Η ελευθερία του λόγου στο απόσπασμα
Η ελευθερία του λόγου στο απόσπασμα
Το βασικό πρόβλημα με την ελευθερία του λογου είναι ότι «it cuts both ways»· όπως κάθε δίκοπο μαχαίρι, μπορεί να σε προστατεύσει αλλά και να σε τραυματίσει. Ολοι την επικαλούνται, όμως ελάχιστοι είναι προετοιμασμένοι να αποδεχθούν τις συνέπειές της, όταν αυτές στρέφονται εναντίον τους.
Η «επ’ αόριστον αναστολή» της εκπομπής του κωμικού Τζίμι Κίμελ από το δίκτυο ABC, και η επακόλουθη θριαμβολογία του Τραμπ, τον οποίον ο Κίμελ στόχευε σταθερά, είναι το τελευταίο επεισόδιο σε έναν «δημόσιο διάλογο» για την ελευθερία του λόγου, που φούντωσε με τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ: Τι εντάσσεται στην ελευθερία αυτή; Πού βάζουμε το όριο; Πόσο ελευθερία είναι, τελικά, μια ελευθερία με δεκάδες περιορισμούς; Κι αν πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί, ποιος τους επιβάλει και με τι κριτήρια;
Ο Κερκ, υποστήριξαν ορισμένοι, ήταν ένα ακροδεξιό σκουπίδι, που έσπερνε τη μισαλλοδοξία και άρα δεν θα έπρεπε καν να επιτρέπεται να λέει όσα έλεγε. Είχε απλώς έναν βαθιά συντηρητικό λόγο, αντέτειναν άλλοι· ήταν ενοχλητικός αλλά όχι φασίστας (όπου «φασίστας» είναι μια ευρέως αποδεκτή κόκκινη γραμμή για τα όρια του τι μπορείς να πρεσβεύεις και να λες).
Ο διάλογος αυτός, όπως εξελίχθηκε κυρίως μέσα από τα σόσιαλ, κατέδειξε διάφορα πράγματα, με βασικότερο όλων ότι δεν κάνουμε πλέον διάλογο. Δεν ξέρουμε τον τρόπο. Τα σόσιαλ και ο τρόπος λειτουργίας τους μας έκαναν να χάσουμε αυτήν την θεμελιώδη ανθρώπινη δεξιότητα. Κάνουμε παράλληλους μονολόγους, οι οποίοι έχουν εξελιχθεί όχι απλώς σε μανιφέστα, αλλά σε δόγματα: Εάν δεν συμφωνείς μαζί μου 110% είσαι φασίστας. Προσέξτε το παράδοξο: Δεν είμαι εγώ φασίστας, που δεν δέχομαι καμία αντίθετη άποψη, είσαι εσύ που την έχεις.
Οταν χάνεται η ικανότητα του διαλόγου, θολώνουν οι έννοιες και χάνεται de facto η ελευθερία του λόγου. Εάν όλοι πιστεύουν ότι η αντίθετη προς τη δική τους άποψη είναι «φασιστική», τότε ο λόγος καταργείται και αντικαθίσταται από κραυγές. Ο διάλογος, από πινγκ-πονγκ μετατρέπεται σε μποξ. Και μάλιστα μέχρι τελικής εξοντώσεως.
Υπάρχει ιδεολογικό πρόσημο σε όλα αυτά; Φυσικά: Το προοδευτικό στρατόπεδο, θεωρητικά εκπροσωπούσε πάντα την πλευρά που κουβεντιάζει, διαφωνεί και συνθέτει. Το συντηρητικό, βασιζόμενο σε πιο «ευαγγελικές» αρχές και κατασταλτικές νοοτροπίες, ήταν εκείνο που εκπροσωπούσε την απαγόρευση. Θα αντιτείνει κάποιος ότι τα hardcore κομμουνιστικά καθεστώτα είναι οι «μανούλες» της καταστολής της ελευθερίας του λόγου. Σωστό, αλλά ποιος είπε ότι τα hardcore κομμουνιστικά καθεστώτα είναι προοδευτικά;
Πλέον, στην πράξη, οι γραμμές αυτές έχουν θολώσει πολύ. Εάν ψελίσεις τη λέξη «αλλά», είσαι εχθρός. Δεν ενδιαφέρεται κανείς να ακούσει τον αντίλογο σε όσα ήδη πιστεύει. Συνεπώς, ο αντίλογος παύει να είναι ελευθερία της έκφρασης και γίνεται επίθεση. Στις επιθέσεις αντεπιτιθέμεθα.
