Μάθιου ΜακΚόναχι: «Θα γινόμουν καλός μοναχός»
Μάθιου ΜακΚόναχι: «Θα γινόμουν καλός μοναχός»
Πριν από πέντε χρόνια, ο βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός έγραψε μια αυτοβιογραφία με τίτλο «Greenlights». Για την ακρίβεια, δεν ήταν ένα συμβατικό αυτοβιογραφικό κείμενο, αλλά μάλλον μια συλλογή από μαθήματα ζωής, ανέκδοτες ιστορίες και φιλοσοφικά γνωμικά. Πρόσφατα εξέδωσε και ένα βιβλίο ποίησης με τίτλο «Ποιήματα & Προσευχές». Για τον ΜακΚόναχι είναι άλλο ένα είδος αυτοβιογραφίας. Αυτή τη φορά πρόκειται για ένα πορτρέτο της πίστης του και του αντίκτυπου που έχει στην καθημερινότητά του.
Στο νέο του βιβλίο ασχολείται με την πίστη με την ευρύτερη έννοια. Υπάρχουν πολλές αναφορές στον Θεό και πολλά «Αμήν», καθώς ο ΜακΚόναχι αναζητά το θείο μέσα του, αλλά αναφέρεται επίσης στην πίστη στον εαυτό του, στην οικογένειά του, στην καριέρα του, στον κόσμο και στα έργα του, γράφει στον Guardian o Σάιμον Χάτενστοουν, ο οποίος μίλησε με τον τεξανό σταρ έγινε με αφορμή την κυκλοφορία των ποιημάτων του αλλά και την τελευταία του ταινία, «The Lost Bus» (2025), που θα είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα της Apple από τις 5 Οκτωβρίου.
Το «κατά Μάθιου ευαγγέλιο», παρατηρεί ο βρετανός δημοσιογράφος, προάγει έναν κόσμο θετικότητας, συντηρητικής πειθαρχίας και παραδοσιακών οικογενειακών αξιών που απορρίπτει το μίσος και το «δεν μπορώ». Αλλά, φυσικά, επειδή πρόκειται για τον Μάθιου ΜακΚόναχι, είναι επίσης ένα δόγμα σε μόνιμη ένταση, με γήινες απολαύσεις και βρώμικες πραγματικότητες.
Οπως η αποκάλυψη ότι έχασε το πάρτι των γενεθλίων του επειδή ήταν μαστουρωμένος, ότι οι θεοσεβούμενοι γονείς του δερνόντουσαν άγρια και ότι ο πατέρας του πέθανε ένα πρωί από υπερβολικό σεξ, σε ηλικία 62 ετών… Ο Χάτενστοουν σημειώνει στον Guardian ότι δεν μπορεί να προσποιηθεί πως βγάζει νόημα από όλα αυτά. Δεν είναι καν σίγουρος ότι βγάζει νόημα ο ίδιος ο Μακόναχι, τουλάχιστον όμως κάνει μια καλή προσπάθεια.
Ο Μάθιου ΜακΚόναχι έγραψε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 18 ετών, όταν πήγε για έναν χρόνο στην Αυστραλία ως φοιτητής ανταλλαγής του Rotary Club. «Ημουν μόνος μου και δεν είχα κανέναν φίλο για να μοιραστώ μαζί του τις σκέψεις μου. Οι συζητήσεις ήταν όλες σωκρατικές, με τον εαυτό μου. Ημουν ένας ξένος σε μια ξένη χώρα. Αρκετά μοναχικός. Και προσπαθούσα να κατανοήσω τον κόσμο, να κατανοήσω την πατρίδα μου. Προσπαθούσα να κατανοήσω το Τέξας και τη ζωή», λέει αποκαλύπτοντας ότι είχε αρχίσει ήδη να σπρώχνει τα υπαρξιακά του όρια.
Με τι πάλευε; «Εκανα τι ίδιες ερωτήσεις που κάνω και τώρα. Τι ονομάζουμε επιτυχία; Γιατί ανταμείβουμε τους ανθρώπους και τους εαυτούς μας σε αυτή τη ζωή; Τι κυνηγάμε; Γιατί ζούμε; Μόνο για τα χρήματα και τη φήμη; Και αυτό πριν καν αποκτήσω χρήματα και φήμη. Τα αμφισβητούσα ήδη. Ο χαρακτήρας και η ακεραιότητα σήμαιναν πολλά για μένα τότε», απαντά ο τεξανός ηθοποιός.
