815
| Shutterstock/ CreativeProtagon

Περιμένοντας τους Ελληνες του Αυγούστου

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 31 Ιουλίου 2025, 19:45
|Shutterstock/ CreativeProtagon

Περιμένοντας τους Ελληνες του Αυγούστου

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 31 Ιουλίου 2025, 19:45

Το χωριό των διακοπών μου έχει περάσει διάφορες φάσεις, που θα μπορούσαν να είναι και η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Ξεκίνησε ως ένας κλασικός ελληνικός παράδεισος, με μια απέραντη παραλία και μια μοναδική ταβέρνα – γι’ αυτό οι ντόπιοι το αποκαλούν ακόμη «η Ταβέρνα». Μετά, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το ανακάλυψαν οι πρώτοι ξένοι, Γερμανοί με μηχανές και σκηνές, που πάλευαν τότε μέρες ολόκληρες σε χωματόδρομους για να φτάσουν στις εσχατιές της νότιας Πελοποννήσου. Ηταν το ελληνικό hippy trail.

Κάπου τότε φτιάχτηκαν τα κάμπινγκ και τα πρώτα ξενοδοχεία και ρουμάδικα, άνοιξαν και άλλες ταβέρνες, ήρθαν και οι έλληνες παραθεριστές, και προς τα τέλη της περασμένης χιλιετίας το χωριό γέμισε νεολαία και μπαρ· έγινε ένα «Σόχο με Μιράζ», όπως λένε γελώντας οι ντόπιοι: το βράδυ βάραγαν παντού μουσικές και τη μέρα έπινες τον καφέ σου και περνούσε ξυστά από πάνω σου με υπερηχητική ταχύτητα το Μιράζ 2000 για να πάει να βομβαρδίσει το νησάκι απέναντι, που ήταν διάσημο πεδίο βολής. Ο σουρεαλισμός ήταν πάντα το κορυφαίο μας ταλέντο σε αυτή τη χώρα.

Τα Μιράζ έφυγαν το 2004, όταν αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι τουρισμός και βομβαρδισμοί (ή άλλες παρεμφερείς δραστηριότητες) δεν πάνε παρέα και επιλέξαμε τον τουρισμό. Οι ξένοι συνέχισαν να έρχονται, μαζί με τα παιδιά τους πλέον, οι Ελληνες εξίσου. Ηταν η δεκαετία που φαινόταν ότι όλα ήταν δυνατά και όλα θα πήγαιναν συνεχώς προς τα πάνω. Η ψευδαίσθηση τελείωσε το 2010.

Η αρχική αμηχανία της κρίσης συνοδεύτηκε από μια διάθεση να γίνει το μέρος πιο προσιτό, για να «μην μας φύγουν οι τουρίστες», τόσο οι ξένοι όσο και οι δικοί μας: οι τιμές έμειναν πολύ χαμηλές ή και έπεσαν, όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι, ο κόσμος ήταν ιδιαίτερα φιλικός, τα κεράσματα ήταν ο κανόνας, έτρωγες υπέροχα και φεύγοντας έπαιρνες μαζί σου και έναν τενεκέ λάδι «πεσκέσι».

Ολα αυτά ήρθαν τούμπα με τον κορονοϊό. Για την ακρίβεια μετά τον κορονοϊό, όταν η Ελλάδα αποφάσισε από χώρα να μετατραπεί σε ένα απέραντο πανδοχείο. Η διαστημική εκτόξευση του ξένου τουρισμού, ο γενικός προσανατολισμός της οικονομίας αλλά και των κεντρικών πολιτικών, η δημιουργία των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, που πλέον μπορούσαν να ξεφυτρώσουν και μέσα από την άμμο, το πλασάρισμα της Ελλάδας ως, όχι απλώς βασικά τουριστικής, αλλά αποκλειστικά τουριστικής χώρας, συμπαρέσυρε τα πάντα: τιμές, μυαλά και ποιότητα. Αλλα προς τα πάνω και άλλα προς τα κάτω.

