1302
|

5 ερωτήσεις για τον Γιάννη Καλαβριανό

Ιωάννα Μπλάτσου Ιωάννα Μπλάτσου 26 Σεπτεμβρίου 2014, 00:16

5 ερωτήσεις για τον Γιάννη Καλαβριανό

Ιωάννα Μπλάτσου Ιωάννα Μπλάτσου 26 Σεπτεμβρίου 2014, 00:16

Ο ιδρυτής της Εταιρείας Θεάτρου Sforaris επιστρέφει με μία νέα σκηνική εκδοχή της ερωτικής ιστορίας του «Αβελάρδου και Ελοΐζας», αυτή τη φορά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Τους ρόλους ερμηνεύουν οι Γιώργος Γλάστρας, Ελένη Κοκκίδου, Χριστίνα Μαξούρη.

Γράφτηκαν κάποιες έντονα αρνητικές κριτικές για τον «Αβελάρδο και Ελοΐζα». Θεωρείς πως κάποιες σκηνοθετικές επιλογές δεν λειτούργησαν στην πρώτη εκδοχή της παράστασης στο Φεστιβάλ Αθηνών;

Η πρώτη εκδοχή στο Φεστιβάλ Αθηνών ήταν μια απολύτως οργανωμένη απόπειρα δημιουργίας μιας παράστασης μεγάλης στην όψη, στημένη για τη μεγαλύτερη σκηνή της Πειραιώς 260, αλλά πολύ κοντινής στο αυτί. Οι τρεις ηθοποιοί δεν κλήθηκαν να γεμίσουν την αχανή σκηνή των 900 τετραγωνικών μέτρων, αλλά αντίθετα να υπογραμμίσουν με την ερημιά της παρουσίας τους, τη μοναξιά του ερωτευμένου «σε έναν κόσμο γεμάτο χάος, σκοτάδι και θόρυβο». Σε αυτή την προσπάθεια δημιουργίας μιας ήσυχης θα λέγαμε τραγωδίας βασικό ρόλο έπαιζε η παρουσία 13μελούς χορού, που θα λειτουργούσε αντιστικτικά, αναπαριστώντας όλα τα εμπόδια που έστησε η απολύτως συντηρητική θεοκρατική κοινωνία της εποχής στους δύο εραστές. Για τη δημιουργία αυτού του χορού επέλεξα απολύτως συνειδητά 13 ερασιτέχνες, τραπεζικούς υπαλλήλους, οι οποίοι εργάστηκαν ακριβώς με τους ίδιους όρους όπως οι επαγγελματίες. Για να καταφέρει, λοιπόν, αυτή η ήσυχη παράσταση, που βασιζόταν σε μεγάλο μέρος της στην αφήγηση, να επικοινωνήσει με τους θεατές της, απαιτούσε την απρόσκοπτη κατανόηση του λόγου που θα αρθρωνόταν επί σκηνής, απαίτηση που δυστυχώς δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε.