Στο επίκεντρο της προσωπικής του μάχης βρίσκεται η διάκριση μεταξύ ενός συμπαθητικού τύπου και ενός καλού ανθρώπου. Ο συμπαθητικός τύπος είναι αρεστός σε όλους και αποφεύγει τις συγκρούσεις. Ο καλός άνθρωπος καθοδηγείται από αξίες, παίρνει θέση και είναι πιθανό να ενοχλήσει κάποιους άλλους στην πορεία.
Τα τρία στάδια της καριέρας του
Ο Μάθιου ΜακΚόναχι έχει περάσει από τρία διαφορετικά στάδια στη μέχρι σήμερα κινηματογραφική του καριέρα. Αρχικά, στα είκοσι, συνεργάστηκε με ανεξάρτητους σκηνοθέτες, όπως ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ στα «Νεανικά Μπερδέματα» (1993) και ο Τζον Σέιλς στο «Μοναχικό Αστέρι» (1995). Εγινε γνωστός με την ταινία του Λινκλέιτερ, όπου υποδύθηκε τον (χασικλή) Ντέιβιντ Γούντερσον, έναν 20χρονο αιώνιο έφηβο που εξακολουθεί να κάνει παρέα με νταήδες μαθητές γυμνασίου. Τα σλόγκαν του: «Alright, alright, alright» (οι πρώτες λέξεις που είπε ποτέ σε ταινία) και «You just gotta keep livin’, man. L.I.V.I.N.» («Πρέπει να συνεχίσεις να ζεις, φίλε») μπήκαν στο λεξιλόγιο των ανεξάρτητων ταινιών και έκτοτε έχουν συνδεθεί με τον ΜακΚόναχι.

Παραδόξως, στη συνέχεια έγινε συμβατικός πρωταγωνιστής σε mainstream ταινίες, υποδυόμενος δικηγόρους σε δικαστικές υποθέσεις –«Η Ετυμηγορία» (1996) του Τζόελ Σουμάχερ και «Amistad» (1997) του Σπίλμπεργκ) και γλυκομίλητους καρδιοκατακτητές σε ρομαντικές κομεντί, όπως «Ο γάμος του εραστή μου» (2001), «Πώς να χωρίσετε σε 10 μέρες» (2003), «Τα φαντάσματα των πρώην» (2009), γράφει στον Guardian ο Χάτενστοουν.
Στη συνέχεια, όμως, ήρθε το πολύ σπουδαίο τρίτο στάδιο της καριέρας του. Το 2011, ο ΜακΚόναχι άρχισε να υποδύεται μια σειρά από αξέχαστους εκκεντρικούς χαρακτήρες. Με άλλους ηθοποιούς μπορεί αυτοί οι ρόλοι να έμοιαζαν υπερβολικά «τραβηγμένοι», αλλά ο ΜακΚόναχι κατάφερε να τους κάνει απόλυτα πειστικούς.
Κάθε εκκεντρική προσωπικότητα ακούγεται αληθινή, από τον Ρον Γούντρουφ στο «Dallas Buyers Club» (2013), τον ομοφοβικό καουμπόι του ροντέο που έγινε ακτιβιστής κατά του AIDS και έσωσε ζωές ομοφυλόφιλων ανδρών, μέχρι τον χαοτικό ηδονιστή χρηματιστή Μαρκ Χάνα στον «Λύκο της Wall Street» (2013) και τον αινιγματικό μηδενιστή Ραστ Κολ στη σειρά «True Detective».
