1214
|

Νέα από τη Σίφνο

Avatar Νίκη Κόλλια 24 Ιουλίου 2013, 00:34

Νέα από τη Σίφνο

Avatar Νίκη Κόλλια 24 Ιουλίου 2013, 00:34

Ο κουρέας εξαφανίσθηκε. Δεκαπέντε και σήμερα ολόκληρες ημέρες. Έκλεισε το κουρείο, πήρε την τσάντα με τα σύνεργα της πρώτης βοήθειας -ψαλίδια, πούδρα, ξυράφια και τη γαλάζια μπέρτα- το κλουβί με το πουλί και έκτοτε σωστός άφαντος. Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Το κορίτσι στο απέναντι πρακτορείο έχει πολύ ανησυχήσει με τη μυστήρια εξαφάνιση, «λες να την έκανε για τις Μαλδίβες;» ρώτησε όλο νόημα η Ζαχαρούλα η χασάπισσα, «θα ξανάρθει, μια μέρα θα ξανάρθει» απεφάνθη τραγουδιστά δυο σπίτια παρακάτω ο ζαχαροπλάστης, κοσκινίζοντας ζάχαρη άχνη στα αμυγδαλωτά του.
Σίφνος.
Στο πάνω χωριό (αν και εδώ και χρόνια τα τρία χωριά παρά τα διαφορετικά τους ονόματα, ζουν ενωμένα) οι προετοιμασίες για τις γιορτές του Αυγούστου έχουν ξεκινήσει. Οι μάντρες ασπρίστηκαν, τα πορτοπαράθυρα ξαναβάφτηκαν στα μπλε και θαλασσιά τους, πατώματα γυαλίστηκαν, στρώματα αερίστηκαν και οι κεντημένες με βελονάκι κουρτίνες ξανακρεμάστηκαν σε πόρτες, παράθυρα και φεγγίτες. Βγήκαν και οι νοικοκυρές στα δρομάκια και τα πέρασαν ξανά με ασβέστη, να μοσχοβολήσει ο τόπος, να φρεσκαριστούν τα σοκάκια, να αστράψει το χωριό και αυτό το καλοκαίρι. Ανάμεσα στις πέτρες του παλιού τείχους το θυμάρι, η ρίγανη και τα καπαρόφυλλα γέμισαν και ευωδιάζουν. Κάποια απογεύματα μας αρέσει πολύ να παίζουμε ζιγκ-ζαγκ κυνηγητό σε τούτον τον σχεδόν αρχαίο πλίνθινο λαβύρινθο. Ανεβοκατεβαίνουμε τρέχοντας, πηδάμε και σκαρφαλώνουμε σε ανοίγματα, μπας και δούμε να ξεπροβάλλει κάνα παλιό αρχοντικό μαζί με τη φαντασία μας πίσω από τις πέτρες, ώσπου φθάνουμε μούσκεμα στο πέρα μικρό νεκροταφείο του Αγίου Πέτρου. Σχεδόν μιας οικογένειας το κοιμητήριο αυτό, κοντά τριών αιώνων, ανθρώπων με σπουδαία καλλιέργεια που πρόσφεραν στο νησί και βοήθησαν πολλές οικογένειες, δίνοντας και το σπίτι τους ακόμη για σχολείο.

Στο κέντρο του χωριού ο κυρ Λευτέρης, ο παλιός λαουτιέρης, με το υπέροχο καφενείο (ίδιο λαογραφικό μουσείο) μπερδεύει στο μέτρημα τα χρόνια της ζωής και της δουλειάς του, αλλά είναι βέβαιος, εκατό τοις εκατό σου λέει, πως μόνο η Λαγκάρντ θα μας σώσει. Όχι οι Γερμανοί, μονάχα η Γαλλίδα, σίγουρα πράγματα και ας μην τον καταλαβαίνεις. Και μπροστά στον τεράστιο πίνακα με την αρπαγή των Σαβίνων που διαθέτει δίπλα στο νεροχύτη (καλύτερη η θέση του και απ’ το Λούβρο), σου εξηγεί το νόημα της γυναικείας φινέτσας και άμα έχει και όρεξη σε κερνά και καμιά πορτοκαλάδα.

