Η μικρή Τζόρτζια που έγινε ισχυρή Μελόνι
Η μικρή Τζόρτζια που έγινε ισχυρή Μελόνι
Η ιστορία της Τζόρτζια Μελόνι, όπως την αφηγείται η ίδια στην επερχόμενη αυτοβιογραφία της, με τον τίτλο «Είμαι η Τζόρτζια: Οι Ρίζες μου, οι Αρχές μου», είναι μια αφήγηση πόνου, πείσματος και προσωπικής υπέρβασης. Ενας αδιάφορος πατέρας, μια πυρκαγιά που κατέστρεψε το οικογενειακό σπίτι, το μπούλινγκ στο σχολείο, όλα αυτά τη διαμόρφωσαν. Η Μελόνι γράφει πώς κατάφερε να μετατρέψει τις πληγές της σε κινητήρια δύναμη, ώστε να χαράξει την πορεία προς την κορυφή της πολιτικής σκηνής της Ιταλίας.
Η ίδια υποστηρίζει, στην αυτοβιογραφία, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύουν οι Times του Λονδίνου, ότι οφείλει τα πάντα στη μητέρα της. Αν και κάθε παιδί μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο, στην περίπτωση της Μελόνι, η φράση αυτή έχει ιδιαίτερο βάρος. Στο βιβλίο της αποκαλύπτει ότι παρ’ ολίγον να μην γεννηθεί: η μητέρα της είχε ήδη μια κόρη 18 μηνών και βρισκόταν σε σχέση με τον πατέρα της, ο οποίος, όμως, ήταν έτοιμος να φύγει από τη ζωή τους.
Η ιστορία που της αφηγήθηκε η μητέρα της είναι αρκετά συνηθισμένη: εκείνη την ημέρα, που είχε προγραμματισμένες εξετάσεις πριν από άμβλωση, πήγε στην κλινική. Μόλις έφτασε, σταμάτησε στην πόρτα κι αναρωτήθηκε: «Είναι αυτή πραγματικά η επιλογή μου;», Η απάντηση ήρθε αυθόρμητα: «Οχι, δεν θέλω να εγκαταλείψω. Η κόρη μου θα έχει μια αδελφή».
Για να εδραιώσει την απόφασή της, πήγε σε ένα καφέ απέναντι και είπε: «Εναν καπουτσίνο και ένα κρουασάν, παρακαλώ». Και η δίαιτα για τις εξετάσεις τελείωσε, αυτές ματαιώθηκαν, η άμβλωση σταμάτησε και η ζωή της Μελόνι άρχισε να ξεδιπλώνεται.

Η ίδια, γράφει ότι δεν έμαθε ποτέ λεπτομέρειες για το πώς ξεκίνησε ή τελείωσε η σχέση μεταξύ των γονιών της. Ο πατέρας της, ένας λογιστής από τη Ρώμη, δεν τους παρέλαβε καν από το μαιευτήριο. Σύντομα τους εγκατέλειψε και έφυγε για τα Κανάρια Νησιά. Η Τζόρτζια δεν θυμάται την ημέρα που έφυγε. Γράφει ότι δεν θυμάται ποτέ να τον είχε ζήσει πραγματικά.
Αντιθέτως, θυμάται καλά την ημέρα που η μητέρα τους έχασε το σπίτι τους. «Εκείνη την ημέρα, η αδερφή μου, η Αριάνα, κι εγώ θέλαμε να οργανώσουμε ένα βραδινό πάρτι», γράφει. «Φτιάξαμε μια αυτοσχέδια φωλιά στο δωμάτιό μας, γεμίζοντάς τη με παιχνίδια, κούκλες, σνακ και ποτά. Οταν τελειώσαμε, κοιταχτήκαμε. Τι έλειπε; Φως. Αλλά έπρεπε να είναι ένα αμυδρό φως, αλλιώς η μαμά θα ήξερε ότι ήμασταν ακόμα ξύπνιες. Τελικά βρήκαμε τη λύση: ένα κερί. Η αδερφή μου το βρήκε, εγώ το άναψα».
Καθώς παρακολουθούσαν τηλεόραση, περιμένοντας να νυχτώσει για τα καλά, ώστε να ξεκινήσουν το πάρτι τους, ξαφνικά ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος από το δωμάτιό τους: Τα παιχνίδια τους είχαν αρπάξει φωτιά από το κερί. Το σπίτι έγινε στάχτη. Ολη τους η περιουσία είχε χαθεί. Μητέρα και κόρες βγήκαν στο δρόμο με ένα σακίδιο που περιείχε πιτζάμες, δύο παντελόνια και ένα μπλουζάκι.