Σε αυτό το στάδιο, εξάλλου, υπήρξαν και οι σωματικές μεταμορφώσεις του. Στο «Magic Mike» (2012), για να υποδυθεί τον Ντάλας, πρώην χορευτή και νυν ιδιοκτήτη του στριπτιζάδικου «Xquisite», και «μέντορα» ή προαγωγού των «υπαλλήλων» του, ο ΜακΚόναχι έχασε όλο το σωματικό του λίπος. Για την ερμηνεία του αδυνατισμένου από το AIDS Ρον Γούντρουφ στο «Dallas Buyers Club», που του χάρισε το 2014 το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, έχασε περίπου 20 κιλά. Δύο χρόνια αργότερα, δε, ήταν και πάλι αγνώριστος, αφού πήρε περίπου το ίδιο βάρος τρώγοντας cheeseburger και μπύρα για να υποδυθεί τον παχύσαρκο χρυσοθήρα Κένι Γουέλς στο «Gold» (2016).
Αυτό το στάδιο της καριέρας του έγινε γνωστό ως McConaissance και συνεχίζεται, γράφει στον Guardian o Σάιμον Χάτενστοουν. Παρατηρεί, δε, ότι ο αμερικανός ηθοποιός, ο οποίος του μίλησε μέσω βιντεοκλήσης από το σπίτι του στο Οστιν του Τέξας, είναι σήμερα κομψός, καλοξυρισμένος, και δείχνει νεότερος από τα 55 του χρόνια, αλλά όχι υπερβολικά.
Παραλίγο μοναχός και ερημίτης
Ο Λίνκλεϊτερ τον επέλεξε για τα «Νεανικά Μπερδέματα» την εποχή που ο νεαρός ΜακΚόναχι σπούδαζε ραδιόφωνο, τηλεόραση και κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, στο Οστιν. Επρόκειτο για έναν πολύ μικρό ρόλο, αλλά ο σκηνοθέτης γοητεύθηκε πάρα πολύ από την ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει και επέκτεινε τον ρόλο. Ωστόσο ο ίδιος ο ΜακΚόναχι ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι η υποκριτική θα ήταν κάτι περισσότερο από ένα διασκεδαστικό χόμπι. Τι πίστευε, λοιπόν, ότι θα έκανε στη ζωή του όταν άρχισε να γράφει ποίηση στην Αυστραλία;
«Πίστευα ότι η αποστολή μου ήταν να γίνω μοναχός», λέει στον Guardian. «Θα γινόμουν καλός μοναχός. Σέβομαι την αφοσίωση, μια ζωή που αφιερώνεται στον Θεό, που βλέπει τον Θεό σε κάθε φυσικό πράγμα, ανά πάσα στιγμή». Αλλά πιστεύει πως θα είχε χάσει πάρα πολλά πράγματα.
«Εκανα πολλές συζητήσεις γι’ αυτό με έναν φίλο μου βενεδικτίνο μοναχό, ο οποίος είναι τώρα ηγούμενος σε ένα μοναστήρι, και μου είπε: “Όχι, όχι, όχι… είσαι επικοινωνιακός, είσαι αφηγητής, μην πας να ζήσεις ζωή ερημίτη. Πρέπει να επικοινωνείς και να αφηγείσαι ιστορίες. Αυτό είναι ένα χάρισμα που σου έχει δοθεί. Μην το καταστρέψεις και μην το καλύψεις πηγαίνοντας να γίνεις μοναχός ή ερημίτης”», προσθέτει ο αμερικανός ηθοποιός. Και μερικές φορές καθώς μιλάει ακούγεται σαν ιεροκήρυκας, σαν να είναι «ο καουμπόι του Θεού», παρατηρεί ο Χάτενστοουν στον Guardian.
Και άρχισε να γράφει σε μια περίοδο που ένιωθε ότι η χριστιανική του πίστη αμφισβητούνταν.
Γονείς μεθοδιστές, περίεργα πιστοί
Ο ΜακΚόναχι μεγάλωσε στο Τέξας με δύο μεγαλύτερους αδελφούς και γονείς μεθοδιστές. Ο πατέρας του, Τζέιμς, ο οποίος πάλευε με τον αλκοολισμό, έκανε περιουσία με μια επιχείρηση προμήθειας αγωγών πετρελαίου και την έχασε. Η μητέρα του, Κέι, ήταν δασκάλα. Και οι δύο ήταν πολύ αυστηροί, αν και οι ίδιοι δεν εφάρμοζαν απαραίτητα αυτά που κήρυτταν. Ακούγονται, δε, απίθανες ιστορίες για τους γονείς του. Οπως ότι παντρεύτηκαν τρεις φορές μεταξύ τους, πράγμα που επιβεβαιώνει ο ΜακΚόναχι.