Εδώ πέρα θα μπορούσες στα πολύ σοβαρά να μην κάνεις καμία δουλειά όλο το χρόνο, διότι κάθε μέρα γιορτάζει και ένας άγιος, πολλοί και με δικό τους πανηγύρι, έτσι που να μην μένει ημέρα χωρίς να ανοίξει και μια εκκλησία ή ξωκλήσι για τη μνήμη του. Ανάμεσα σε παλιές ξερολιθιές, σπίτια, χωράφια, στάβλους και παλιούς περιστερώνες, μέσα στους μικρούς αγρούς με τις κατακόκκινες ντομάτες και τα αγγουράκια, δίπλα σε στάχυα και βράχια στη θάλασσα, εκκλησίες και μικρά ξωκλήσια σα δωματιάκια εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά σου, έτοιμα για μεγάλη γιορτή. Οι άνθρωποι των χωριών του νησιού έχουν αναλάβει εκ περιτροπής το ασβέστωμα, το καθάρισμα και το ξάκρισμα των αγριόχορτων, φέρνουν λάδι, ζωγραφίζουν τα πεζούλια με ψάρια, πουλιά και λουλούδια και φτιάχνουν σχήματα με τον ασβέστη πάνω στις πέτρες και τους τοίχους τους. Σε κάποιες από τις εκκλησίες οι μορφές των αγίων, ζωγραφισμένες πάνω σε βράχους, ξύλα ή ύφασμα, μες τα μελαγχολικά χρώματα και τα ξύλινα τέμπλα γίνονται οικείες, γλυκαίνουν στο ημίφως, σαν πρόγονοι που συμπονούν και συντρέχουν τους ανθρώπους τους.

Ο κόσμος έχει λιγοστέψει από πέρσι. Κάθε μέρα, από το πρωί ως το βράδυ, ψάχνω για τα νέα πρόσωπα. Κάτω στο λιμάνι κάτι έλληνες τουρίστες βγάζουν τα i-phone και φωτογραφίζονται μπροστά στα ξένα κότερα. Τι αναζητεί ο κόσμος στις διακοπές, τι τον ευχαριστεί μπροστά σε τούτες τις βάρκες που δεν καταλαβαίνω, αναρωτιέμαι και συνεχίζω το περπάτημα. Από το παράθυρό μου βλέπω όλο κήπους με παλιές πεζούλες, στάχια, που το πρωί γυρνούν στον ήλιο και το απόγευμα στητά θροΐζουν στον αέρα, μέχρι τη θάλασσα. Ξυπνώ πολύ νωρίς, σχεδόν χάραμα και ξεκινώ το διάβασμα, έχω πολύ και είμαι κάπως πιεσμένη, αλλά τι να κάνουμε. Δίπλα μου την ίδια ώρα πάντα, η ίδια κοπέλα ξεκινά και εκείνη τη δουλειά της. Βγάζει τις καρέκλες του καφέ, τις καθαρίζει μια-μια και ύστερα σκουπίζει και σφουγγαρίζει όλο το μαγαζί, στρώνει τα τραπέζια, φουρνίζει κρουασάν και πίτσες, καμιά φορά παίρνει και τις πρώτες παραγγελίες. Και ύστερα, όταν θα ξυπνήσουν οι πελάτες, θα ανέβει για να στρώσει τα κρεβάτια, να πλύνει τα μπάνια και να ξεσκονίσει και τα δέκα ενοικιαζόμενα. Όλη τη μέρα, κάθε μέρα, στο ίδιο πόστο της.

Στο οικογενειακό Λιμανάκι του Φάρου ο Πέτρος βοηθά τη γιαγιά και τον πατέρα του από το μεσημέρι ως αργά το βράδυ. Παίρνει παραγγελίες, στρώνει τραπέζια, σερβίρει, δείχνει τα ψάρια που πιάνουν με τη βάρκα τους, φέρνει λογαριασμούς. Είναι πανέμορφος και σοβαρός και καθώς σε κοιτάει ευθεία στα μάτια για να δει αν έμεινες ικανοποιημένος, το βλέμμα του ανοίγει σχεδόν τεράστιο και σε χορταίνει. Πάει στο γυμνάσιο και όταν τελειώσει το σχολείο, ελπίζει να περάσει σε μια σχολή και ας ξέρει πως όλα έχουν γίνει πολύ δύσκολα.