Η μητέρα τους αναγκάστηκε να ξεκινήσει από το μηδέν. Η Μελόνι αστειεύεται μέχρι σήμερα, συχνά, ότι αυτή η εμπειρία, το να χάνεις τα πάντα σε ηλικία τεσσάρων ετών, της έδωσε θάρρος ώστε, στα 35, να ανασυντάξει τη δική της πολιτική «στέγη», όταν βρέθηκε να ξαναχτίζει κάτι που είχε καταρρεύσει.
Ενα παιδί εσωστρεφές, αλλά μάχιμο
Η Μελόνι διηγείται στο βιβλίο της ότι ήταν πάντα ένα παιδί εσωστρεφές και σοβαρό, δεν χαμογελούσε συχνά ούτε έπαιζε όπως πολλοί συνομήλικοί της. «Ταξιδεύαμε μόνες μας, με το αεροπλάνο, ως παιδιά για να περάσουμε μερικές εβδομάδες διακοπών με τον πατέρα μας στα Κανάρια Νησιά. Οι αεροσυνοδοί έδεναν κόκκινους φακέλους με τα απαραίτητα έγγραφα γύρω από τον λαιμό μας και επιβιβαζόμασταν στο αεροπλάνο που θα μας πήγαινε στη Μαδρίτη για μια ενδιάμεση στάση. Μια φορά, ο υπάλληλος του αεροδρομίου που υποτίθεται ότι θα μας συναντούσε δεν εμφανίστηκε ποτέ. Βρεθήκαμε χαμένες στον τεράστιο τερματικό σταθμό. Ενώ ήμουν ζαλισμένη, η Αριάνα πήρε το χέρι μου και με κάποιο τρόπο μας έβαλε στη σωστή πτήση. Δεν θα καταλάβω ποτέ πώς τα κατάφερε», γράφει.
Η Μελόνι αναφέρει ότι ήταν πάντα «σε ετοιμότητα». Στο νηπιαγωγείο, υπήρχε ήδη στο πρόσωπό της εκείνη η συνηθισμένη έκφραση σοβαρότητας, η ίδια που έχει σήμερα όταν ετοιμάζεται για δηλώσεις προς τον Τύπο. Αργότερα, μια φίλη της μητέρας της τής είπε: «Ησουν το παιδί που δεν άντεχε τα παραμύθια, που παρατηρούσε τους ενήλικες με δυσπιστία και με σηκωμένο φρύδι».
Περιγράφει τον εαυτό της ως «έναν τυπικό Αιγόκερω: όχι ντροπαλή ή επιφυλακτική, αλλά προσεκτική, πεισματάρα και προστατευτική ως προς τον προσωπικό μου χώρο». Οι φιλίες δεν ήρθαν εύκολα στη ζωή της. «Δεν ήμουν ένα κοινωνικό παιδί, κάτι που βλέπω ακόμα πιο καθαρά τώρα καθώς παρακολουθώ την κόρη μου, την Τζινέβρα, να γελάει, να κουβεντιάζει και να γίνεται φίλη με όποιον συναντά. Εγώ, από την άλλη πλευρά, περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου με την αδερφή μου και έναν μικρό κύκλο ατόμων. Στο σχολείο, θυμάμαι να φωνάζω σε μια συμμαθήτριά μου που αρνιόταν να μιλήσει σε οποιοδήποτε παιδί «δεν είχε πατέρα». Και η εμφάνισή μου σίγουρα δεν βοηθούσε την κοινωνική μου ζωή», γράφει.

Η γιαγιά της πίστευε ότι τα επιπλέον κιλά είναι δείκτης καλής υγείας, και κάθε βράδυ τελείωναν το δείπνο τους με σοκολατένια μπισκότα και γάλα, με συνέπεια η Τζόρτζια να έχει πράγματι επιπλέον κιλά πριν κλείσει τα εννέα της μόλις χρόνια. Τα κοντά μαλλιά της, με κούρεμα δεκαετίας 1980, θύμιζαν μπανάνα, γράφει, και οι φόρμες που φορούσε δεν είχαν μια ιδιαίτερη αισθητική· τις αγόραζαν για πρακτικούς λόγους.
Κάποια στιγμή, στην παραλία, προσπάθησε να παίξει βόλεϊ με άλλα παιδιά και της απάντησαν: «Οχι, χοντρούλα, δεν θα παίξεις», πετώντας τη μπάλα στο πρόσωπό της. Εκείνη την στιγμή, γράφει, ένιωσε ότι «οι εχθροί μπορούν να είναι χρήσιμοι». Της υπενθύμισαν ότι, όταν τους αντιμετωπίζεις, καθορίζεις την διαδρομή σου, όπως έλεγε και ο Πλούταρχος.