«Εμείς είμαστε τουριστική ταβέρνα και σε όποιον αρέσει», άκουγες όλο και πιο συχνά, όσο, χρόνο με τον χρόνο, τα σουτζουκάκια στη μερίδα μειώνονταν κατά ένα –μέχρι να μείνει μόνο το ρύζι–, ενώ η τιμή της αυξανόταν αναλόγως. «Και είμαστε και υπερβολικά φτηνοί», ήταν η κατακλείδα. «Αμα δεν σου αρέσει, να πας στα νησιά». Είναι η φράση που πονάει τον Ελληνα πιο πολύ απ’ όλες.

Τη λογική αυτή συμπύκνωσε πρόσφατα ένας φασαίος «δημοσιογράφος γεύσης» (sic), που έγραψε ολόκληρο άρθρο για να μας πει ότι η χωριάτικη πρέπει να κοστίζει 30 ευρώ, ώστε να τη θεωρούν οι ξένοι «γκουρμέ». Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αρκετοί συμφώνησαν μαζί του.

Ο μεγάλος χαμένος; Ο Ελληνας, φυσικά. Ο οποίος άρχισε να κόβει ραγδαία: ημέρες διακοπών, γεύματα στην ταβέρνα, ποτά στο μπαρ, παγωτά για το παιδί, ομπρελοξαπλώστρα, καφέ, τα πάντα όλα. Κανείς δεν έδινε σημασία. Ισα ίσα, πολλοί από τους επιχειρηματίες του τουρισμού ανακουφίζονταν. Ο Ελληνας δεν ήταν πια «καλός πελάτης», διότι ήταν «άφραγκος». Και υστερικός, διότι, βυθισμένος όπως είναι στη στέρηση και στα οικονομικά προβλήματα, πήγαινε πέντε μέρες διακοπές και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι προσπαθώντας να τα ζήσει όλα. Ασε που «έκοβε και θέσεις» από τους ξένους. Αν δεν ξανάβγαινε ποτέ από το σπίτι του, ακόμη καλύτερα.

Φέτος ο ξένος τουρισμός δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, διότι ήρθε μεν, δεν ξοδεύει δε. Σε κάποια μέρη δεν ήρθε καν, τουλάχιστον όχι όσο τον περιμέναμε. Και έτσι, τέλος Ιουλίου, βρεθήκαμε με μισοάδεια κρεβάτια και καθίσματα, να περιμένουμε ξανά τον ταλαίπωρο Ελληνα του Αυγούστου σαν τους βαρβάρους του Καβάφη, μπας και γεμίσουν τα ρουμς, οι ταβέρνες και τα μπαρ.

Μονο που ο Ελληνας δεν μπορεί πια. Τον διώξαμε. Τον τσακίσαμε, τον γονατίσαμε, τον απαξιώσαμε, τον ξεζουμίσαμε και τον καταδικάσαμε, κατά τουλάχιστον 50%, να μείνει στο σπίτι του, αγκαλιά με το aircondition και τη μιζέρια του. Δεν έχει να δώσει 150 ευρώ το δίκλινο, ούτε καν «120 αν είναι μετρητά». Δεν έχει να πληρώσει 12 ευρώ τη χωριάτικη (κοψοχρονιά, αν πιστέψουμε τον «δημοσιογράφο γεύσης»), ντρέπεται να πηγαίνει τα παιδιά του στην πλατεία και να μην τους παίρνει ένα παγωτό (3 ευρώ η μπαλίτσα), δεν αντέχει τα διόδια και τη βενζίνη, που φτάσανε ένα αεροπορικό για Βερολίνο. Δεν αντέχει τίποτα.

Είναι εξοντωμένος οικονομικά και ηθικά και αισθάνεται, επιπλέον, ανεπιθύμητος.

Τρία 20χρονα παιδιά –ανάμεσά τους και ο γιός μου– πήγαν στις αρχές Ιουλίου για τρεις ημέρες στην Πάρο. «Είναι άσχημο να νιώθεις τουρίστας στην ίδια σου τη χώρα», μου είπε όταν επέστρεψαν. Του ζήτησα να μου εξηγήσει. Ηταν απλό: «Είναι απίστευτα ακριβά και όλοι σε αντιμετωπίζουν σαν να είσαι ξένος με πολλά λεφτά. Δεν είναι για εμάς πια τα νησιά. Σας ζηλεύω που τα ζήσατε».

Πονάει παραπάνω όταν το λέει αυτό ένας 20χρονος.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...