Στο μικρό ψαροχώρι στο άλλο άκρο του νησιού η Άννα ζωγραφίζει μικρές πήλινες κούπες. Τις στολίζει κάθε μια με άλλα σχέδια και χρώματα για να τις προσφέρει αποχαιρετώντας τους νοικάρηδές της. Μαζί με μια σακούλα παστέλια για να είναι γλυκός ο χειμώνας. Πέντε οικογένειες όλες και όλες μετά τον Οκτώβρη σε τούτο το χωριό, κινητά που πιάνουν με δυσκολία, ψάρια που ψαρεύονται στη στιγμή, ρίχνονται στις σχάρες και τα τηγάνια, γίνονται πρώτοι μεζέδες και φαγητά μαζί με αμπελοφάσουλα, φρέσκια μυζήθρα ανακατεμένη από πρόβατα και γίδια, ρεβίθια σε πήλινο και πατάτες τηγανιτές σε γκάζι.

Στην πίσω μεριά του κάστρου, στο ψηλότερο σημείο του δίπλα στα απομεινάρια του παλιού τείχους, βρίσκεται το σπίτι των θαλασσινών μου ονείρων. Παλιό, ανεμοδαρμένο, ευθεία μες τον ορίζοντα και τη θάλασσα, μένει κλειστό και φοβερό, ένα σπίτι που δεν επικοινωνεί με κανέναν και τίποτε γύρω του, σα να φτιάχνει τη δική του μυστική πολιτεία. Μια στις τόσες μια γριά, μικροσκοπική και κάπως ξεχασμένη, ξεπροβάλλει από το τείχος μέσα σε μια μπλε ρόμπα με κίτρινα φεγγάρια και αστέρια. Πλησιάζει τους τοίχους του σπιτιού και μαζεύει στις χούφτες ρίγανη, θυμάρι και κάπαρη. Ύστερα σηκώνει τη ρόμπα της για να κρύψει τους θησαυρούς της στις τσέπες των μέσα ρούχων της. Αν και κανά δυο φορές την πήρα από πίσω, στο τέλος πάντα εξαφανίζεται. Ο ποιητής του νησιού έγραφε σε ένα σπίτι σχεδόν μέσα στη θάλασσα, μα αν έβλεπε τη γριά κάτω από τις αιώνιες καμάρες του σπιτιού να κρύβει κάπαρη στη μέσα ποδιά και τις τσέπες της, σίγουρα θα έφτιαχνε για χάρη της ένα φανταστικό διήγημα.

Χθες ακολουθήσαμε το μονοπάτι από τους λόφους της Χρυσοπηγής ως πίσω τον Φάρο. Καθαρισμένα, ανακαινισμένα και ασπρισμένα, ανάμεσα σε θάμνους, βότανα και αγκάθια, φωτισμένα τις νύχτες, τα μονοπάτια αυτά σου αποκαλύπτουν γωνίες αθέατες της θάλασσας και του νησιού καταλήγοντας πάντα σε μια μεγάλη βουτιά σε όρμους και παραλίες, δίπλα σε ψάρια, βάρκες και κρυμμένους αχινούς.

Από τη δική μου άκρη του κόσμου, την εκκλησία της φωτογραφίας αφιερωμένη σε επτά παιδιά που κλείστηκαν σε μια σπηλιά στην Έφεσο και οι πιστοί τα τιμούν ως τους επτά μάρτυρες, σας χαιρετώ. Η εκκλησία αυτή, αλώβητη, μονάχη και σιωπηλή πάνω στο βράχο της (ακόμη και όταν γίνονται γάμοι πάνω της και οι κυρίες κατεβαίνουν με τα δεκαπεντάποντα ετοιμόρροπες και αστείες), ανάμεσα στα νερά και τον ορίζοντα, καμιά φορά μοιάζει με νησί ή πλοίο, που έχει ξεκολλήσει από τον κόσμο και τα προβλήματά του και πλέει ευθεία σε μια άλλη δροσερή πραγματικότητα. Καλή ξεκούραση σε όλους και να ευτυχείτε!

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News