Η συντηρητική Δεξιά, όπως εκφράζεται από το MAGA του Τραμπ, αλλά και από πολιτικούς στα καθ’ ημάς, ανακάλυψε κάπως όψιμα το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, αλλά το έκανε όπως κάνει τα πάντα, αντιστρέφοντας τα επιχειρήματα της «Αριστεράς» εναντίον της: «Οταν πάμε να μιλήσουμε, μας λέτε φασίστες, άρα μας φιμώνετε». Εξαιρετικά απλοϊκό, αλλά τεχνικά αληθές. Κι επειδή τα πάντα είναι θέμα ισχύος, κάπως έτσι προέκυψε και το περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς».
Δεν υπονοούσε κυριαρχία του ιδεολογικού λόγου αυτό, αλλά ένα καθεστώς καταπίεσης κάθε αντίθετης άποψης. Το αφήγημα κέρδισε έδαφος: Αυτό που δεν κουβεντιάζει κανείς, ενώ θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο απ’ όλα, δεν είναι το αν ήταν φασίστας ο Κερκ, αλλά η τεράστια απήχηση που είχε. Αντί να σταθούμε σε αυτό και να κάνουμε την ανάλυση του γιατί τόσοι άνθρωποι τον άκουγαν προσεκτικά, ή γιατί τόσοι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους του Λονδίνου με πολύ ακραία δεξιά ρητορική, θεωρούμε ότι όλοι αυτοί είναι «ζώα» στη χειρότερη, «παραπλανημένοι» στην καλύτερη. Ολους αυτούς θα έπρεπε να τους ξαναπείσουμε, όχι να τους απορρίψουμε ως «φασίστες».
Φευ, αργά ή γρήγορα τα πράγματα επανέρχονται στη «φυσική τους κατάσταση»: Η τραμπική Δεξιά δεν παίζει με «ιδεολογικές ηγεμονίες», αλλά με πραγματικές. Ο Κίμελ κόπηκε (όπως και ο Στίβεν Κολμπέρ, πριν από λίγο καιρό από το CBS), διότι στον κόσμο του Τραμπ (στον κόσμο μας, εν πολλοίς) «money talks, bullshit walks». Δεν υπήρξαν πολιτικές απειλές, αλλά οικονομικές.
Και η αναγκαία «ηθική προκάλυψη»: Ηταν ασεβής, υποτίθεται, ο Κίμελ απέναντι στον δολοφονημένο Κερκ. Το μαχαίρι έκοψε και από την άλλη πλευρά. Και έκοψε βαθιά.
Πού τελειώνει, λοιπόν, η ελευθερία του λόγου και πώς θα την προστατεύσουμε πριν εξαφανιστεί εντελώς ως έννοια; Να μάθουμε ξανά να ακούμε, θα είναι μια καλή αρχή. Να επαναπροσδιορίσουμε, επίσης, τον ορισμό του διαλόγου, αποφορτισμένο από άκαμπτες ιδεολογικές βεβαιότητες. Οι ιδεολογίες είναι το υπόβαθρο, δεν είναι το πεδίο της αντιπαράθεσης. Στους καιρούς που ζούμε, το πεδίο είναι πιο σύνθετο.
Κι όταν ο αντίπαλος σε σέρνει στο δικό του γήπεδο, πιθανότατα θα χάσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
