Διορθώνεται ψηφιακά μια άκαμπτη κρατική μηχανή;
Διορθώνεται ψηφιακά μια άκαμπτη κρατική μηχανή;
Δεκαπέντε χρόνια μετά την είσοδο στα Mνημόνια, τον Απρίλιο του 2010, κάτι έχει αλλάξει στη ζωή μας. Το έχουμε εντάξει δε σε τέτοιο βαθμό στην καθημερινότητά μας που είναι σαν να υπήρχε από πάντα. Εφέτος τον Φεβρουάριο έκλεισαν πέντε χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του Gov.gr. Για ένα μεγάλο μέρος των «χαρτιών» που χρειαζόμασταν από το Κράτος και τους Δήμους (Υπεύθυνες δηλώσεις, εξουσιοδοτήσεις, πιστοποιητικά δημοτολογίου κ.ο.κ.) έχουμε ξεχάσει πια τα χαρτόσημα και τη στρογγυλή σφραγίδα. Και έχουμε αποσυνδέσει έτσι πάμπολλα αναγκαία έγγραφα —π.χ. για να παντρευτούμε— από τις ουρές και τις χαμένες ώρες σε μέσα μεταφοράς και ταξί για να επισκεφθούμε δύο και τρεις φορές μια κρατική υπηρεσία.
Σύμφωνοι, χάσαμε έτσι κάτι από την πρωϊνή ατμόσφαιρα σ’ αυτές τις υπηρεσίες. Για παράδειγμα την τυρόπιτα με τον φρέντο στο κυλικείο—φωτοτυπάδικο όπου μπορούσες παραδοσιακά να μάθεις από τον κυλικειάρχη και τους θαμώνες χρήσιμες πληροφορίες για το πώς πρέπει να κινηθείς μέσα στο «θηρίο». Αλλωστε εκεί άραζαν και οι διεκπεραιωτές με το στυλό και τις αιτήσεις που μπορούσαν με δέκα ευρώ να παρακάμψουν τις ουρές και να καταθέσουν, λ.χ. αν παρουσιαζόσουν στον στρατό, μια αίτηση για το αντίγραφο του ποινικού σου μητρώου.
Το Gov.gr μας προστάτευσε μετά το 2020 από πολλές κυψέλες τριτοκοσμικής (νεο)ελληνικότητας, γύρω από τις οποίες ζουζούνιζαν οι φορείς της. Και γύρω τους όλοι εμείς ως μέλη του Χορού (άρα ως δομική μονάδα) με τα παράβολά μας ανά χείρας. Το σύμπαν αυτό κάπως κρύφτηκε, πήγε λίγο πιο πίσω. Πρέπει σήμερα να χρειάζεσαι ένα χαρτί κάπως εξεζητημένο για να ακούσεις το ζουζούνισμα και να μπεις ο ίδιος σε μια κυψέλη του ελληνικού Δημοσίου ή των Δήμων.
Χάθηκε η ανθρώπινη επαφή; Χάθηκε αυτή η Ελλάδα; Να το δούμε με διάθεση ποιητική; Με ένα φωτοτυπικό και μια τυρόπιτα τη ξαναφτιάχνεις; Ή μήπως είναι ακόμα εδώ; Οποιος έχει βρεθεί σε δημόσιο νοσοκομείο, στα δικαστήρια ή απλά στους δρόμους των μεγάλων πόλεων γνωρίζει την απάντηση. Αυτή η Ελλάδα είμαστε προφανώς εμείς. Και το Gov.gr που κατάφερε να κρύψει ένα μέρος από το κακό μας πρόσωπο ήταν όντως μια επανάσταση που πέτυχε.
Χρησιμοποίησα τα τρία παραδείγματα —τα νοσοκομεία, τα δικαστήρια και τους δημόσιους χώρους— με αφορμή τις πληροφορίες για το επερχόμενο ψηφιακό «βραχιολάκι» στα επείγοντα των νοσοκομείων, την εφαρμογή MyStreet για τα τραπεζοκαθίσματα και την υλοποίηση του Ηλεκτρονικού Πινακίου για τα δικαστήρια (συνοπτικά εδώ από τη Δώρα Αντωνίου στην «Καθημερινή»).
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, το «βραχιολάκι» θα φέρει επάνω του ένα barcode το οποίο θα σκανάρεται μετά τη διαλογή των ασθενών στα επείγοντα. Ο στόχος είναι να εντοπίζονται οι μεγαλύτερες αναμονές και να μπορούν να γίνονται παρεμβάσεις. Μέτρο ασφαλώς θετικό. Και πολλαπλά χρήσιμο ίσως και πέρα από τους αρχικούς σκοπούς της εφαρμογής του. Γιατί θα αναδείξει και τα όρια που έχουν οι δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας όταν προσκρούουν σε άκαμπτες δομές και αντιλήψεις.
Στα νοσοκομεία που ήδη λειτουργούν σωστά, ελπίζει κανείς ότι τα συμπεράσματα θα αξιοποιηθούν. Και ότι θα γίνονται ακόμη και παρεμβάσεις την ώρα της εφημερίας για τη μείωση της ταλαιπωρίας. Πόσοι όμως από εμάς μπορούμε να ελπίζουμε ότι αλλού, εκείνοι που θα ελέγχουν την οθόνη με τον χρόνο αναμονής των ασθενών, δεν θα έχουν την ίδια αραχτή και ανεύθυνη νοοτροπία — το τρίπτυχο σουβλάκια, κουτσομπολιό και προαναχώρηση— που ακούσαμε και φρίξαμε από τους σταθμάρχες του ΟΣΕ την ημέρα της τραγωδίας των Τεμπών;
Αν ξεμείνεις τάβλα επί μερικές ώρες έξω από τον αξονικό τομογράφο, το σωστό και αναγκαίο αυτό μέτρο δεν αρκεί από μόνο του. Δεν είναι δύσκολο άλλωστε να φανταστούμε τη γνωστή μας «κυψέλη» να ζουζουνίζει στην αίθουσα με την οθόνη (που καταγράφει τη αναμονή) παρακολουθώντας το Ατρόμητος—Ολυμπιακός για το Κύπελλο.
