759
| CreativeProtagon

Τα λαμπάκια

Δημήτρης Ευθυμάκης Δημήτρης Ευθυμάκης 24 Δεκεμβρίου 2022, 20:15
|CreativeProtagon

Τα λαμπάκια

Δημήτρης Ευθυμάκης Δημήτρης Ευθυμάκης 24 Δεκεμβρίου 2022, 20:15

Το παμπάλαιο λεωφορείο του ΚΤΕΛ αγκομαχούσε στον ορεινό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό μου. Προπαραμονή Χριστουγέννων και ήταν γεμάτο κόσμο. Οσοι από τους χωριανούς είχαν τίποτα λεφτουδάκια είχαν κατέβει στην πόλη για να κάνουν τα ψώνια τους για τις γιορτές. Οταν το λεωφορείο κατέβαινε από το χωριό στην πρωτεύουσα, η σχάρα στην οροφή του αλλά και ο διάδρομος ανάμεσα στα καθίσματα ήταν τίγκα στο ζωντανό κοτόπουλο, στο γουρουνάκι και στο κατσικάκι.

Τυριά, μυτζήθρες, τσουβάλια με αμύγδαλα και καρύδια μετέτρεπαν το λεωφορείο σε φορτηγό. Στον γυρισμό αυτά είχαν πουληθεί και έβλεπες ζεμπίλια, καλάθια, τσάντες πάνινες, διχτάκια, κούτες και άλλα παρόμοια που η πόλη έστελνε στην ύπαιθρο. Ελάχιστο ρευστό αλλά μπόλικη ανταλλακτική οικονομία υπήρχε τότε στην ελληνική επαρχία, αρχές της δεκαετίας του ’70.

Εγώ, εκείνη τη χρονιά, ταξιδεύοντας για το χωριό όπου θα περνούσα τα Χριστούγεννα με τη γιαγιά μου, ως γνήσιο παιδί της πόλης κουβαλούσα στις αποσκευές μου μια τεράστια καινοτομία. Μια σειρά από χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Μου τα είχε βάλει ο πατέρας μου στη βαλίτσα μου με ρητή εντολή να τα τοποθετήσω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο που θα έφτιαχνα στο σπίτι της γιαγιάς.

Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για έναν έμμεσο τρόπο εξαγοράς μου, ώστε να δεχτώ να πάω στο απομακρυσμένο ορεινό χωριό μας, αφήνοντας πίσω τη εορταστική πόλη μου, που είχε και στολισμένο δέντρο στην κεντρική πλατεία και μαλλί της γριάς και συγκρουόμενα αυτοκινητάκια ενός πρωτόγονου λούνα παρκ.

Μόλις έφθασα, η είδηση ότι κουβαλούσα χριστουγεννιάτικα φωτάκια διαδόθηκε σαν αστραπή στην πιτσιρικαρία του χωριού. Το είπα απλώς σε ένα ξαδελφάκι μου και αυτομάτως το έμαθαν όλοι. Ξάφνου μαζεύτηκαν στην αυλή μας καμιά τριανταριά παιδιά με μάτι γουρλωμένο από την περιέργεια. Κάποια από αυτά είχαν δει τέτοια φωτάκια στην πόλη, αλλά η μετακόμιση των λαμπιονιών στο χωριό ήταν πρωτοφανές και αξιοζήλευτο γεγονός.

Η γιαγιά μου κοίταξε με απορία την πλεξούδα με το καλώδιο και τα φωτάκια, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά να τα απλώσει μέσα στο σπίτι. Της φαινόταν ντιπ παράλογο να έχει λάμπες που αναβοσβήνουν διαρκώς μέσα στην παλαιική σάλα της, εξάλλου το ηλεκτρικό είχε έρθει στο χωριό μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, δεν είχαν ιδέα από τέτοια πράγματα.

