατ. δολάρια.
Κοιτάζοντας τις κολοκύθες της γιαπωνέζας εικαστικού είναι εύκολο να ανησυχήσει κανείς ότι τα μουσεία γίνονται ολοένα και πιο ομοιογενή, σαν αλυσίδες εστιατορίων με το ίδιο είδος στο μενού, παρατηρεί η Εϊμπλς στην Washington Post. Αλλά η επιτυχία της Κουσάμα έρχεται μετά από δεκαετίες αποτυχιών, σε συνδυασμό με προβλήματα ψυχικής υγείας που την έβγαλαν από την καλλιτεχνική σκηνή και χρόνια που πέρασε στη σκιά συγχρόνων της ανδρών στη Νέα Υόρκη. Το τελευταίο, ειδικά, καθιστά την τωρινή κυριαρχία της ακόμη πιο συναρπαστική, σύμφωνα με την Γκλόρια Σάτον, ιστορικό σύγχρονης τέχνης, η οποία επικεντρώνεται στην τέχνη, στην τεχνολογία και στον φεμινισμό, στο Πανεπιστήμιο Νόρθιστερν της Βοστώνης.
Στον αντίποδα του Γουόρχολ
Κατά κάποιο τρόπο, η εμπορική της δεινότητα είναι ο απόλυτος δείκτης επιτυχίας για μια εικαστικό που ανταγωνίστηκε τον Γουόρχολ στην εποχή του και ασχολείται βαθιά με την ποπ αρτ. «Είναι από τους λίγους καλλιτέχνες που έχουν να επιδείξουν τεράστιο έργο και ταυτόχρονα είναι δημοφιλής και βρίσκεται στις συλλογές του 1%», δήλωσε η Σάτον.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Mirror Room (Pumpkin)» με καθρέφτες και άπειρες κολοκύθες
Παρά την επιφανειακή ευκολία της, δε, η τέχνη της Κουσάμα προκαλεί επίσης βαθύτερα ερωτήματα και πιο σκοτεινές ανησυχίες. Για τη Σάτον οι κολοκύθες δεν μπορούν να διαχωριστούν από την ευρύτερη πρακτική της με τις κουκκίδες, η οποία έχει τις ρίζες της σε παιδικές παραισθήσεις και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολιτικά happening.
Οπως το έθεσε η αμερικανίδα καθηγήτρια, «είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η κουκκίδα στην κολοκύθα που βλέπετε τώρα συνδέεται με εκείνη την κουκκίδα που ήταν επίσης ζωγραφισμένη με το χέρι σε γυμνά σώματα [ανθρώπων] που διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ».
Και ενώ έχει μεγάλη απήχηση τώρα, το έργο της γεννήθηκε στο περιθώριο, δήλωσε στην Washington Post η Μιντόρι Γιαμαμούρα, καθηγήτρια στο CUNY της Νέας Υόρκης, συγγραφέας του «Yayoi Kusama: Inventing the Singular» και ειδικός στην τέχνη της Κουσάμα.
«Δεν δημιουργεί αυτά τα έργα τέχνης επειδή είναι πολύ χαρούμενη, αλλά μάλλον επειδή προέρχεται από τον περιθωριοποιημένο κόσμο και κοιτάζει το mainstream», δήλωσε η Γιαμαμούρα, σημειώνοντας πόσο δύσχρηστες και βαριές μπορεί να είναι οι κολοκύθες. Λειτουργεί ως ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας, είπε, «αντιπροσωπεύοντας στην πραγματικότητα την αδυναμία της Κουσάμα να συμμορφωθεί με τα κοινωνικά πρότυπα».
Και σε αυτή την αδυναμία υπάρχει κάτι αξιαγάπητο, ακόμη και οικείο. Οταν η κολοκύθα της Κουσάμα τοποθετήθηκε στη Ναοσίμα, οι νησιώτες σύντομα άρχισαν να δημιουργούν τις δικές τους εκδοχές και να τις τοποθετούν στις πύλες τους, θυμήθηκε η Γιαμαμούρα: «Είναι άνθρωποι που δεν είχαν δει πραγματικά ποτέ πριν έργα σύγχρονης τέχνης, και τους άρεσε τόσο πολύ, ώστε έγινε η ταυτότητά τους. Είναι ένα θέμα πολύ προσιτό για ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα», υπογράμμισε η Γιαμαμούρα.
Τόσο προσιτό που θέλεις να τα αγκαλιάσεις και να τα χαϊδέψεις, θα προσθέσουμε…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