Ας πάμε παρακάτω. Σύμφωνα με το αρμόδιο υπουργείο, η νέα εφαρμογή MyStreet για τον δημόσιο χώρο θα μας επιτρέψει να γνωρίζουμε ποια σημεία έχουν καταληφθεί νομίμως για τραπεζοκαθίσματα, άρα και ποια παρανόμως. Η λογική της θα είναι ανάλογη με την εφαρμογή MyCoast, μέσω της οποίας οι πολίτες μπορούν να υποβάλουν καταγγελίες (επώνυμα ή ανώνυμα) για αυθαίρετη κατάληψη αιγιαλού ή για υπέρβαση μιας παραχώρησης. Το μέτρο ήταν θετικό και είχε ανταπόκριση. Βεβαίως, δεν έπαψε να ακούγεται το ζουζούνισμα στις κυψέλες μέσα στις Πολεοδομίες, ούτε οι τοπικές αρχές πρόλαβαν το τσιμέντο. π.χ. στο Σαρακήνικο της Μήλου. Αντιθέτως, το επέτρεψαν μέχρι το θέμα να λάβει δημοσιότητα και να παρέμβει η κυβέρνηση. Θα επέμβει άραγε ακαριαία ο Δήμαρχος αν καταγγείλουμε ανώνυμα ότι ο μπατζανάκης του έκλεισε την πλατεία;
Η εφαρμογή του Ηλεκτρονικού Πινακίου, τέλος, για τα δικαστήρια είναι μια μεταρρύθμιση καίριας σημασίας για ένα πρόβλημα που βλάπτει το κοινωνικό συμβόλαιο και αποθαρρύνει την πραγματοποίηση ξένων επενδύσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αργοί ρυθμοί απονομής της Δικαιοσύνης επισημαίνονται από όλους του διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) και φυσικά από τους οίκους αξιολόγησης ως ένα από τα βασικότερα προβλήματα της Ελλάδας. Βεβαίως, δεν αρκεί οι ενδιαφερόμενοι πολίτες και οι δικηγόροι να μπορούν να παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο την υπόθεσή τους. Είναι όμως ένα μέτρο αναγκαίο για κάθε σύγχρονη χώρα και μαζί με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, εξαιρετικά επείγον.
Πού καταλήγουμε; Στο ερώτημα αν διορθώνεται με την εφαρμογή της ψηφιακής τεχνολογίας μια άκαμπτη κρατική μηχανή. Αυτό που ξέρουμε, γιατί το έχουμε βιώσει, είναι πως ό,τι την παρακάμπτει, όπως το Gov.gr, είναι όχι απλά ευπρόσδεκτο αλλά εν τέλει επαναστατικό. Αρα και κάθε νέο μέτρο που απλοποιεί τις διαδικασίες και προσφέρει δυνατότητες οργάνωσης είναι πολύτιμο. Γιατί ενισχύει την ελπίδα ότι κάποτε, ίσως με την είσοδο των νεότερων γενεών, κάτι θα αλλάξει.
Προς το παρόν, η επανάσταση της ψηφιακής τεχνολογίας δεν αρκεί για να κουνήσει μια άκαμπτη κρατική μηχανή. Γιατί η ακαμψία της έχει ρίζες και έχει γίνει «κεκτημένο δικαίωμα». Είναι παρούσα σε όλες τις δομές: οι εργαζόμενοι που βγάζουν τη δουλειά, όντας συνήθως μειοψηφία, επιτρέπεται από τους υπόλοιπους να κάνουν σωστά τη δουλειά τους στον βαθμό που δεν ενοχλούν τις κυψέλες που ζουζουνίζουν — δεν χαλάνε δηλαδή την πιάτσα και απλά διατηρούν προς τα έξω μια εντύπωση ότι το πράγμα στοιχειωδώς λειτουργεί. Τόσο όσο, ώστε η «κυψέλη» να μην ενοχλείται από αυτούς που δουλεύουν αλλά και να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις —απουσία ελέγχου και αξιολόγησης— ώστε να συνεχίζει χαρωπά να ζουζουνίζει.
Επομένως, όσα κι αν αλλάξουν στο σύννεφο (το cloud του ψηφιακού κράτους) υπάρχει από κάτω το σκληρό έδαφος και οι κυψέλες του. Τα πράγματα εκεί είναι σχετικά απλά. Για να εφαρμοστούν κάποιες αλλαγές (π.χ. η αξιολόγηση) θα πρέπει αυτοί που θέλουν να αλλάξει κάτι να είναι σημαντικά περισσότεροι από αυτούς που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την είσοδο στα Μνημόνια, θα περίμενε κανείς ότι το τοπίο θα είχε ξεκαθαρίσει. Οτι θα είχαμε απορρίψει το παλιό και θα ζητούσαμε με ένταση το νέο. Δεν είναι όμως έτσι. Οι υπέρμαχοι της ακαμψίας, οι θαμώνες της κυψέλης, είναι ακόμα πολλοί, ίσως και πλειονότητα. Αρα και τα κόμματα, κυρίως όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, υπηρετούν τα θέλω τους. Αλλωστε, «στα ρεζιλίκια μας τοκίζοντας κανείς, ποτέ δεν χάνει»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