Η Μελόνι αποφάσισε να μην παραμείνει εύκολος στόχος. Εκανε δίαιτα και έχασε περίπου επτά κιλά σε τρεις μήνες. Ξεκίνησε το βόλεϊ πριν ολοκληρωθεί η σεζόν, κάτι που την έμαθε να αντέχει και να ανακάμπτει αντί να υποχωρεί.
«Πιστεύω ότι ο δυνατός χαρακτήρας μου με έσωσε από το να πέσω στις διατροφικές διαταραχές. Μέχρι τα 30 μου, δεν σκεφτόμουν να κατηγορήσω τον πατέρα μου για τα προβλήματά μου ως παιδί, πιστεύοντας ότι η εγκατάλειψή του δεν είχε καμία επίδραση πάνω μου. Αλλά τελικά, συνειδητοποίησα ότι έλεγα ψέματα στον εαυτό μου», γράφει.
Η αδιαφορία του πατέρα
Οπως εξηγεί, το χειρότερο δεν ήταν απλά η φυγή του πατέρα της από το σπίτι, πολλοί χωρισμένοι μπαμπάδες παραμένουν παρόντες, αλλά η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του. Ενιωσε ότι ο πατέρας της απλώς δεν ενδιαφερόταν για εκείνην. Και αυτό που την πόνεσε περισσότερο ήταν αυτή η ακραία αδιαφορία.
«Γι’ αυτό ακριβώς, στην ηλικία των 11 ετών, αποφάσισα ότι δεν ήθελα να τον ξαναδώ ποτέ», γράφει. «Δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα. Το τελευταίο καλοκαίρι που τον επισκεφτήκαμε, ο πατέρας μου έφυγε για μια εβδομάδα και μας άφησε με την σύντροφό του, η οποία, όπως είναι κατανοητό, δεν πετούσε από χαρά με την προοπτική». Οταν επέστρεψε, αντί να ζητήσει συγγνώμη, άρχισε να τους κάνει κήρυγμα, υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν ήταν προτεραιότητά του. «Ηταν ο θάνατος της σχέσης μας».
Από αυτή την προσωπική πληγή, προέκυψε ένας αέναος ανταγωνισμός: «Ανταγωνίζομαι με άνδρες, όχι με γυναίκες. Αναζητώ τον σεβασμό, τη φιλία, την εκτίμησή τους και όλα αυτά είναι αποτέλεσμα αυτής της πληγής», γράφει. Επισημαίνει ότι η ανάγκη της να αποδείξει την αξία της δεν ήταν απλά κίνητρο, έγινε αυτοπεποίθηση, καύσιμο για τη μάχη.

«Κάθε μέρα παλεύω με τον φόβο της ανεπάρκειας, μήπως φανώ ανάξια στα μάτια των άλλων. Αλλά αυτός ο φόβος είναι και η δύναμή μου. Με ωθούσε να συνεχίζω να μελετάω και να μαθαίνω, να αγωνίζομαι για τους υψηλότερους βαθμούς σε κάθε μάθημα, ακόμα και όταν ξεκινάω από το μηδέν. Αυτός ο φόβος τροφοδοτεί την προσοχή μου στη λεπτομέρεια, το πείσμα μου, τη δέσμευσή μου, την προθυμία μου να κάνω θυσίες. Ο ανταγωνισμός με τους άνδρες (όχι με τις γυναίκες), η αναζήτηση της έγκρισής τους, η φιλία και η εκτίμηση των συναδέλφων μου, καθώς και όλοι οι άνδρες που σέβομαι και έχω γνωρίσει στη ζωή μου, όλα αυτά είναι αποτέλεσμα αυτής της πληγής.
Αν είμαι σήμερα αυτή που είμαι, είναι χάρη στον πατέρα μου· προς το καλύτερο ή το χειρότερο», γράφει.
Όταν ο πατέρας της πέθανε, δεν ένιωσε τίποτα , κάτι που την θύμωσε με τον εαυτό της. Ανέφερε πως όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του, «ήμουν θυμωμένη που δεν ένιωθα τίποτα». Τότε συνειδητοποίησε «πόσο βαθιά είχα θάψει αυτόν τον πόνο»…
Σωματικά και πολιτικά στερεότυπα
Η φιλοσοφία της Μελόνι πάνω στη δύναμη των γυναικών είναι ότι η θηλυκότητα δεν αποκλείει την ηγεσία. Στην Ιταλία, γράφει, ήταν η Δεξιά εκείνη που βοήθησε πολλές γυναίκες να φτάσουν στην κορυφή.