Η Κέι, δε, τού είπε πρόσφατα ότι σε ένα από τα διαλείμματα του γάμου της με τον Τζέιμς γνώρισε έναν καταδικασμένο επί πληρωμή δολοφόνο, και έγιναν φίλοι. Ηταν ο πατέρας του -επίσης ηθοποιού και καλού φίλου του ΜακΚόναχι- Γούντι Χάρελσον, πράγμα που οδήγησε σε φήμες (ξεκίνησαν από τον Μακόναχι και τον Χάρελσον) ότι είναι ετεροθαλείς αδελφοί.
Στο «Greenlights», ο ΜακΚόναχι περιγράφει την Κέι να ορμάει στον Τζέιμς με ένα κουζινομάχαιρο 30 εκατοστών, αφού του είχε ήδη σπάσει τη μύτη, και εκείνος να ανταποδίδει το χτύπημα με ένα μπουκάλι κέτσαπ Heinz. Παρ’ όλα αυτά λάτρευαν ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας του έλεγε πάντα ότι θα ήθελε να πεθάνει κάνοντας έρωτα με την Κέι. Και η ευχή του έγινε πραγματικότητα: «Ηταν 7:30 το πρωί. Από ό,τι κατάλαβα, έκαναν έρωτα εκείνο το πρωί και μόλις τέλειωσαν, περίπου στις 6:30 π.μ., έπαθε καρδιακή προσβολή».
Δύο σοκαριστικά περιστατικά κακοποίησης
Εκτός από αυτοβιογραφικό, το «Greenlights» είναι επίσης ένα μανιφέστο θετικότητας, παρατηρεί ο Σάιμον Χάτενστοουν στον Guardian. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, ο σταρ περιγράφει μερικά άσχημα πράγματα που έχει βιώσει για να τονίσει ότι τελικά δεν επηρέασαν την άποψή του για τη ζωή.
Δύο από αυτά είναι συγκλονστικά: Στα 15 του, ο ΜακΚόναχι εκβιάστηκενα κάνει σεξ για πρώτη φορά και όταν ήταν 18 ετών κακοποιήθηκε από έναν άνδρα ενώ ήταν αναίσθητος στο πίσω μέρος ενός βαν. Παραθέτει και τις δύο αποκαλύψεις απλά σε μια λίστα με κουκκίδες και δεν τις αναφέρει ποτέ ξανά.
Τα δύο περιστατικά τον συγκλόνισαν και τον οδήγησαν στην αναγνώριση της πραγματικότητας του κόσμου. Οι λεπτομέρειες δεν ενδιαφέρουν, ωστόσο έχει σημασία ο αντίκτυπος που είχε, ειδικά το δεύτερο, στον ίδιο. Ο νεαρός Μάθιου πίστευε στην αθωότητα του κόσμου, ότι κανείς δεν θα προσπαθούσε να τον βλάψει, αλλά πληγώθηκε η αθώα πεποίθησή του ότι η πρώτη σεξουαλική επαφή θα ήταν όμορφη, αθώα και φυσική. Η επίθεση στο βαν, δε, είναι πέρα για πέρα τρομακτική.
«Ω, ναι, και βγήκα σχετικά αλώβητος. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Μιλάμε για θεϊκή παρέμβαση. Με θυμάμαι να ξυπνάω [στο βαν], και ήταν ακριβώς πριν γίνει χειρότερο. Αυτή η ιδέα για τους κινδύνους του κόσμου που υπάρχουν εκεί έξω, το να είσαι προσεκτικός, το πού να βρίσκεσαι και πού να μη βρίσκεσαι, πώς να μην μπλέκεις σε επικίνδυνες καταστάσεις, το να προσέχεις το περιβάλλον σου, ναι. Κοιτάζω πίσω και σκέφτομαι, υπάρχουν πράγματα που θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά για να μην καταλήξω σε αυτή την κατάσταση», λέει στον Guardian. Σφυρίζει και το μακρόσυρτο, πονεμένο σφύριγμά του είναι ένα είδος ανακούφισης, μια μη λεκτική αναγνώριση ότι με κάποιο τρόπο επέζησε. «Να είσαι πιο συνειδητός και σοφός. Καλός άνθρωπος, όχι συμπαθητικός τύπος», τονίζει.