Απέναντι στη σθεναρή γεροντική αντίσταση και με τα πλήθη των φίλων μου να περιμένουν με γνήσια προσμονή, αποφάσισα να καινοτομήσω έτι περαιτέρω και να μιμηθώ έναν γείτονά μας στην πόλη, που είχε βγάλει τα φωτάκια έξω από το σπίτι του και τα είχε απλώσει πάνω σε έναν φίκο που είχε στη βεράντα του. Στην αυλή της γιαγιάς, όμως, υπήρχε μόνο μια αμυγδαλιά. Δίχως φύλλα, με τα ξερά, φαλακρά κλαδιά της να υψώνονται προς τον βαρύ ουρανό του χωριού.

Δεν είχα άλλη επιλογή, ήταν το μόνο δέντρο, άρα αυτό έπρεπε να φωταγωγήσω. Σύραμε όλα τα παιδιά μαζί μια σκάλα, σκαρφαλώσαμε πάνω της, παρά τις διαμαρτυρίες της γριάς που φώναζε ότι θα σκοτωθούμε, και καταφέραμε με κόπο να κάνουμε με τα φωτάκια μια γύρα γύρω από το δέντρο. Αυτό όλο κι όλο.

Μα όταν πήγα να τ’ ανάψω και να εντυπωσιάσω το φιλοθέαμον κοινό, κατάλαβα ότι υπήρχε κι άλλη δυσκολία. Το σπίτι απ’ έξω δεν είχε πρίζα, σιγά μην έβαζαν εξωτερικές πρίζες εκείνη την εποχή στα αγροτικά σπίτια. Μια πρίζα όλη κι όλη υπήρχε σε κάθε δωμάτιο κι ένας διακόπτης για να ανάβει ο γλόμπος που κρεμόταν από τη μέση του ταβανιού. Το καλώδιο που είχαν τα φωτάκια δεν είχε αρκετό μήκος ώστε να φτάσει κάποια εσωτερική πρίζα.

Τότε ζήτησα μια μπαλαντέζα. Αστείο πράγμα. Οσο και αν ψάξαμε, όλα τα παιδιά σε όλα τα νοικοκυριά του χωριού, μπαλαντέζα δεν υπήρχε. Αρχές του 1970 είπαμε, σε βαθιά ελληνική επαρχία. Απομείναμε όλοι μας περίλυποι να κοιτάζουμε τα σβηστά χριστουγεννιάτικα φωτάκια που είχαν περικυκλώσει την αμυγδαλιά, αλλά δεν έμοιαζε γραφτό ν’ ανάψουν ποτέ.

Τότε ήταν που ο πατέρας ενός απ’ τα παιδιά, ο μόνος που είχε τρακτέρ στο χωριό και όλοι τον φώναζαν «ο τραχτεριτζής», είχε τη φαεινή ιδέα να συνδέσει τα φωτάκια μου με την μπαταρία του τρακτέρ του. Εφερε το όχημα μέσα στην αυλή, το πάρκαρε κάτω από την αμυγδαλιά, σήκωσε το καπό, ξεβίδωσε το φις για να μείνουν γυμνά τα καλώδια και με το «ένα-δύο-τρία» τα ακούμπησε στους δύο πόλους της μπαταρίας.

Δεν ξέρω για ποιον λόγο, τα φωτάκια άστραψαν όλα μαζί αναμμένα για ένα δέκατο του δευτερολέπτου και μετά, με ένα τσαφ, κάηκαν. Ούτε το παιδικό «ωωω» μας  πρόλαβε να βγει από το στόμα μας και το σκοτάδι μάς τύλιξε ξανά. Προλάβαμε πάντως να δούμε αναμμένα τα φωτάκια μας, έστω και στο απειροελάχιστο χρονικό διάστημα που διαρκούσε μισή ανάσα μας.

Αυτός ήταν ο πρώτος δημόσιος χριστουγεννιάτικος στολισμός που έγινε στο χωριό μου. Κι όμως, δεν θα το πιστέψετε, στα παιδικά μάτια μας ήταν τελικά όμορφος. Και όλοι μας, μα όλοι μας, πέντε δεκαετίες μετά, τον θυμόμαστε σαν να ήταν σήμερα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...