Από τη Μεγαλόχαρη στην Υπέρμαχο Στρατηγό
Από τη Μεγαλόχαρη στην Υπέρμαχο Στρατηγό
Ακριβώς στο μέσο κάθε Αυγούστου, η Ελλάδα σταματά για μια μέρα και μαζεύεται γύρω από μια γυναίκα που δεν έζησε ποτέ εδώ, αλλά που οι Έλληνες την έκαναν δική τους. Την έντυσαν με τα χρώματα του Αιγαίου, της έδωσαν την προφορά των μανάδων τους και της εμπιστεύτηκαν μυστικά που δεν λένε ούτε στον Θεό.
Ακόμα και οι πιο κριματισμένοι, και οι πιο αδιάφοροι ή και οι -από φιλοσοφική πεποίθηση- κυνικοί αγνωστικιστές, τον Δεκαπενταύγουστο σκύβουν ευλαβικά και προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας. Κι ύστερα το γλεντάνε, με χορούς κυκλωτικούς. Καθ’ ότι, εδώ είναι Βαλκάνια.
Στην Τήνο, η Μεγαλόχαρη υποδέχεται τα βήματα των προσκυνητών. Πολλά απ’ αυτά σερνάμενα και ματωμένα. Τα πληγιασμένα γόνατα, προσφορά στο μητρικό της βλέμμα. Στην Πάρο, η Εκατονταπυλιανή στέκει αιώνες να φυλάει το νησί. Εκατό πύλες εκείνη η εκκλησιά της, εκατό και οι ψυχές του Ελληνισμού.
Στην Αμοργό, η Χοζοβιώτισσα γαντζωμένη στους βράχους βλέπει το Αιγαίο σαν μια θάλασσα προσευχής και ικεσίας. Και στο Βέρμιο, η Σουμελά κρατά ζωντανή τη μνήμη, την πίκρα και το άχτι ενός ξεριζωμένου Πόντου.
Η Παναγία του Έλληνα έχει πολλά πρόσωπα: Βρεφοκρατούσα, Ελεούσα, Γλυκοφιλούσα, Δεξιοκρατούσα, Ευαγγελίστρια, ακόμα και Δεξιά, Θαλασσομαχούσα ή Βροντούσα και Φιδούσα. Πεντακόσιες και πάνω ονομασίες της έχουν καταγραφεί.
Μα πάνω απ’ όλα, είναι η Υπέρμαχος Στρατηγός. Από τον Ακάθιστο Ύμνο των Βυζαντινών, μέχρι το «Θεοτόκε, σώσον ημάς» των κλεφτών του ’21 και τα θρυλικά τάματα των φαντάρων της Αλβανίας του ’40.
Η μορφή της πλέκεται με την Ιστορία μας, σαν προαιώνιο βαρύτιμο εργόχειρο που έρχεται από το βάθος της εθνικής και θρησκευτικής μας υπόστασης, δίχως να το χαλούν ή να το παραλλάσσουν οι καιροί που διαρκώς αλλάζουν.
Και ύστερα είναι η Παναγία του σπιτιού. Η εικόνα στον τοίχο της γιαγιάς, με το καντήλι να τρεμοπαίζει και το λιβάνι να γλυκαίνει την κάμαρα. Το κέντημα με «το μπλε μαντίλι της Παναγιάς» ήταν πάντα διπλωμένο στο σεντούκι «για καλό». Το μπλε ιμάτιο της, όπως εμφανίζεται στην εικονογραφία μας, συμβολίζει την αγνότητα, την πίστη, την αφοσίωση, την βαθιά αγάπη. Για αυτό και οι γιαγιάδες μας, της έφτιαχναν πάντα ένα όμορφο και βαρύτιμο παρά την ένδεια τους και το φύλαγαν στο μπαούλο του σπιτιού.
Ακόμα κι εκείνος που δεν πιστεύει, στην ώρα του πόνου θα φωνάξει «Παναγιά μου». Ο Ηλίας Πετρόπουλος, μέσα στην βέβηλη άθεη θρησκοληψία του, έγραφε ότι απόδειξη της μέγιστης οικειότητας των νεοελλήνων με την Παναγία, είναι ότι η βλαστήμια που ακούγεται συχνότερα από κάθε άλλη σ’ αυτά τα χώματα, είναι το «γ@@ώ την Παναγία σου».
Κι έτσι, κάθε Δεκαπενταύγουστο, απ’ τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τα χωριά της Ηπείρου, κι απ’ την Μελβούρνη ως την Λευκωσία και το Κέιπ Τάουν, ο Ελληνισμός γιορτάζει την Παναγία του. Με καμπάνες, με τάματα, με πανηγύρια και με δάκρυα. Θυμάμαι με συγκίνηση την συγχωρεμένη την Μαρίκα, που εκνευριζόταν όταν άκουγε ότι ο Θεός φυλάει τα παιδιά. «Όχι ο Θεός, η Παναγιά τα μεγαλώνει» έλεγε, δίχως να σηκώνει αντίρρηση.
Κάτι ήξερε εκείνη που ‘χε μεγαλώσει παιδιά και αγγόνια. Γιατί, όπως κι αν την φωνάξεις την Παναγιά, ξέρεις πως σ’ ακούει. Αυτή η λέξη, σε τούτη την Ορθόδοξη γωνιά του κόσμου, δεν είναι μόνο πίστη, είναι συλλογικό καταφύγιο. Είναι η μνήμη της μάνας μας, που σκύβει να μας σκεπάσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