Για τη σκηνική εγκατάσταση της παράστασης, χρησιμοποιήσαμε γυμνό το κέλυφος της αίθουσας, χωρίς να χρησιμοποιούμε τα συνηθισμένα μαύρα πανιά στους τρεις τοίχους και στον χώρο πίσω από την κερκίδα των θεατών, που μονώνουν σε μεγάλο βαθμό τον χώρο και εμποδίζουν την αντήχηση. Από τις γενικές πρόβες, παρουσιάστηκε ένα μεγάλο ηχητικό πρόβλημα, το οποίο εντοπιζόταν για άγνωστους -οφειλόμενους στην ακουστική- λόγους, κυρίως στις 8 πρώτες σειρές θεατών και ελαττωνόταν ανεβαίνοντας προς τα πάνω, για να εξαφανιστεί τελείως στην τελευταία σειρά όπου βρίσκονταν οι κονσόλες και παρακολουθούσαν οι υπόλοιποι συντελεστές. Θεωρώντας πως είχαμε λύσει τα προβλήματα, με τις κατάλληλες ρυθμίσεις των μικροφώνων και των δεκτών τους, προχωρήσαμε στην προγραμματισμένη πρεμιέρα της παράστασης. Όταν λοιπόν ξεκίνησε η παράσταση και εμείς στην τελευταία σειρά ακούγαμε εξαιρετικά, αντιληφθήκαμε μια έντονη κινητικότητα στις κάτω σειρές θεατών, οι οποίοι προφανώς είχαν πολύ κακό ήχο και αντιδρούσαν. Ο ίδιος κακός ήχος έφτανε και στους ηθοποιούς, προκαλώντας αναγκαστικές αλλαγές και δημιουργώντας αναστάτωση σε μια πολύ συγκεκριμένη και οργανωμένη από μεριάς τους υποκριτική. Όλοι υπέστημεν μια ψυχρολουσία. Τα προβλήματα δυστυχώς δεν λύθηκαν ούτε στη δεύτερη παράσταση, αφήνοντάς μας ένα μεγάλο αίσθημα ανικανοποίητου, εξαιτίας της ελαττωματικής πρόσληψης μιας αφοσιωμένης δουλειάς δύο τουλάχιστον χρόνων από τη έναρξη της συγγραφής του κειμένου της. Αναμενόμενα λοιπόν τα σχόλια από όσους δεν καταλάβαιναν καν το ύφος ή την ατμόσφαιρά της. Αυτό που με αφορά είναι εάν οι ιστορίες, που επιλέγω να καταπιαστώ, καταφέρνουν να συγκινήσουν τους θεατές, με την ένταση που συγκίνησαν εμένα όταν τις πρωτοσυνάντησα. Και στην εκδοχή του Φεστιβάλ εισέπραξα μια απορία σχετικά με την επιλογή της συγκεκριμένης. Κάτι λοιπόν συμβαίνει, όταν εμείς συγκλονιζόμαστε και κάποιοι μένουν αμέτοχοι. Κάτι δεν έχουμε καταφέρει να τους μεταδώσουμε. Αυτή τη διαφορά προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε και να αποκαταστήσουμε στην ξαναδουλεμένη από την αρχή νέα εκδοχή για την Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Αυτή ήταν η αφετηρία του προβληματισμού μου και όχι οι κρίσεις, οι αφορισμοί και οι υποδείξεις που τελευταία παρατηρώ να γίνονται δυστυχώς συχνότερα για παραστάσεις. Το συνολικό αποτύπωμα, που αφήνει κάθε έντεχνη απόπειρα, αποτελείται από το άθροισμα όλων των επιμέρους παραγόντων μιας καλλιτεχνικής διεργασίας. Από τη σύλληψη μιας ιδέας στο μυαλό των δημιουργών της, τον τρόπο χειρισμού και απόδοσής της, τον ενδιάμεσο χώρο και τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται, μέχρι τους τελικούς αποδέκτες, την αντιληπτική τους ικανότητα ή τις προσδοκίες τους.

Τι έχει να πει μια αδιέξοδη ερωτική ιστορία του 12ου αιώνα στο κορεσμένο σεξουαλικά κοινό του 21ου αιώνα;

Μια ερωτική ιστορία, με καλό τέλος, ήταν αυτή του μπαμπά μου και της μαμάς μου. Που μάλλον δεν θα καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία. Οι ερωτικές ιστορίες που απασχολούν την Τέχνη είναι οι αδιέξοδες, εκείνες που οι εραστές συνάντησαν ανυπέρβλητα εμπόδια και τσακίστηκαν πάνω τους. Ο Πρίγκιπα Μπέρτιλ και η Πριγκίπισσα Λίλιαν της Σουηδίας, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, ο Λάνσελοτ και η Γκουίνεβιρ, ο Εδουάρδος και η Γουόλις Σίμπσον, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη είναι μερικά από τα πάμπολλα τέτοια παραδείγματα. Με τον Αβελάρδο και την Ελοΐζα έχουν ασχοληθεί, εδώ και 900 χρόνια, ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι, χορογράφοι και κινηματογραφιστές. Η Μάρθα Γκράχαμ χορογράφησε μπαλέτο με τίτλο «From Heloise to Abelard», ο Μαρκ Τουαίην έγραψε μια σατιρική εκδοχή της ιστορίας τους, ο Ντάριο Φο το διήγημα «Ελοΐζα», που περιέχεται στο βιβλίο του «Ο έρωτας και η ειρωνεία», ο Χένρι Μίλλερ χρησιμοποίησε την εισαγωγή της Ιστορίας των συμφορών μου, του Αβελάρδου, στον «Τροπικό του Καρκίνου», η ταινία «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», πήρε τον τίτλο της από το ποίημα «Eloisa to Abelard» του Alexander Pope και ο Τζων Κιούζακ παίζει με μαριονέτες την ιστορία του ζευγαριού στην ταινία «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς». Φαντάζομαι ότι το ελληνικό κοινό δεν ζει σε μια δικής του επινόησης πραγματικότητα και συνεχίζει να συγκινείται από τον έρωτα, με τον οποίο ασχολείται το μισό παγκόσμιο θέατρο. Ο βασικός στόχος όλων, ακόμη και να δεν το παραδεχόμαστε ή το συνειδητοποιούμε, είναι η αναζήτηση μια αγάπης. Η δε απουσία της, ειδικά στις επαφές των σεξουαλικά υπερδραστήριων, ίσως αποτελεί και τη βασική αιτία μιας αδιόρατης ή εμφανέστερης θλίψης.