Πόσο καθοριστική για τη ζωή του ήταν αυτή η εμπειρία της απαγωγής; «Ηταν καθοριστική με τρόπους που ούτε εγώ καταλαβαίνω», απαντά στον Guardian και ακούγεται σαν να ήταν απίστευτα τυχερός που βγήκε ζωντανός, γράφει ο Χάτενστοουν. «Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο αβοήθητος όσο εκείνη τη στιγμή. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο ευάλωτος και ανίκανος να κάνω κάτι γι’ αυτό. Ηταν ένας εφιάλτης». Πώς γλίτωσε; «Δραπέτευσα».
Με μούσα τη σύζυγό του
Επιστρέφοντας στην ποίηση του ΜακΚόναχι, ο Χάτενστοουν γράφει ότι το «Revel Ιn the Post» είναι ένα υπέροχο αισθησιακό ποίημα που ακούγεται σαν ανάμνηση:«Ηταν μια ιδιαίτερα υπέροχη νύχτα με τη γυναίκα μου», αποκαλύπτει ο ηθοποιός-ποιητής.

Μερικά από τα ποιήματα είναι ερωτικές επιστολές προς τη σύζυγό του, την επιχειρηματία και μοντέλο Καμίλα Αλβς, μεταμφιεσμένες σε ανόητα διδακτικά τραγουδάκια, όπως αυτό που λέει: «Best thing you can do for your marriage. / One way to surely get ahead. / Is get rid of that king-size mattress. / And sleep in a queen-size bed» («Το καλύτερο πράγμα που μπορείς να κάνεις για τον γάμο σου. / Ενας τρόπος για να προχωρήσεις σίγουρα μπροστά. / Είναι να ξεφορτωθείς αυτό το king-size στρώμα. / Και να κοιμάσαι σε ένα queen-size κρεβάτι»). Βασίζεται επίσης σε προσωπική εμπειρία, όπως λέει, αφού το ζευγάρι χρειάστηκε να ξεφορτωθεί το τεράστιο κρεβάτι του (δύο king-size ενωμένα) όταν τα παιδια τους έπαψαν να κοιμούνται μαζί τους.
Ενδιαφέρον για την πολιτική
Ο δημοσιογράφος του Guardian τον ρωτάει αν αναφέρεται στον Τράμπ, όταν λέει ότι «Με την επιδημία ημιτελούς λογικής και ψευδαισθήσεων, που πωλούνται ως ορθά συμπεράσματα, είναι παραπάνω από δύσκολο να ξέρεις σε τι να πιστέψεις. Είναι δύσκολο να πιστέψεις. Αλλά δεν θέλω να σταματήσω να πιστεύω, και δεν θέλω να σταματήσω να πιστεύω στην ανθρωπότητα, σε σένα, στον εαυτό μου, στις δυνατότητές μας». Ο ηθοποιός απαντάει αινιγματικά: «Στο όνομα της προόδου θα πετάξουμε κάθε δοκιμασμένη αλήθεια του παρελθόντος; Δεν νομίζω ότι αυτό είναι πραγματική πρόοδος» Και προσθέτει: «Σίγουρα υπάρχει κάτι εγγενές εκεί. Δεν ξέρω τι να πιστέψω με αυτές τις συγκεντρώσεις ενθάρρυνσης που διοργανώνουν. Εχω ασχοληθεί αρκετά με την πολιτική και τους πολιτικούς για να ξέρω ότι τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα αυτά που λένε ότι είναι, ότι δεν καταγράφουν τα αποτελέσματα με ακρίβεια».
Τον ανησυχεί η αδιαφορία του Τραμπ για την αλήθεια; «Φυσικά και με ανησυχεί. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν κοιτάξει κανείς πίσω, υπάρχουν πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια δεκαετιών και αιώνων που μπορεί να αμφισβητήσει ως προς την αλήθεια τους. Ο Τραμπ χειρίζεται τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο από ό,τι άλλοι πολιτικοί. Είναι άμεσος. Αποφεύγει τους μεσάζοντες», λέει στον Guardian.
