504
|

Ο τόπος μου: Παραδεισένιες παράγκες

Γιώργος Μαυρωτάς Γιώργος Μαυρωτάς 2 Ιουλίου 2011, 07:47

Ο τόπος μου: Παραδεισένιες παράγκες

Γιώργος Μαυρωτάς Γιώργος Μαυρωτάς 2 Ιουλίου 2011, 07:47

Θα σας μιλήσω για «παράγκες». Όχι αυτές του ποδοσφαίρου που πρόσφατα άρχισαν να κατεδαφίζονται. Για πραγματικές παράγκες, εκεί όπου πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια. Τις λεγόμενες «παράγκες του Ορφανοτροφείου της Βουλιαγμένης». Ξύλινα παραπήγματα, με μπόλικο χαρτόνι και κεραμίδια, που κάθε χρόνο έβγαιναν σε πλειστηριασμό για ενοικίαση τους 3 καλοκαιρινούς μήνες από την Αρχιεπισκοπή στην οποία άνηκαν. Ερείπια τον Μάιο, μετατρέπονταν σε παλάτια με τη δουλειά των πατεράδων μας και την φασίνα των μανάδων μας. Καμιά σαρανταριά παράγκες διάσπαρτες στην περιοχή του Ορφανοτροφείου (από την πλαζ του Αστέρα ως περίπου την Αεροπορία στο Καβούρι) δημιουργούσαν ένα παραθεριστικό χωριό, σαν κατασκήνωση. Ενας καλοκαιρινός μικρόκοσμος, μια κοινωνία μικρού χωριού με όλα της τα χαρακτηριστικά, είκοσι χιλιόμετρα από το Σύνταγμα.

Παραθερίζαμε στις παράγκες από το 1973 ως περίπου το 2000. Εκεί μας βρήκε η επιστράτευση της Κύπρου, εκεί μείναμε για 8 μήνες μετά τον σεισμό του ‘81 όταν η πολυκατοικία που μέναμε είχε κριθεί ακατάλληλη, εκεί περάσαμε τον μεγάλο καύσωνα του 87. Εκεί άκουσα από το ραδιοφωνάκι τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων το 1984, από κει έφυγα για να ταξιδέψω σε πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί κάναμε τα πρώτα μας μακροβούτια, εκεί πρωτοερωτευτήκαμε, εκεί χορτάσαμε ξεγνοιασιά.

Όλη μέρα τριγυρίζαμε με το μαγιό. Τα μεσημέρια οι παρέες – «συμμορίες» κατεβαίναμε για μπάνιο στο λιμανάκι (αμμουδερή παραλία) ή στα βραχάκια (ότι έπρεπε για βουτιές). Κατά τις δύο γυρίζαμε για μεσημεριανό και καθώς ανεβαίναμε το μονοπάτι μας γαργάλαγαν τις μύτες οι μυρωδιές από τα γεμιστά, τα φασολάκια, τα μπιφτέκια, τις πατάτες τηγανητές που μαγείρευαν οι μαμάδες στις διπλανές παράγκες. Τι καλύτερο ορεκτικό για να κάτσουμε στο τραπέζι κάτω από τα πεύκα και να απολαύσουμε το φρέσκο ψωμί από τον Γεωργιάδη που το βουτάγαμε αχόρταγα στη χωριάτικη σαλάτα. Τα απογευματάκια μπορεί να πηγαίναμε για μπάλα στην Δόξα ή στο πάρκο του Δημαρχείου, στη μεγάλη παιδική χαρά. Το βραδάκι, μας φιλοξενούσε η ΑΚΤΗ, το ανοικτό σινεμά (ναι, υπάρχει ακόμα!) που τροφοδοτούσε τα βραδινά μας όνειρα. Μετά το σινεμά βόλτα στην πλατεία, σουβλάκι στο Ζάχο, παγωτό στο «Παγωτό» και κάποιες φορές στην Aqua Marina να φάμε το Σικάγο του κ. Βασίλη. Επιστροφή σπίτι και μας έπαιρνε ο ύπνος με τον καπνό από το “Katol” να μας χαϊδεύει την μύτη και τα τζιτζίκια και τους γρύλλους απ’ έξω να μας νανουρίζουν. Πόσο πλουσιότερο να νιώθει ένα πιτσιρίκι;

Τώρα πια οι παράγκες δεν υπάρχουν. Από το 2000 και μετά δεν ξαναβγήκαν σε πλειστηριασμό (η Αρχιεπισκοπή είχε άλλα σχέδια που όμως ναυάγησαν) και αφήνονται να ρημάξουν. Οσοι περάσετε από κει θα δείτε τα κουφάρια τους με μισάνοιχτες πόρτες, πεσμένες στέγες, σπασμένα παράθυρα. Ευτυχώς όμως υπάρχει ακόμα το λιμανάκι και τα βραχάκια, το «θεατράκι» της φρυκτωρίας (εδώ επιβίωσε χιλιάδες χρόνια, τι να του πει μια δεκαετία μοναξιάς…), τα πεύκα στον ίσκιο των οποίων δραπετεύαμε τα μεσημέρια. Εγώ πάντως, την βόλτα αυτήν την αποφεύγω, γιατί νιώθω ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αν, όπως έχει πει κάποιος, η μοναδική πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, η δική μου πατρίδα είναι οι παράγκες του Ορφανοτροφείου. Εκεί έμαθα πως δεν θέλει τελικά πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος…
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News