Ο «μπαρμπα-Μπρίλιος», η Αριστερά και η Καρυστιανού
Ο «μπαρμπα-Μπρίλιος», η Αριστερά και η Καρυστιανού
Από τη στιγμή που η Μαρία Καρυστιανού ανακοίνωσε την επιθυμία της να συμμετάσχει σε «κάτι πολύ μεγάλο», ερωτώμενη για το πολιτικό της μέλλον, ένα –κάπως ρητορικό– ερώτημα άρχισε να τίθεται ή να υπονοείται ευσχήμως στον δημόσιο λόγο: έχει το δικαίωμα να το κάνει;
Βέβαια, η ίδια, την επομένη της ανακοίνωσής της έσπευσε ξανά να δηλώσει ότι τη συκοφαντούν και ότι της χρεώνουν πράγματα που δεν είπε – κάτι που δεν είναι ακριβές, εν προκειμένω. Στην πραγματικότητα η κυρία Καρυστιανού έχει μια μάλλον σταθερή τακτική από τη στιγμή που άνοιξε αυτή η συζήτηση, την τακτική του «ακορντεόν». Δηλαδή ανοιγοκλείνει η ίδια τη συζήτηση σχετικά με το αν προτίθεται να δημιουργήσει πολιτικό σχηματισμό (είναι προφανές ότι ακόμα και αν δεν τεθεί η ίδια επικεφαλής, αυτό θα είναι μόνο τυπικό).
Αυτό που αλλάζει είναι η ένταση. Στην αρχή οι δηλώσεις της, που άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο να πολιτευτεί, ήταν πιο ντροπαλές και οι διαψεύσεις της αμέσως μετά ρητές. Πλέον, είναι οι δηλώσεις προθέσεων που γίνονται ολοένα και πιο ρητές, την ώρα που οι διαψεύσεις που τις ακολουθούν είναι αμφίσημες. Στο μεταξύ ετοιμάζει τον μηχανισμό της, ο οποίος έχει κανονική δομή κόμματος, με τοπικές επιτροπές, και συνηθίζει στην ιδέα το κοινό της.
Σιγά σιγά, αρκετοί από εκείνους που κατηγορούσαν ως «λασπολόγο» όποιον έγραφε για τις πολιτικές προετοιμασίες της κυρίας Καρυστιανού, πλέον ξιφουλκούν υπέρ του δικαιώματός της να κατεβάσει κόμμα. Κάποιοι, μάλιστα, μπερδεμένοι από την τακτική του ακορντεόν, κάνουν και τα δύο ταυτόχρονα.
Το ερώτημα, φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα. Το αν δικαιούται η Μαρία Καρυστιανού να φτιάξει κόμμα και να το κατεβάσει στις εκλογές δεν θα το κρίνει η κοινή γνώμη, το κρίνει το Σύνταγμα. Εως τώρα ουδείς υπονόησε ότι πρέπει να αφαιρεθεί από την πρόεδρο του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων στα Τέμπη το δικαίωμα του εκλέγειν ή του εκλέγεσθαι. Αυτό, αντίθετα, που είναι σαφές, και η ίδια η κυρία Καρυστιανού μοιάζει να αποφεύγει να το αναγνωρίσει, είναι ότι κάθε άνθρωπος κρίνεται με βάση την ιδιότητά του.
Ο δημόσιος λόγος μιας μητέρας της οποίας το παιδί σκοτώθηκε στα Τέμπη κρίνεται διαφορετικά από τον δημόσιο λόγο μιας γυναίκας η οποία δηλώνει ότι σκοπεύει «να καθαρίσει τον κόπρο του Αυγεία» ή «να αλλάξει το πολιτικό σύστημα». Εάν η Μαρία Καρυστιανού θέλει να διακριθεί ως πολιτικός, δεν μπορεί ταυτόχρονα να απαιτεί να κρίνεται ως μητέρα που έχασε το παιδί της. Και ως πολιτικός, η πρώτη εγγραφή της είναι η ομόφωνη δήλωση των υπολοίπων συγγενών του συλλόγου θυμάτων, ότι δεν έχουν ενημερωθεί ούτε στηρίζουν τα πολιτικά της σχέδια. Κάτι που μοιάζει κατ’ αρχήν αντιφατικό με τις επίμονες εκκλήσεις για διαφάνεια και θεσμική αυστηρότητα.
Οπως και να ‘χει, η κυρία Καρυστιανού δείχνει σε πρώτη φάση ότι κάνει «γκελ» στην ελληνική κοινωνία περισσότερο από όσο οι δύο πρώην πρωθυπουργοί Τσίπρας και Σαμαράς, που με τη σειρά τους ετοιμάζονται να ιδρύσουν κόμμα – αν και, ευλόγως, το κοινό της κυρίας Καρυστιανού είναι λιγότερο σταθερό από αυτό δύο πολιτικών που κυβέρνησαν την Ελλάδα συνολικά για επτά χρόνια.