Η τέχνη γενικότερα και του θεάτρου ειδικότερα είναι χόμπι, επάγγελμα, λειτούργημα;

Η Τέχνη είναι, μαζί με την Επιστήμη, τα μεγαλύτερα δημιουργήματα της ανθρώπινης διάνοιας. Οι τρόποι αντιμετώπισής τους είναι όσοι και οι άνθρωποι. Για εμένα είναι το επάγγελμα μέσω του οποίου επέλεξα να βιοπορίζομαι και ο χώρος που πολύ συνειδητά αποφάσισα να αφιερώνω το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και της σκέψης μου. Γι’ αυτό και θλίβομαι με όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επωφεληθούν των ευεργετημάτων της ή ακόμη χειρότερα την αντιμετωπίζουν ως περιττή.
 
Αρκετοί παραγωγοί, πάντως, αντιμετωπίζουν τους καλλιτέχνες ως χομπίστες και πολύ συχνά ή δεν καταβάλλουν τα δεδουλευμένα ή καθυστερούν πολύ να τα αποδώσουν. Εσύ έχεις βρεθεί σε ανάλογη θέση;

Ο κάθε επαγγελματίας επιλέγει τους ανθρώπους με τους οποίους θέλει και αντέχει να συνεργαστεί, από το δημιουργικό μέρος μέχρι εκείνο της παραγωγής και της τελικής προώθησης. Η επιλογή αυτή υπόκειται στα αισθητικά, καλλιτεχνικά και λοιπά κριτήριά του και βεβαίως τις ανάγκες του. Η ελληνική θεατρική αγορά είναι πεπερασμένη, γεγονός που επιτρέπει να έχουμε μια σχετικά καλή εικόνα του τρόπου που κινείται ο καθένας. Δημιουργήσαμε την Εταιρεία Θεάτρου Sforaris για να λειτουργούμε με σχετική ασφάλεια και να μην διακινδυνεύουμε από τους καρχαρίες που ενδημούν στις ελληνικές θεατρικές θάλασσες. Οι μόνοι που μας δάγκωσαν ήταν οι -νυχτερινών τακτικών- ιδιοκτήτες του Club 22 και οι διοργανωτές μιας παράστασης στο Ηράκλειο Κρήτης.

Πώς νιώθεις κάθε φορά που δημοσιογράφοι σε αποκαλούν «ελπιδοφόρο νέο καλλιτέχνη» στα 40 σου;

Όλοι εμείς οι ελπιδοφόροι νέοι ευχαριστούμε τους δημοσιογράφους εκείνους που μπορούν και εξουδετερώνουν τη Βιολογία και τη Φύση, παρατείνουν έστω και τεχνητά τη νεότητά μας και χαίρονται με τα βήματά μας που τα αντιμετωπίζουν εσαεί ως πρωτόλεια. Ευτυχώς, εμφανίστηκε ο Δημήτρης Καραντζάς που του απέδωσαν τον τίτλο του ακόμη πιο νέου και επωμίστηκε πλέον το βάρος της νεότητας για όλους μας. Για να κλείσουμε σοβαρά, είναι πολύ βοηθητική η στήριξη, τα τελευταία χρόνια, από τον Τύπο νεότερων δημιουργών, που ευτυχώς αναλαμβάνουν την ευθύνη μεγαλύτερων καλλιτεχνικών παραγωγών ή διοικητικών θέσεων. Η βιολογική ηλικία αποτελεί ένα και μόνο χαρακτηριστικό του καθενός μας και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λειτουργεί συνεχώς ως πρόκριμα, γιατί την ίδια στιγμή μπορεί να λειτουργήσει και ως λόγος απόρριψης για τους υπόλοιπους. Ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Αλλά και τελείως απαραίτητος όταν προσπαθείς να συλλάβεις το έργο κάποιου ώστε να το παρουσιάσεις συνολικά και αντικειμενικότερα. Και αν δεν τον έχουμε για να τον διαθέσουμε, θα καταφεύγουμε πάντα σε ταμπέλες.

*«Αβελάρδος και Ελοΐζα»: ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Στάση Μετρό-Τραμ Συγγρού-ΦΙΞ, τηλ. 210 9212900): Τετ-Σαβ 21:.15, Κυρ 19:00. Τιμές εισιτηρίων: €8 – €12. Πρεμιέρα: 8 Οκτωβρίου. Έως: 28 Δεκεμβρίου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News