Παρά ταύτα, δεν έλειψαν οι δύσκολες στιγμές. Το 2016, όταν ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος, δέχτηκε κραυγαλέο κύμα συκοφαντίας, ακόμη και αισχρές «ευχές»: «Εύχομαι να αποβάλεις»… Η ίδια γράφει ότι, αν και δεν την επηρέαζαν τα trolls, εκείνη τη φορά ένιωσε πως «απέτυχε στην πρώτη της αποστολή ως μητέρα». Τα σχόλια δεν στόχευαν μόνο αυτήν, αλλά και τη νέα ζωή που κυοφορούσε. «Θυμάμαι ακόμη, έντονα, τις κωμικές ηθοποιούς που εμφανίζονταν τακτικά στην τηλεόραση, τις πρωταγωνίστριες σε τοκ σόου που δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην ανακύκλωση προσβλητικών, τετριμμένων σχολίων. Για εκείνες τις αυτοαποκαλούμενες προοδευτικές, αυτές τις σύγχρονες, φιλελεύθερες γυναίκες, δεν είχα δικαίωμα να ανακοινώσω με υπερηφάνεια την εγκυμοσύνη μου, απλώς και μόνο επειδή ήμουν ανύπαντρη», γράφει.
Εκτός από αυτά, υπήρξαν και επιθέσεις για το σώμα της. Σε μια βραδινή έξοδο, η ηθοποιός Αζια Αρτζέντο φωτογράφισε την Μελόνι και σχολίασε δημόσια: «λίπος στην πλάτη των πλουσίων φασιστών». Η απάντηση της Μελόνι ήταν απλή, δυνατή και αλληλέγγυα: είπε σε όλες τις γυναίκες «που δεν σνιφάρουν κοκαΐνη για ν;αδυνατίσουν»: «αγνοείστε αυτούς που κοροϊδεύουν το σώμα σας. Αυτά τα κιλά άξιζαν και με το παραπάνω».
Η Μελόνι θυμάται πόσες φορές ο χλευασμός επικεντρώθηκε στην εμφάνισή της: Ηταν ξανθιά, με μικροκαμωμένο σώμα «Αυτό μπορεί να θεωρείτο εμπόδιο ή αδυναμία, αλλά ποτέ δεν άφησα να με σταματήσει. Απλώς έπρεπε να αποδείξω ότι είχα περισσότερο θάρρος — και συνειδητοποίησα ότι μερικές φορές λίγη τρέλα αποδεικνυόταν χρήσιμη.
«Μια άλλη φορά θυμάμαι ότι, σε μια στιγμή αδυναμίας, ενέδωσα σε ένα κομψό κοστούμι από έναν διάσημο ιταλό σχεδιαστή. Ημουν πιθανώς η μόνη που λάτρευε το ιριδίζον ύφασμά του (ίσως με εξαίρεση την Platinette, μια διάσημη cross-dresser στην ιταλική τηλεόραση τη δεκαετία του 1990 και του 2000)». Το φόρεσε στην ορκωμοσία της ως υπουργός. Και έγινε χαμός.
«Εγινα εύκολος στόχος», γράφει. «Τα κουτσομπολίστικα περιοδικά έκαναν πάρτι με τις φωτογραφίες μου, αποκαλώντας με «καθρέπτη αυτοκινήτου με πόδια». Αυτό συνεχιζόταν επί εβδομάδες».
Σε μια συγκέντρωση του κόμματός της, ο Σίλβιο την προσφώνησε: «dov’è la piccola?», δηλαδή «πού είναι η μικρή;». Λόγω παραμόρφωσης του ήχου, πολλοί πίστεψαν ότι είπε «zoccola», που σημαίνει «πόρνη». Και έμειναν με την εντύπωση ότι η Μελόνι σιώπησε, μπροστά σε αυτή την ένδειξη υποτίμησης. «Μέχρι σήμερα, δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς ένας λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα δεχόμουν μια τέτοια προσβολή μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους», γράφει.

Παρά την εικόνα μιας ισχυρής δημόσιας παρουσίας, η Μελόνι παραδέχεται ότι είναι ντροπαλή. Αν μπει σε ένα κατάστημα και αισθανθεί τα βλέμματα επάνω της, αποχωρεί. Αν νιώσει ότι μιλούν για εκείνη, αισθάνεται έντονη ανησυχία. Τη φοβίζει πολύ όταν κάποιος την φωτογραφίζει χωρίς να ρωτήσει, την ενοχλεί βαθιά: πιστεύει ότι όποιος δεν ζητά άδεια για να φωτογραφήσει, «σπάνια έχει καλές προθέσεις».