Και το κοινό, που θεωρητικά αντλεί πολιτικά από πολλές και αντιφατικές πηγές (εξαφανίζει οριστικά τη Νίκη, πιέζει πολύ τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Κυριάκο Βελόπουλο, αλλά επίσης τον Αλ. Τσίπρα και κάπως λιγότερο το ΚΚΕ), έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά που έχουν εμφανιστεί ξανά και ξανά στη δημόσια σφαίρα: μεσσιανισμός, προσωπολατρία, πρωτόγονη πολιτική σκέψη, λιανισμένη από κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, συνωμοσιολογία απέναντι σε όποιον δεν συμφωνεί (ο οποίος κατά κανόνα «τα πιάνει», ακόμα κι αν είναι άλλος συγγενής νεκρού στα Τέμπη), άρνηση της πολιτικής και των διαχωρισμών της όπως τις ξέρουμε.
Το συναντήσαμε πολύ στην περίπτωση του Κασσελάκη, ξανά στην περίπτωση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, πιο καλυμμένο στην επιστροφή του Τσίπρα και πολύ έντονο τώρα. Μια συστηματική παρακολούθηση όσων γράφονται στη σελίδα του συλλόγου θυμάτων θα πείσει και τον πιο δύσπιστο.
Από όσα γνωρίζουμε ως τώρα, ένα κόμμα υπό την κυρία Καρυστιανού θα τοποθετηθεί, αντικειμενικά, κοντά στον αξιακό κώδικα της Δεξιάς. Με συχνή αναφορά στο τρίπτυχο «πατρίδα – θρησκεία – οικογένεια», αρκετό ηθικισμό, αναδίπλωση στη λογική του συντηρητικού κράτους-νοικοκύρη και μια εσάνς ποινικού λαϊκισμού, σαν αυτή που την έκανε να ζητήσει να κατηγορηθεί η κυβέρνηση για «εσχάτη προδοσία» για τα Τέμπη. Ομως, μη γελιόμαστε: ένα ενδεχόμενο κόμμα Καρυστιανού θα μαζέψει πολύ κόσμο και από την Κεντροαριστερά ή την Αριστερά. Και γι’ αυτό είναι υπεύθυνη η ίδια.
Από τη στιγμή που αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για την υπόθεση των Τεμπών, ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς προτίμησε να συμπορευθεί με το γενικό κλίμα, που επέμενε πρωτίστως στο φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας, παρά να προβάλει τις πολιτικές της θέσεις. Ακόμα κι αν απέφευγε να υιοθετήσει άκριτα κάθε εκδοχή που κυκλοφόρησε, είχε την ψευδαίσθηση ότι η φθορά της κυβέρνησης από την ένταση των συζητήσεων θα δημιουργούσε θετικό κλίμα για την αντιπολίτευση.
Φευ, από τον «πυρετό του ξυλολίου» κερδισμένα βγήκαν μόνο κόμματα σαν αυτά της κυρίας Κωνσταντοπούλου και του κ. Βελόπουλου, την ίδια ώρα που η «θεσμική» Αριστερά έβλεπε τα ποσοστά της να καταρρέουν. Γεγονός όχι άσχετο με την απουσία από τον δημόσιο διάλογο μιας συζήτησης σχετικά με την ουσία της πολιτικής για τις δημόσιες μεταφορές, την ιδιωτικοποίηση και την εγκατάλειψη του σιδηρόδρομου (που σήμερα λειτουργεί με… δύο δρομολόγια ημερησίως), την αντι-οικολογική διάσταση της διαρκούς επένδυσης στους αυτοκινητόδρομους και όσους κερδίζουν από αυτούς. Θέματα τα οποία δεν άνοιξε ούτε καν αυτό το ΚΚΕ και τα μονοπώλησε η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.
Η ιδέα ότι η Αριστερά μπορούσε να βγει κερδισμένη από τον τρόπο με τον οποίο πολιτευόταν στη δημόσια σφαίρα η κυρία Καρυστιανού, και την ενίσχυσή του, ήταν έτσι κι αλλιώς λάθος. Ούτε η επίμονη προσπάθεια συναγελασμού ούτε τα συνθήματα «εσείς με τη μαφία/ κι εμείς με τη Μαρία» της πρόσφεραν κάτι. Καθώς όμως η τελευταία εισέρχεται στον πολιτικό στίβο, η επιλογή της Αριστεράς να ευνοήσει έναν λόγο με τον οποίο δεν είχε σχέση μετατρέπεται σε πολιτικό Βατερλό.
Στο νηπιαγωγείο μαθαίναμε ένα παιδικό τραγουδάκι όπου κάποιος συμπαθής κύριος με την ονομασία μπαρμπα-Μπρίλιος έχει έναν γάλο, τον οποίο ταΐζει ασταμάτητα με μέλι, ταχίνι, ψωμί, γαρδούμπα, μπουγάτσα, για να τον κάνει πολύ μεγάλο. Το τραγουδάκι τελειώνει με τον ελαφρά μακάβριο στίχο: «Ωσπου μια μέρα με δίχως ήλιο/ ο γάλος έφαγε τον μπάρμπα-Μπρίλιο».
Η πρόσφατη ιστορία της Αριστεράς, στην οποία η αξίωση κοινωνικού μετασχηματισμού έχει αντικατασταθεί από ένα μετα-πολιτικό άρπα-κόλα, είναι γεμάτη από τέτοιους «γάλους». Αποτελεί ένα ερώτημα ποιος μπορεί να διασωθεί από μια πολιτική καθίζηση που θυμίζει λίγο τα προηγούμενα πολιτικά χρόνια στη Γαλλία και στην Ιταλία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