Ο ΜακΚόναχι έχει εκφράσει ενδιαφέρον να ασχοληθεί με την πολιτική: «Αρχισα να το σκέφτομαι πριν από έξι χρόνια. Ο λόγος που δεν ασχολούμαι αυτή τη στιγμή είναι ότι θέλω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μεγαλώσω τα τρία παιδιά μου. Αλλά με γοητεύει η πολιτική», λέει στον Guardian. Με ποιο κόμμα θα κατέβαινε; «Θα μπορούσε να είναι ένα ανεξάρτητο κόμμα».
Καλός άνθρωπος, όχι συμπαθητικός τύπος
Πάρα πολλά από αυτά που πιστεύει, δε, έχουν να κάνουν με το επαναλαμβανόμενο ερώτημα στην ποίησή του: τι κάνει έναν άνθρωπο καλό σε αντίθεση με έναν συμπαθητικό τύπο; Οταν κοιτάζει τον εαυτό του στα νιάτα του βλέπει έναν συμπαθητικό νεαρό που έπρεπε να ωριμάσει. Και τα κατάφερε εν μέρει, με μοναχικά ταξίδια στον Αμαζόνιο και στο Μάλι τη δεκαετία του 1990, που έκανε για να αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τον εαυτό του, όπως λέει.
Αλλά είχε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει. Το 1999 συνελήφθη επειδή έπαιζε μπόνγκο τα χαράματα, γυμνός και υπό την επήρεια μαριχουάνας. Οι κατηγορίες για ναρκωτικά αποσύρθηκαν, αλλά του επιβλήθηκε πρόστιμο 50 δολαρίων για διατάραξη κοινής ησυχίας.
Και μετά, στα 30 του, προτού τα φτιάξει με την Καμίλα, υπήρξε μια περίοδος που ήταν τόσο μαστουρωμένος ώστε έχασε το δικό του πάρτι γενεθλίων: «Είχα καπνίσει “βαρύ” χόρτο (μαριχουάνα). Οι φίλοι μου είχαν νοικιάσει αυτό το μέρος για δείπνο, και εγώ καταρρέω από το τρελό χόρτο και αποφασίζω ότι είναι πολύ καλή ιδέα να ακούσω το “That’s the Way Love Goes” της Τζάνετ Τζάκσον 32 γαμημένες φορές στο αυτοκίνητό μου. Και μέχρι να μπω μέσα είχαν φύγει όλοι. Εχασα το δικό μου πάρτι γενεθλίων», λέει. Καπνίζει λιγότερο μετά από αυτό; «Ναι, ακριβώς. Και μου αρέσει αυτό το τραγούδι, αλλά δεν χρειάζεται να το ακούσω 32 φορές»…
Επαγγελματικά, η κρίσιμη στιγμή ήρθε όταν αρνήθηκε να παίζει πλέον συμπαθητικούς τύπους σε ρομαντικές κομεντί, παρότι κέρδιζε περίπου 10-15 εκατ. δολάρια ανά ταινία. Μάλιστα, η τελευταία του ταινία, «The Lost Bus» (2025), είναι ένα συγκλονιστικό δράμα επιβίωσης βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα: ένας οδηγός σχολικού λεωφορείου αγωνίζεται να μεταφέρει 22 παιδιά και τη δασκάλα τους σε ασφαλές μέρος, περνώντας μέσα από την τρομερή πυρκαγιά του 2018 στην κομητεία Μπουτ – την πιο θανατηφόρα πυρκαγιά στην ιστορία της Καλιφόρνιας. Με άλλα λόγια, αφορά έναν συμπαθή τύπο με αδύναμο χαρακτήρα, που μαθαίνει πώς να γίνει καλός άνθρωπος.
Ο ρόλος απαιτούσε για άλλη μια φορά εκτεταμένη έρευνα. Επρεπε να μάθει να οδηγεί λεωφορείο μέσα από φωτιά και δίπλα σε γκρεμούς. Και τα κατάφερε, όπως πάντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