«Κοιτάζοντας το τυπικό πρόγραμμα της προεκλογικής εκστρατείας, αναρωτιέσαι αν αυτός που το σχεδίασε έχει κάποια κατανόηση των νόμων της φυσικής και του χωροχρονικού συνεχούς», γράφει. «Το πρόγραμμα μπορεί να περιλαμβάνει μια συγκέντρωση το πρωί, δύο ακόμη το απόγευμα και μία ακόμη το βράδυ, όλες σε τρεις διαφορετικές περιοχές. Είναι αξιοσημείωτο ότι καταφέρνω με κάποιο τρόπο να ακολουθήσω αυτά τα παράλογα προγράμματα, αν και συχνά εις βάρος βασικών αναγκών όπως το φαγητό, το ποτό ή το μακιγιάζ μου. Και μετά από όλη αυτή την προσπάθεια, η υποστηρικτική βραδινή κριτική της μητέρας μου έρχεται συχνά ως εξής: “Αγάπη μου, σε είδα στις ειδήσεις σήμερα. Είσαι καλή, αλλά πρέπει να βάλεις λίγο μακιγιάζ, μοιάζεις με βατραχάκι”».
Φυσικά, σύντομα εμφανίστηκαν πολλοί επαγγελματίες που άρχισαν να τη συμβουλεύουν για την εικόνα της: «Τι θα φορέσεις;!» «Αλλαξε μαλλιά!», «Βάλε make-up!» «Υιοθέτησε πιο θηλυκά looks για την τηλεόραση!» Απέρριψε όλες τις συμβουλές. Δεν θα άλλαζε την «αυθεντικότητά» της για χάρη στιλ, ούτε θα διαφημίσει κάτι που δεν πιστεύει. Αν της ζητηθεί να μιλήσει μπροστά σε κάμερα χωρίς να έχει περάσει πρώτα η σκέψη από την καρδιά της, «ο εγκέφαλος μπλοκάρει», γράφει. Δεν μπορεί να πει κάτι το οποίο δεν αντιπροσωπεύει την ίδια εσωτερικά.
«Αυτό δεν είναι απαραίτητα ένα δυνατό μου σημείο», εξηγεί. «Αυτό το κομμάτι της προσωπικότητάς μου με έχει, κατά καιρούς, εμποδίσει να αντιμετωπίσω κάποιες αδυναμίες. Για παράδειγμα, ο τρόπος που χειρονομώ σαν χταπόδι όταν μιλάω, ή πώς, όταν είμαι πολύ συγκεντρωμένη, συνοφρυώνομαι και καταλήγω να δείχνω θυμωμένη. Ή το γεγονός ότι είμαι τόσο συναισθηματική που το πάθος μου μερικές φορές με κυριεύει και αρχίζω να φωνάζω. Και βέβαια μιλάω πολύ γρήγορα. Θυμάμαι ακόμα την απελπισμένη έκφραση στο πρόσωπο ενός διερμηνέα νοηματικής γλώσσας σε μια συγκέντρωση, να ιδρώνει πολύ καθώς πάλευε να συμβαδίσει με τον ρυθμό μου. Τώρα, κάθε φορά που ξέρω ότι υπάρχει διερμηνέας νοηματικής γλώσσας, φροντίζω να ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων».
Γράφει ότι μπορεί να «διορθώσει» αυτά τα στοιχεία: να περιορίσει τις κινήσεις, να μην φρικάρει, να μιλά πιο αργά, να μη δείχνει τόσο συναισθηματική. Θα μπορούσε να φτιάξει μια «περσόνα», ώστε να μοιάζει πιο ήπια, πιο προσιτή, λιγότερο εκρηκτική. Αλλά το απορρίπτει, δεν θέλει να μπει σε μια ψευδή προσωπικότητα.
«Οι άνθρωποι πρέπει να πιστεύουν σε εσένα για αυτό που πραγματικά είσαι, όχι για αυτό που προσποιείσαι ότι είσαι», γράφει η Τζόρτζια Μελόνι. «Τελικά, το προσωπείο θα καταρρεύσει και οι άνθρωποι θα δουν μέσα από αυτό. Εχω δει πολιτικούς με ένα πρόσωπο δημόσια αλλά το εντελώς αντίθετο μόλις σβήνουν τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν είχαν διάρκεια».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
